Menu
A+ A A-

Κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων: υπέρβαση των ορίων της μαρξιστικής ισότητας


"Η Δημιουργία του Αδάμ", σκηνή από τον κύκλο της Δημιουργίας του Κόσμου, στην οροφή της Καπέλα Σιξτίνα που φιλοτέχνησε ο Μιχαήλ Άγγελος μεταξύ του 1508 και 1512.

Του Χρήστου Γεωργίου*

Η ισότητα είναι μια αμφισβητούμενη έννοια ως προς το κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενό της, και έχει απασχολήσει διαχρονικά σημαντικούς διανοητές. Ήδη από τον 5 π.Χ. αιώνα, ο Έλληνας σοφιστής Αντιφών διακήρυσσε ότι οι κοινωνικές διαιρέσεις προκύπτουν από ανθρώπινες αποφάσεις, δηλαδή τους κοινωνικούς νόμους που παραβιάζουν το φυσικό δικαίωμα στην ισότητα·
όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι από τη φύση, όπως φαίνεται από τη φυσική κατασκευή και τις βιολογικές λειτουργίες τους: «Από τη φύση μας όλοι οι άνθρωποι γεννηθήκαμε ίδιοι από κάθε πλευρά, [...]. Όλοι αναπνέουμε τον αέρα με το στόμα και τη μύτη και τρώμε με τα χέρια» [1]. Ο δε Γάλλος εγκυκλοπαιδιστής Βολταίρος θεωρούσε επίσης ότι «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι· δεν είναι η γέννηση τους, αλλά η ίδια αρετή που κάνει τη διαφορά» [2].
Ο όρος «ισότητα» επιδέχεται διάφορες σημασίες και δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται από κάθε άποψη ως ίσοι. Η ισότητα μπορεί να είναι κανονιστική, δηλαδή επιταγή προσανατολισμένη σε κάποιο στόχο, ή μη κανονιστική, δηλαδή ειδωμένη ως αυτοσκοπός. Λόγου χάριν, κανονιστική είναι η ισότητα όταν καθορίζει τις σχέσεις αλληλεγγύης και κοινότητας σε μια ομάδα ανθρώπων, και μη κανονιστική αν αποτελεί απαραίτητη ηθική συνιστώσα κάποιου δικαίου. Η ισότητα επίσης μπορεί να προσδιοριστεί είτε υπό προϋποθέσεις είτε άνευ όρων. Η αστική ισότητα προσδιορίζεται υπό προϋποθέσεις και αναφέρεται κυρίως στα ατομικά δικαιώματα και την αξιοκρατική αξιολόγησή τους στη βάση υφιστάμενων άνισων εγγενών (γενετικών) ικανοτήτων μεταξύ των ατόμων. Το περιεχόμενο της αστικής ισότητας κατακερματίζεται σε υπό όρους ηθικούς δεσμευτικούς κανόνες, απόρροια των παραγωγικών σχέσεων της ιστορικά εξελισσόμενης οικονομίας της αγοράς [3].
Η ισότητα του Καρλ Μαρξ θέτει κανονιστικές προϋποθέσεις και κάνει αναφορά σε ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Μαρξ πίστευε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται άνισοι στις ικανότητες [4], και θεωρούσε την καπιταλιστική αξιολόγησή τους ως μια εκμεταλλευτική ταξική ανισότητα. Πρότεινε την έμμισθη εργασία ως ίσο μέτρο μιας δίκαιης αποτίμησής των παραγωγικών ικανοτήτων των ανθρώπων, όλων αντιμετωπιζόμενων εξίσου ως εργάτες [4] σε μια μεταβατική σοσιαλιστική κοινωνία χωρίς κοινωνικές τάξεις και ιδιωτική περιουσία (σοσιαλιστική ισότητα). Προέβλεψε την οριστική κατάργηση αυτού του μέτρου και την αντικατάστασή του με το «σύμφωνα με τις ανάγκες» για έναν ανεπτυγμένο κομμουνισμό που θα χαρακτηρίζεται από την υπεραφθονία των αγαθών (κομμουνιστική ισότητα). Η αμφισημία με την οποία ο Μαρξ χρησιμοποιεί τους όρους "σοσιαλισμός" και "κομμουνισμός" δείχνει ότι δεν τα θεωρεί ως ξεχωριστά στάδια αλλά ως μια ενιαία διεργασία μετασχηματισμών προς την κομμουνιστική κοινωνία. Τα διαχωρίζει υπό την έννοια του πρώιμου (σοσιαλισμός) και του ανεπτυγμένου κομμουνισμού και των διαφορετικών μέτρων που θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την ποσοτικοποίηση της αντίστοιχης σε αυτούς ισότητας.
Η παρούσα εργασία διερευνά τις αντιλήψεις του Μαρξ για την ισότητα και την ερμηνεία της από τους κλασικούς του μαρξισμού, προκειμένου να αναδείξει τα όριά της και να τα ξεπεράσει με τον προσδιορισμό μιας κομμουνιστικής ισότητας άνευ όρων, συμβατής με την ανθρώπινη φύση και τη βιολογία, και με τις βασικές αρχές του Μαρξισμού. Σχετίζει τους περιορισμούς της μαρξιστικής ισότητας με τις αποτυχημένες προσπάθειες εφαρμογής του σοσιαλισμού και με τον πολιτικό κατακερματισμό της Αριστεράς, και φιλοδοξεί να συμβάλλει στην ιδεολογική ενοποίησή της για το σχεδιασμό μιας κομμουνιστικής κοινωνίας θωρακισμένης από καπιταλιστικές παλινορθώσεις.
 
Η έννοια της ισότητας στο μαρξιστικό πλαίσιο
Η Μαρξιστική παράδοση στην πολιτική και οικονομική σκέψη διεκδικεί την εξάλειψη όλων των κοινωνικών ανισοτήτων που σχετίζονται με την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Ο Μαρξ ανέπτυξε τις ιδέες του για την ισότητα μετά τον Διαφωτισμό με την εμφάνιση της σημαντικότερης μορφής αστικής ισότητας, αυτής στις ευκαιρίες [5],[i] και μετά τη διατύπωση από τον διαφωτιστή Τζων Λοκ της άποψης περί φυσικών ανθρώπινων δικαιωμάτων [6],[ii] η οποία αποτέλεσε την πηγή των διαφόρων σύγχρονων μορφών αστικής ισότητας με αναφορά στα δικαιώματα [3]. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν προσπάθησε να επιλύσει τις αντιφάσεις και τα όρια της αστικής ισότητας του Διαφωτισμού, προτείνοντας στη θέση της μια κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων. Αντιθέτως, διαμόρφωσε μια μορφή κανονιστικής ισότητας σε ένα υπό προϋποθέσεις πλαίσιο ατομικών δικαιωμάτων.
Στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα ο Μαρξ υποστηρίζει ότι στην πρώιμη φάση της κομμουνιστικής (σοσιαλιστικής) κοινωνίας η οικονομία θα διανέμει τα αγαθά σύμφωνα με την αρχή «Το δίκαιο των παραγωγών είναι ανάλογο με την απόδοση της εργασίας τους» [4]. Αυτή η αρχή μπορεί να θεωρηθεί ως ορισμός ενός ίσου δικαιώματος για τα άτομα σε σχέση με τη διανομή των προϊόντων, αλλά, όπως κάθε δικαίωμα είναι προβληματικό στην εφαρμογή του. Βασικό μειονέκτημά αυτής της υπό όρους πρώιμης κομμουνιστικής ισότητας είναι ότι βασίζεται στην υπόθεση (όπως και η αστική ισότητα) ότι τα άτομα διαθέτουν εγγενείς ικανότητες που τα κάνουν να διαφέρουν μεταξύ τους. Επομένως, τέτοιες διαφορές καταλήγουν σε  διαφορετικούς βαθμούς εργατικής συνεισφοράς στην παραγωγή των κοινωνικών αγαθών, τα οποία θα πρέπει επίσης να διανέμονται αντίστοιχα με τις ικανότητες («την απόδοση της εργασίας»). O Μαρξ ισχυρίζεται ότι αυτό το πρόβλημα θα εξαλειφθεί στον προηγμένο κομμουνισμό, όπου η κοινωνία θα λειτουργεί σύμφωνα με τον υπέρτατο κανόνα της πλήρους κομμουνιστικής ισότητας «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του»[iii][4].
Με αυτή την αρχή ισότητας (για τον προηγμένο κομμουνισμό), ο Μαρξ δείχνει να προτείνει μια αρχή ίσου δικαιώματος που έχει κάθε άτομο για να λαμβάνει οικονομικά αγαθά για τις προσωπικές ανάγκες του στον ίδιο βαθμό που συμβάλλει στην οικονομία σύμφωνα με τις ικανότητές του. Όμως, ο Μαρξ διαφωνεί με τον χαρακτηρισμό αυτού του κανόνα ως κάποια επιβαλλόμενη αρχή δικαίου ή ηθικών δικαιωμάτων, στηρίζοντάς το σε μια αβέβαιη υπόθεση· ότι η ισοδιανεμητική αρχή του θα μπορεί να πραγματοποιείται - χωρίς κανένα νομικό ή άτυπο εξαναγκασμό ή μέσω κάποιας διαδικασίας κοινωνικής επιβολής - στην προηγμένη κομμουνιστική κοινωνία που θα παράγει αγαθά σε αφθονία  [4, 7, 8]. Ως προς το περιεχόμενο που δίνει στην ισότητα αναφορικά με το δίκαιο για την πρώιμη κομμουνιστική (σοσιαλιστική) φάση της κοινωνίας, ο Μαρξ θεωρεί ότι κάθε ίσο δίκαιο οδηγεί σε ανισότητες διότι δεν λαμβάνει υπόψιν τις εγγενείς διαφορετικότητες (σε ικανότητες, ταλέντα, παραγωγικότητα κ.λπ.) μεταξύ των ατόμων [4]. Ας διερευνήσουμε όμως πιο διεξοδικά τις επιμέρους πτυχές της κομμουνιστικής ισότητας όπως εμφανίζονται στη σκέψη του Μαρξ.
Η κομμουνιστική  κοινωνία στην πρώιμη (σοσιαλιστικά) φάση της  - και η αντίστοιχη ισότητα - θα αναπτύσσονται υπό την επιρροή του καπιταλιστικού δικαίου ως εξής:
«Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως έχει εξελιχθεί πάνω στη δική της βάση, αλλά αντίθετα όπως ακριβώς αναδύεται από την καπιταλιστική κοινωνία· η οποία, επομένως, από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά, είναι ακόμα γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας που από τους κόλπους της βγήκε» [4].
Ο Μαρξ ορίζει το μέτρο της οικονομικής αξιολόγησης της ισότητας ως εξής, στο πλαίσιο ενός φυσικού, κληρονομικού (γενετικού) δικαιώματος που βασίζει σε υποθετικές εγγενείς ανισότητες στις ικανότητες μεταξύ των ατόμων:
«Το δίκαιο των παραγωγών είναι ανάλογο με την απόδοση της εργασίας τους· η ισότητα βρίσκεται στο γεγονός ότι μετρούν με  ένα ίδιο μέτρο, με την εργασία. Όμως ο ένας υπερέχει από τον άλλο, φυσικά ή πνευματικά, και προσφέρει περισσότερη εργασία στον ίδιο χρόνο, ή μπορεί να δουλεύει περισσότερο χρόνο· και η εργασία για να χρησιμεύσει σαν μέτρο πρέπει να ορίζεται σύμφωνα με τη διάρκεια ή την έντασή της αλλιώς θα έπαυε να είναι μέτρο. Αυτό το ίσο δικαίωμα είναι ένα άνισο δικαίωμα για άνιση εργασία. Δεν αναγνωρίζει ταξικές διαφορές διότι ο καθένας είναι ένας εργάτης όπως όλοι· αλλά αναγνωρίζει σιωπηρά άνισο ατομικό κληροδότημα, κι επομένως παραγωγική ικανότητα, ως ένα φυσικό προνόμιο. Είναι, ως εκ τούτου, ένα δικαίωμα της ανισότητας, στο περιεχόμενό του, όπως και κάθε δικαίωμα. Το δίκαιο, από τη φύση του, μπορεί να υπάρχει μόνο στην εφαρμογή ενός ίσου μέτρου· όμως άνισα άτομα (και δεν θα ήταν διαφορετικά άτομα αν δεν ήταν άνισα) μπορούν να μετρηθούν μόνο με ίσο μέτρο εφόσον τίθενται υπό μία ίση άποψη, [...]» (υπογραμμίσεις δικές μου) [4].
Ο Μαρξ εξέφραζε παρόμοιες απόψεις περί κληροδοτούμενων ικανοτήτων και σε νεαρή ηλικία. Στα Χειρόγραφα του 1844 έγραφε:
«Ο άνθρωπος είναι άμεσα ένα φυσικό ον. Ως φυσικό ον και ως ένα ζωντανό φυσικό ον είναι αφ 'ενός προικισμένος με φυσικές δυνάμεις, δυνάμεις ζωτικής σημασίας - είναι ένα ενεργό φυσικό ον. Αυτές οι δυνάμεις υπάρχουν σε αυτόν ως τάσεις και ικανότητες - ως ένστικτα» (υπογραμμίσεις δικές μου) [9].
Ανθρώπινες ικανότητες για τον Μαρξ είναι «κάθε ανθρώπινη σχέση του με τον κόσμο, όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση, αφή, σκέψη, αντίληψη, αίσθημα, επιθυμία, βούληση, δημιουργία, έρωτας - με λίγα λόγια, εφόσον ο ίδιος βεβαιώνει και εκφράζει όλα τα όργανα της ατομικότητας του» [10]. Τα προαναφερθέντα αποσπάσματα αποκαλύπτουν την πίστη του Μαρξ ότι τα άτομα διαθέτουν φυσικές (δηλ. εγγενείς) δυνάμεις (τάσεις και ικανότητες, ένστικτα), τις οποίες χαρακτηρίζει ως ατομικό κληροδότημα. Αναφορικά με τους όρους ‘τάσεις’ και ‘ένστικτα’, ο Μαρξ προφανώς δεν αναφερόταν σε μυϊκές ή σκελετικές ικανότητες, που είναι εν πολλοίς γενετικά εξαρτώμενες, αλλά σε πνευματικές/διανοητικές ιδιότητες, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη φράση του «...ο ένας υπερέχει από τον άλλο [...] πνευματικά,…». Εκτός τούτων, ο επιπρόσθετος χαρακτηρισμός τους από τον Μαρξ ως φυσικό ατομικό προνόμιο, πλησιάζει (συνειδητά/ασυνείδητα) στη θέση του Λοκ για την ύπαρξη φυσικών ατομικών δικαιωμάτων.
Για δε τους τρόπους αξιολόγησης της εργασίας (σε χρονική διάρκεια, ποσότητα και ποιότητα) και της κατανομής του κοινωνικού πλούτου μεταξύ των μελών της πρώιμης κομμουνιστικής κοινωνίας, ο Μαρξ σημειώνει:
«...ο μεμονωμένος παραγωγός λαμβάνει πίσω από την κοινωνία - μετά τις μειώσεις που έχουν γίνει - ακριβώς αυτό που της δίνει. Αυτό που της έχει δώσει είναι το ατομικό του τμήμα εργασίας. Για παράδειγμα, η κοινωνική εργάσιμη ημέρα αποτελείται από το άθροισμα των ατομικών ωρών εργασίας· ο ατομικός χρόνος εργασίας του κάθε παραγωγού είναι το τμήμα της κοινωνικής εργάσιμης ημέρας στο οποίο συνέβαλε, το μερίδιό του σε αυτή. Αυτός λαμβάνει ένα πιστοποιητικό από την κοινωνία ότι έχει προσφέρει τόση και τέτοια ποσότητα εργασίας (μετά την αφαίρεση της εργασίας του για τα κοινά ταμεία)· και με αυτό το πιστοποιητικό, αντλεί από το κοινωνικό απόθεμα των μέσων κατανάλωσης όσο και το ίδιο ποσό του κόστους εργασίας. Το ίδιο ποσό της εργασίας που έχει δώσει στην κοινωνία σε μία μορφή, που παίρνει πίσω σε μια άλλη» (υπογραμμίσεις δικές μου) [4].
Ο Μαρξ ήταν επηρεασμένος από τον καπιταλισμό τόσο πολύ που έβλεπε τον κομμουνισμό ως συνέχειά του. Θα πρέπει να του αναγνωριστεί ότι στη διαμόρφωσή της αντίληψής του για την ισότητα επηρεάστηκε από το επίπεδο των βιολογικών επιστημών, πολύ περισσότερο από τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου που διαχωρίζει εκ γενετής τα άτομα (και τις φυλές) σε πνευματικά ανώτερα και κατώτερα [11]. Επομένως, ήταν φυσικό για τον οικονομολόγο Μαρξ να εξαρτά την απόδοση της εργασίας και τη μισθολογική αξία της αναλογικά με τις έμφυτες ικανότητες/ταλέντα κάθε ατόμου.[iv]
Παρόμοια αντίληψη με τον Μαρξ για την ισότητα είχε και ο Ένγκελς. Επιπλέον, θεωρούσε παραλογισμό κάθε αίτημα που δεν συνέδεε το μαρξιστικό περιεχόμενο της ισότητας αποκλειστικά με την κατάργηση των τάξεων:
«…το πραγματικό, το ουσιαστικό περιεχόμενο του προλεταριακού αιτήματος για ισότητα είναι το αίτημα για την κατάργηση των τάξεων. Κάθε αίτημα για ισότητα που πάει παραπέρα καταντάει αναγκαστικά παραλογισμός» [13].
Στην ίδια μαρξιστική αντίληψη της ανισότητας στις ικανότητες μεταξύ των ατόμων θα στηριχθεί και η θέση του Λένιν για την κατανομή των αγαθών στο σοσιαλισμό,
«“ανάλογα με την εργασία” (και όχι ανάλογα με τις ανάγκες)» [14].
Επιβεβαιώνοντας τον κανονιστικό χαρακτήρα της μαρξιστικής ισότητας ως τη σχέση της με άνισα ατομικά δικαιώματα και την αξιολόγησή τους με ένα απροσδιόριστο ίδιο “ποσό” κοινωνικής εργασίας” κατά τον πρώιμο κομμουνισμό (δηλ. σοσιαλισμό), ο Λένιν σημειώνει ότι,
«Κάθε δικαίωμα αποτελεί εφαρμογή ενός ίδιου μέτρου για διαφορετικούς ανθρώπους, που στην πραγματικότητα δεν είναι οι ίδιοι, δεν είναι ίσοι μεταξύ τους· γι’ αυτό το ‘ίσο δίκαιο’ αποτελεί παραβίαση της ισότητας και αδικία. Πράγματι, ο καθένας, έχοντας επιτελέσει το ίδιο ποσό κοινωνικής εργασίας με έναν άλλο, παίρνει ένα ίσο μερίδιο από την κοινωνική παραγωγή [...]. Όμως οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι μεταξύ τους: ένας είναι πιο δυνατός, άλλος πιο αδύνατος· ένας είναι παντρεμένος, άλλος όχι· ο ένας έχει περισσότερα παιδιά, ο άλλος λιγότερα, κ.ο.κ.»
κι επομένως,
«στο πρώτο στάδιο του κομμουνισμού [...] θα μείνουν οι διαφορές στον πλούτο και μάλιστα διαφορές άδικες, αλλά δεν θα μπορεί να γίνεται εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, γιατί θα είναι αδύνατο να γίνουν ατομική ιδιοκτησία τα μέσα παραγωγής, οι μηχανές, η γη, κ.λπ.» (υπογραμμίσεις δικές μου) [14].
Βασιζόμενος δε στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, ο Λένιν θα συμπυκνώσει το διανεμητικό μοντέλο του Μαρξ στις σοσιαλιστικές αρχές
«Αυτός που δεν εργάζεται, ούτε θα τρώει», και «Ίση ποσότητα αγαθών για ίση ποσότητα εργασίας» [14].
Ο Τρότσκι θα συμφωνήσει με το σοσιαλιστικό διανεμητικό μοντέλο του Λένιν (“ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας”), διαπιστώνοντας ότι για την ανάπτυξή του θα χρειαστούν καπιταλιστικά μισθολογικά εργαλεία:
«Για να αυξηθούν οι παραγωγικές δυνάμεις, είναι αναγκαία η προσφυγή στους συνήθεις τρόπους πληρωμής μισθών - δηλαδή, στην κατανομή των αγαθών της ζωής ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα της ατομικής εργασίας»
Και καταλήγει - αναγνωρίζοντας εμμέσως ως πρακτικά ανεφάρμοστη τη θέση του Μαρξ ότι «το δίκαιο των παραγωγών είναι ανάλογο με την απόδοση της εργασίας τους» - ότι,
«στα πρώτα βήματά του το κράτος των εργατών δεν μπορεί ακόμα να επιτρέψει σε καθέναν να εργάζεται "σύμφωνα με τις ικανότητες του" - δηλαδή, όσο μπορεί κι επιθυμεί - ούτε μπορεί να αμείβει καθέναν "σύμφωνα με τις ικανότητες του", ανεξάρτητα από την εργασία που κάνει.» (υπογραμμίσεις δικές μου) [15].
Όλες αυτές οι διαφορετικές εκδοχές του μαρξιστικού ίσου μέτρου μισθοδοτούμενης εργασίας προέκυψαν και από την εξής σχετική θέση του Μαρξ:
«Η πολυπλοκότερη εργασία είναι απλώς απλή εργασία με περισσότερη δύναμη ή μάλλον πολλαπλασιασμένη απλή εργασία, έτσι ώστε μια μικρότερη ποσότητα περίπλοκης εργασίας να είναι ισάξια με μια μεγαλύτερη ποσότητα πιο απλής εργασίας» [16].
Υπερασπιζόμενος τον Μαρξ στο Αντί-Ντύρινγκ, ο Ένγκελς στηλιτεύει τον Ντύρινγκ ότι στη συγκεκριμένη άποψη του Μαρξ δήθεν ανακάλυψε μια επικίνδυνη σοσιαλιστική ανισότητα αναφορικά με τη διαφορετική αποτίμηση του χρόνου μεταξύ της απλής και της σύνθετης (εξειδικευμένης, πνευματικά ανώτερης κ.λπ.) εργασίας. Ο Ντύρινγκ επικρίνει τον Μαρξ διότι αντί να υποστηρίζει ότι ο χρόνος της απλής και της σύνθετης εργασίας θα έπρεπε να είναι ίσος σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, αντιθέτως θεωρεί ότι ο χρόνος της σύνθετης εργασίας αξίζει περισσότερο από τον ίσο χρόνο της απλής εργασίας επειδή συμπυκνώνεται μέσα σ' αυτόν περισσότερος μέσος χρόνος απλής εργασίας. Ο Ένγκελς ερμηνεύοντάς τον Μαρξ τον δικαιολόγησε ότι με το συγκεκριμένο εδάφιο έδινε απάντηση στο ερώτημα για το τι «...καθορίζει την αξία των εμπορευμάτων…», δηλαδή για ένα «απλό γεγονός, που συντελείται κάθε μέρα μπροστά στα μάτια μας στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία» [16].
Εντούτοις, η διάκριση μεταξύ απλής και σύνθετης εργασίας στη διάρκεια χρόνου υπονοείται επίσης σαφώς και στην προαναφερθείσα θέση του Μαρξ  «Το δίκαιο των παραγωγών είναι ανάλογο με την απόδοση της εργασίας τους· [...]· και η εργασία για να χρησιμεύσει σαν μέτρο πρέπει να ορίζεται σύμφωνα με τη διάρκεια ή την έντασή της αλλιώς θα έπαυε να είναι μέτρο» [4], αλλά και στην Κριτική στην Πολιτική Οικονομία («Διαφοροποιήσεις στην διάρκεια της εργασίας είναι η μόνη πιθανή διαφορά που μπορεί να προκύψει, με ορισμένη υποτίθεται την ποιότητά της») (υπογραμμίσεις δικές μου) [17].
 


Three Races Or Equality Before Law, Francisco Laso 1859

Προβλήματα της Μαρξιστικής ισότητας
Υπάρχουν ορισμένα προβλήματα που ο Μαρξ δεν συνεκτίμησε (ή δεν του ήταν εφικτό) στη διαμόρφωση της αντίληψής του για την ισότητα και για την εφαρμογή της στην εξελισσόμενη πρώιμη και ανεπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία. Ανάλογα πάσχουν και οι θέσεις των κλασικών του Μαρξισμού για το ίδιο θέμα. Εξάλλου, δεν μπορούσε ο Μαρξ και οι κλασικοί να προβλέψουν όλες τις κοινωνικές αλλαγές σε ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο καπιταλισμό, ούτε βοηθήθηκε από το χαμηλό επίπεδο των επιστημών της εποχής του. Συνεπώς, δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν επιστημονικά το περιεχόμενο της εξελισσόμενης κομμουνιστικής ισότητας, περιορίζοντάς το κυρίως σε οικονομικό πλαίσιο.
Από τα βασικότερα προβλήματα είναι η θέση του Μαρξ ότι τα άτομα θα πρέπει να αμείβονται ανταποδοτικά και ανάλογα με τις μεταξύ τους εγγενώς άνισες ικανότητες. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Μαρξ στον πρώιμο κομμουνισμό ορίζει την ισότητα στη διανομή του κοινωνικού πλούτου με βάση τη μισθοδοτούμενη εργασία ως ίσο κριτήριο μέτρησης της άνισης κοινωνικής συνεισφοράς των άνισων ως προς τις παραγωγικές ικανότητες ατόμων. Πέρα από το πρόβλημα του διαχωρισμού της εργασίας σε απλή και σύνθετη, ο Μαρξ ορίζει το μέτρο της ισότητάς του με τη «σιωπηρή αναγνώριση» ότι για κάθε άτομο η «παραγωγική ικανότητα» είναι ένα «άνισο κληροδότημα», δηλαδή ένα γενετικό, «φυσικό προνόμιο» [4]. Όπως έχει ήδη δειχθεί εκτενώς αλλού, η κοινωνιοβιολογική άποψη (και πυρήνας της ιδεολογίας του σύγχρονου καπιταλισμού) περί έμφυτων διαφορών στις ικανότητες έχει ξεπεραστεί πλέον από τη βιολογία [5, 18-22], ενώ η εκ γενετής διανοητική ισοδυναμία  της λειτουργικότητας του ανθρώπινου εγκεφάλου (για όλα τα εκ γενετής βιολογικώς φυσιολογικά άτομα) έχει επιβεβαιωθεί από τις πρόσφατες ανακαλύψεις στη βιοχημική λειτουργικότητά του [21, 23, 24]. Επιπλέον, η ιδέα των γενετικά κληρονομούμενων ταλέντων (‘παιδιά θαύματα’) έχει απορριφθεί και από την ψυχολογία, ακόμα και στο περιπτωσιολογικό πλαίσιο [25, 26]. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν πίστευε ότι το κοινωνικό άτομο προσδιορίζεται μόνο από τα εγγενή χαρακτηριστικά του. Στην κριτική του για τον Προυντόν, έγραψε ότι «... η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συνεχής μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης» [27].
Η προηγηθείσα παρουσίαση της αντίληψης του Μαρξ (αλλά και των πρωταγωνιστών της πρώτης προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης) για την ισότητα δείχνει ότι αυτή περιέχει στοιχεία οικονομικής αξιολόγησης που βρίσκουμε στα σύγχρονα καπιταλιστικά ιδεολογήματα περί αξιοκρατίας. Δηλαδή, το άτομο παίρνει πίσω από την κοινωνία αυτό που του αξίζει, το ποσό της εργασίας του (κοινωνικά πιστοποιημένο με κουπόνια στην πρώην ΕΣΣΔ), μετρημένο σε ισοδύναμα μισθοδοτούμενης εργασίας ανάλογα με τα ταλέντα και τις ικανότητές του. Η αρχή της τυπικής αστικής οικονομικής ισότητας “ανταλλαγή ίσων ανταλλακτικών αξιών” μεταλλάσσεται στη μαρξιστική ισότητα σε ανταλλαγή ίσων εργασιακών ισοδύναμων (μεταξύ άνισων ατόμων).
Το σκέλος της μαρξιστικής αρχής της ισότητας «στον καθένα ανάλογα με τη απόδοση της εργασίας του», όσο κι αν ήταν καλοπροαίρετο στη σύλληψή του, θα καταλήξει να εμφορείται από την αρχή του ανταγωνιστικού κινήτρου για δικαιότερη μισθολογική αμοιβή “στον καθένα ανάλογα με τις εγγενείς του ικανότητες”. Αυτό το αξιοκρατικό κίνητρο, ως δύσκολα διαχωριζόμενο από την αστική αρχή της αξιοκρατίας, θα αλλάξει σταδιακά την κοινωνική φύση του ανθρώπου προς τον ανταγωνιστικό ατομικισμό. Αυτό το κίνητρο ήταν ένας από τους λόγους που η γραφειοκρατία των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού υποδέχθηκε ασμένως και χωρίς αντιστάσεις την καπιταλιστική παλινόρθωση. Η αποδοχή από τον Μαρξιστικό κομμουνισμό της θέσης περί ύπαρξης εγγενών διανοητικών ή άλλων ανισοτήτων μεταξύ των ανθρώπων καθιστά αδύνατο τον απογαλακτισμό του από τον καπιταλισμό, πυρήνας της ιδεολογίας του οποίου είναι ακριβώς αυτή η θέση [5]. Μια τέτοια ιδεολογική ενσωμάτωση στο κομμουνιστικό όραμα, όσο αισιόδοξα κι αν προσεγγιστούν οι ασαφείς εξισωτικές υποσχέσεις του, θα διαιωνίζει τις κοινωνικές ανισότητες για τους ακόλουθους βασικούς λόγους.
Τα άτομα αντιλαμβάνονται την κοινωνική πραγματικότητα και επενεργούν σε αυτή με τις ικανότητές τους μέσα από τα μικροπεριβάλλοντά τους που τις διαμορφώνουν σε καθημερινή βάση (βλέπε επόμενο κεφάλαιο). Έτσι, τα άτομα τείνουν να εξιδανικεύουν τη σπουδαιότητα της κοινωνικής αξίας των ικανοτήτων τους και να δημιουργούν για τον εαυτό τους αντιλήψεις πνευματικής υπεροχής έναντι άλλων ατόμων. Επιπλέον, η αντίληψη της  γενετικής εξάρτησης των ατομικών ικανοτήτων οδηγεί και στην εσφαλμένη αντίληψη για το ότι μπορούν να μετρηθούν (π.χ. με τα περιβόητα τεστ νοημοσύνης, ή IQ [19]). Οι αναπόφευκτες αμφισβητήσεις της ανωτερότητας των ικανοτήτων μεταξύ των ατόμων θα ασκούν κοινωνικές πιέσεις για την ποσοτική αξιολόγηση των δεξιοτήτων τους στη διεκδίκηση πνευματικά ‘ανώτερων’ εργασιών, αλλά και για τον διακριτικό χαρακτηρισμό τους ως τέτοιων. Επιπροσθέτως, αυτές οι λογικές θα δημιουργούν σε άτομα που προτιμούν να δραστηριοποιούνται πολιτικά (π.χ. έχουν εντρυφήσει στη ρητορική και έχουν αποκτήσει συγγραφική ευχέρεια) ανάλογες αντιλήψεις πολιτικής ιεραρχίας και τάσεις δημιουργίας μηχανισμών στήριξης τής γονιδιακά εκπορευόμενης πολιτικής ανωτερότητάς τους. Αναπόφευκτη εξέλιξη των μη αυτοδιαχειριστικών σοσιαλιστικών πολιτικών δομών εξουσίας, θα είναι η δημιουργία υποστηρικτικών προς αυτές γραφειοκρατικών ομάδων από άτομα με ελιτίστικες αντιλήψεις (π.χ. τύπου κομματικής νεολαιίστικης πρωτοπορίας). Από το άλλο μέρος, η αντίληψη της γενετικής πνευματικής ανισότητας θα στιγματίζει ορισμένα άτομα φαινομενικά υποδεέστερα στα μάτια άλλων, δημιουργώντας τάσεις απομόνωσης, αντιλήψεις μοιρολατρίας, αδιαφορίας και ήσσονος προσπάθειας για πνευματική εξέλιξη, ενώ σε άλλα θα δημιουργεί εκδικητικές και ανταγωνιστικές τάσεις κοινωνικής αναρρίχησης εις βάρος άλλων. Τέτοιες τάσεις θα ενισχύονται διαρκώς και δεν θα εκλείψουν ούτε σε συνθήκες υπεραφθονίας (πολλώ δε μάλλον σε έλλειψη) αγαθών. Θα θέτουν τη Mαρξιστική ισότητα σε διαρκή αμφισβήτηση, και τελικά θα οδηγήσουν και στην κατάρρευση του κομμουνιστικού οράματος. Αυτά τα προβλήματα δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ούτε στις αναρχικές κομμουνιστικές κοινωνίες, καθότι οι διακεκριμένοι στοχαστές του αναρχισμού Peter Kropotkin και Mikhail Bakunin τις οραματίστηκαν ως συγκροτημένες από άτομα εγγενώς διαφορετικά στις ικανότητές τους[v]. Όπως θα εξηγηθεί στο επόμενο κεφάλαιο, όλες αυτές οι καταστροφικές εξελίξεις μπορούν να αποτραπούν μόνο όταν ο κομμουνισμός διέπεται από μια αντικειμενική (επιστημονική) ηθική αρχή ισότητας, κατανοητή και αποδεκτή από όλους (μέσω της παιδείας) και επομένως κοινωνικά ενοποιητική. Τέτοια είναι η άνευ όρων ισότητα μεταξύ των ανθρώπων στις ικανότητες ειδωμένες μόνο ως επίκτητες.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι η μαρξιστική ιστορική υλιστική προσέγγιση που θεωρεί την επίτευξη της ισότητας στην κομμουνιστική κοινωνία ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα των δυνάμεων της ιστορικής αλλαγής. Θεωρεί ότι ο καπιταλισμός είναι προορισμένος να εμφανιστεί, να αναπτυχθεί και να εκφυλιστεί, γεννώντας τον κομμουνισμό, ο οποίος θα οικοδομηθεί στηριζόμενος στα επιτεύγματα του καπιταλισμού, ενώ θα ξεπεράσει με απροσδιόριστους τρόπους τους περιορισμούς και τις επιρροές του. Η ιδέα ότι η κομουνιστική κοινωνία προορίζεται να γεννηθεί χωρίς να γνωρίζουμε το πώς, υποβαθμίζει κάθε προσπάθεια προσχεδιασμού και άμεσης υλοποίησης της. Ο μαρξισμός προσφέρει μικρή βοήθεια στην αντιμετώπιση δύσκολων επιλογών για το σχεδιασμό της κομμουνιστικής κοινωνίας, και για τον προσδιορισμό του πολιτικού περιεχομένου της ισότητας που θα της αρμόζει.
Προβληματικός είναι και ο πολιτικός ρόλος του προλεταριάτου, της κοινωνικής τάξης που προορίζεται να επιβάλει και να εφαρμόσει τον κομμουνισμό. Για τον μαρξισμό το προλεταριάτο έχει μια ιστορική αποστολή με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: Είναι η κοινωνική τάξη που παράγει τον πλούτο και αποτελεί την πλειοψηφία κάθε κοινωνίας, είναι το υποκείμενο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και έχει την απόλυτη ανάγκη να την καταργήσει. Αφήνοντας κατά μέρος το ακανθώδες ζήτημα του προσδιορισμού του προλεταριάτου στη σημερινή εποχή, τα αποστολικά χαρακτηριστικά του δεν συνεργούν αναγκαστικά μεταξύ τους. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες τα άτομα με την μεγαλύτερη ανάγκη (π.χ. οι άνεργοι προλετάριοι) κι εκείνα που υφίστανται ενεργητικά την εκμετάλλευση (οι εργαζόμενοι προλετάριοι) συγκροτούν χρονικά μεταβαλλόμενες κοινωνικές υποομάδες, όχι κατ’ ανάγκη συμπορευόμενες συμφεροντολογικά -π.χ. τα πρώτα θα ήθελαν να είναι στη θέση των δεύτερων και όχι αντιστρόφως. Ο καπιταλισμός αντικαθιστά τον συνδικαλισμό με την ατομική ευθύνη στις οικονομικές διεκδικήσεις προκειμένου να μην μπορούν να υπάρχουν οικονομικά ομοιογενείς πλειοψηφικές κοινωνικές τάξεις σε μέγιστη εκμετάλλευση και μέγιστη ανάγκη, και ως εκ τούτου με το μέγιστο κίνητρο για επανάσταση. Υπό αυτό το πρίσμα, ο καπιταλισμός ενδέχεται να μην παράγει νομοτελειακά τους ‘νεκροθάφτες’ του, παρά μόνο όταν η αριστερά προωθεί τον σαφέστερο διαχωρισμό των τάξεων σε εκμεταλλεύτριες και εκμεταλλευόμενες.
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα είναι και η προσμονή του Μαρξ για την αφθονία των αγαθών ως προϋπόθεση επίτευξης της κομμουνιστικής ισότητας, καθότι ήταν εντυπωσιασμένος από τις μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες του καπιταλισμού. Θεωρούσε τον καπιταλιστικό τρόπο και τις τεχνικές παραγωγής ως αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας της ανθρώπινης ανάπτυξης. Αν και στην εποχή του οι παραδοσιακές οικονομίες ήταν οικονομίες ανακύκλωσης (π.χ. οι χωρικοί της Κίνας λίπαιναν τα χωράφια τους με τα περιττώματα τους), ο Μαρξ δεν αναγνώρισε - ή το θεωρούσε ως κάτι δευτερεύον - στις τεχνικές και την οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής ότι πρόκειται για μια οικονομία της σπατάλης. Έτσι, ο Μαρξ προέβλεψε ότι μια κομμουνιστική κοινωνία θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της βιομηχανικής προόδου για την εξάλειψη της σπανιότητας των αγαθών, εξασφαλίζοντας έτσι ότι όλοι οι άνθρωποι θα έχουν άφθονους πόρους για μια ευημερούσα ζωή μετά την ολοκληρωτική κατάργηση της ταξικής κοινωνίας.
Όμως αυτή η πρόβλεψη είναι πλέον προβληματική ως προς την ορθότητά της και θέτει περιορισμούς στην εφαρμογή της μαρξικής ισότητας τόσο στον πρώιμο όσο και στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, ιδιαίτερα υπό την εν εξελίξει καταστροφή της φύσης την οποία διέβλεψε ο Μαρξ [30]. Σήμερα αντιμετωπίζουμε μια οικολογική κρίση ανυπολόγιστων διαστάσεων (φαινόμενο θερμοκηπίου, έλλειψη πόσιμου νερού, εξάντληση φυσικών και ενεργειακών πόρων, τήξη πάγων, αποψίλωση δασών κ.λπ.). Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την εξάντληση ενός βασικού ενεργειακού πόρου, του πετρελαίου. Σε αυτά τα προβλήματα θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η υποβάθμιση της βασικής επιστημονικής έρευνας ως μη άμεσα αποδοτικής οικονομικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μείωση των επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες (που προκύπτουν κυρίως από τη βασική έρευνα), τη συνακόλουθη υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου, και την ανεξέλεγκτη μετατροπή του σε κερδοσκοπικό τραπεζικό εμπόρευμα και «φούσκα», και πιθανό νεκροθάφτη του χρηματιστηριακού καπιταλισμού. Εντούτοις, η βασική έρευνα του προηγούμενου αιώνα ακόμα παράγει νέες τεχνολογίες, ιδιαίτερα στην αυτοματοποίηση. Τέτοιο παράδειγμα είναι η υπό εξέλιξη τεχνολογία της τρισδιάστατης εκτύπωσης προϊόντων (όπως σπίτια, αυτοκίνητα κ.λπ.) μέσω διαδοχικής πρόσθεσης επάλληλων στρώσεων υλικού. Μειώνει μεν το κόστος παραγωγής βγάζοντας τον εργάτη εντελώς έξω από την παραγωγική διαδικασία, αλλά τον καταργεί και ως καταναλωτή εμβαθύνοντας έτσι την κρίση του καπιταλισμού (ένας άλλος πιθανός νεκροθάφτης του). Όλα αυτά τα εμπόδια για την επίτευξη της αφθονίας είναι απρόβλεπτο πότε και αν θα ξεπεραστούν, ιδιαίτερα με κίβδηλες σοσιαλιστικές πολιτικές οικονομικής ανάπτυξης. Επιπρόσθετο σχετικό πρόβλημα είναι το ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τους σχετιζόμενους με αυτά περιορισμένους φυσικούς πόρους έχει πλέον επεκταθεί στην εποχή μας σε όλους τους φυσικούς πόρους (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ορυκτά έως και το νερό), την πνευματική ιδιοκτησία ακόμα και το γενετικό υλικό του ανθρώπου. Όλοι αυτοί οι παράγοντες θα περιορίζουν την αφθονία και την αξιοποίηση του συνόλου των πλουτοπαραγωγικών πηγών αν ελέγχονται από ιδιώτες στο πλαίσιο αριστερών πολιτικών σταδιακής μετάβασης σε σοσιαλιστικές κοινωνίες.
Η αφθονία των αγαθών δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια κομμουνιστική κοινωνία, πρώιμη ή ανεπτυγμένη, παρά μόνο όταν είναι δομημένη στη βάση μιας κομμουνιστικής ισότητας χωρίς όρους. Όμως, η αφθονία των αγαθών δεν εξασφαλίζει την επίτευξη και διατήρηση της μαρξιστικής ισότητας για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, είναι αμφίβολο αν ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει, διατηρώντας παράλληλα τις παραγωγικές δυνάμεις του καθώς και τους φυσικούς πόρους του πλανήτη μας, ώστε να χρησιμοποιηθούν ως εφαλτήριο για την ανάπτυξη του κομμουνισμού. Η ανισότητα στις ατομικές ικανότητες στον κομμουνισμό αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για ίση αμοιβή όταν οι πόροι είναι σχετικά περιορισμένοι. Και σε αφθονία αγαθών, τα άτομα που πιστεύουν ότι έχουν ανώτερες ικανότητες θα διεκδικούν να ικανοποιούν περισσότερες και ακριβότερες ανάγκες (ανισότητα στις ανάγκες). Αυτό συνεπάγεται περισσότερη συσσώρευση και κατανάλωση αγαθών από τα υποτιθέμενα πιο ικανά άτομα, με μακροπρόθεσμη κατάληξη την έλλειψη σε πόρους. Δεύτερον, η ισότητα του Μαρξ, όπως ο ίδιος υποθέτει, θα καθιερώνεται σταδιακά υπό την υπολειπόμενη επιρροή της οικονομικής νοοτροπίας και όλου του συστήματος ψυχικών κινήτρων και αξιών του καπιταλισμού, τα οποία υποτίθεται ότι θα εκλείψουν στην πορεία επίτευξης του προηγμένου κομμουνισμού. Όμως, μια τέτοια πορεία δύσκολα θα απέφευγε την καπιταλιστική παλινόρθωση. Ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997) θεωρεί ότι το μετακαπιταλιστικό σύστημα επιρροής ενδημεί και στον Μαρξισμό:
«Αυτό το σύστημα το δημιούργησε και το επέβαλλε ο καπιταλισμός και ο μαρξισμός το εγκολπώθηκε τελικά περίπου αμετάβλητο. Το κεντρικό του σημείο είναι η ιδέα ότι ο σκοπός της κοινωνικής ζωής είναι η απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, του “εθνικού προϊόντος” και του “εθνικού πλούτου”. Αυτή η απεριόριστη ανάπτυξη έχει γίνει το φετίχ της σύγχρονης κοινωνίας, είτε σαν αυτοσκοπός είτε σαν το απόλυτο μέσο για να φτάσουμε στην απελευθέρωση του ανθρώπου (αυτή είναι η μαρξιστική παραλλαγή)» [31].
Ο Μαρξ προβληματίζει και με τις υποθετικές προβλέψεις του για την καθιέρωση της υπέρτατης αρχής της ισότητας στον προηγμένο κομμουνισμό της αφθονίας αγαθών, ενώ επαναλαμβάνει εμμέσως την αντίληψή του περί απλής και σύνθετης εργασίας (ως «αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική εργασία»):
«Σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας, και με αυτή επίσης και η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική εργασία· όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο για να ζεις αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής· όταν με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων θα έχουν αναπτυχθεί οι παραγωγικές δυνάμεις, και θα αναβλύζουν πιο άφθονα όλες οι πηγές του κοινωνικού πλούτου - τότε μόνο θα μπορεί να ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και η κοινωνία θα εγγράφει στα πανό της: Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του!» (υπογραμμίσεις δικές μου) [4].
Ο Τρότσκι θα διευκρινίσει περισσότερο τη μαρξική «φόρμουλα» της ανώτερης ποιότητας κομμουνιστικής ισότητας. Επιχειρεί να παραμερίσει το ιδεολογικό υπόβαθρό της (την ανισότητα στις ατομικές ικανότητες, δηλαδή «τις φυσικές και ψυχικές δυνάμεις») με αλτρουιστικές υποθέσεις (περί γενναιόδωρης κοινωνικής απόκρισης) και υπεραισιόδοξες έως ακραίες ψυχοπαθολογικές προϋποθέσεις (που κυμαίνονται από την αφθονία αγαθών στην υψηλή πολιτιστική πειθαρχία από φυσιολογικά, όχι «άρρωστα και ανώμαλα» άτομα – προσφέροντας έτσι περιθώρια παρερμηνειών και εφαρμογής παρόμοιων χαρακτηρισμών σε διαφωνούντες), και με την προσθήκη από τον Τρότσκι στη φόρμουλα μιας άλλης ισότητας που δεν προσδιόρισε:
«Τα δύο μέρη αυτής της φόρμουλας είναι αξεχώριστα. “Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του”, με την κομμουνιστική, όχι την καπιταλιστική, έννοια, σημαίνει: Η εργασία έχει τώρα πάψει να είναι μια υποχρέωση, και έχει γίνει μια ατομική ανάγκη· η κοινωνία δεν χρειάζεται πια τον καταναγκασμό. Μονάχα άρρωστα και ανώμαλα πρόσωπα θα αρνηθούν να εργαστούν. Δουλεύοντας “σύμφωνα με την ικανότητά τους” - δηλαδή σύμφωνα με τις φυσικές και ψυχικές δυνάμεις τους, χωρίς να βιάζουν τον εαυτό τους - τα μέλη της κομμούνας, χάρη σε μια υψηλή τεχνική, θα γεμίζουν αρκετά τις αποθήκες της κοινωνίας, έτσι που η κοινωνία να μπορεί να δίνει γενναιόδωρα στον καθένα και σε όλους “σύμφωνα με τις ανάγκες τους”, χωρίς ταπεινωτικό έλεγχο. Έτσι, η κομμουνιστική αυτή φόρμουλα με τις δύο αξεχώριστες πλευρές, προϋποθέτει αφθονία, ισότητα, μια ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας, και μια υψηλή πολιτιστική πειθαρχία» (υπογραμμίσεις δικές μου) [32].
Μάλιστα, ο Λένιν σημειώνει ότι αυτό θα συμβεί,
«Όταν όλα τα μέλη της κοινωνίας, ή τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψηφία, έχουν μάθει να διοικούν το κράτος, έχουν  πάρει αυτό το έργο στα χέρια τους», ότι «οι άνθρωποι θα συνηθίσουν σταδιακά να παρατηρούν τους στοιχειώδεις κανόνες της κοινωνικής ζωής που είναι γνωστοί εδώ και αιώνες και επαναλαμβάνονται χιλιάδες χρόνια. Θα εξοικειωθούν παρατηρώντας τους, χωρίς βία, χωρίς εξαναγκασμό, χωρίς υποταγή, χωρίς τον ειδικό μηχανισμό εξαναγκασμού που ονομάζεται το κράτος», και ότι θα πρέπει να αφήνουμε «...εντελώς ανοικτό το ζήτημα των χρονικών περιόδων και των συγκεκριμένων μορφών που θα πάρει η απονέκρωση, γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία για να λύσουμε τα ζητήματα αυτά» [33].
Η υποκειμενικότητα, ασάφεια και χρονική απεραντοσύνη (το «εντελώς ανοικτό το ζήτημα των χρονικών περιόδων», που εύκολα μετατρέπεται σε μονιμότητα) υλοποίησης των προαναφερθεισών προϋποθέσεων για την επίτευξη της κομμουνιστικής ισότητας, δεν μας φωτίζουν επίσης και ως προς το πώς η απαιτούμενη ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας, και η υψηλή πολιτιστική πειθαρχία θα ξεπηδήσουν στους ανθρώπους με μεταβατικές ανισοδιανεμητικές σοσιαλιστικές πολιτικές.
Με δεδομένο ότι οι ανάγκες προκύπτουν και από τα διαθέσιμα εισοδήματα και πόρους η απόκτηση των οποίων σχετίζεται με την ανισότητα στις ικανότητες, ανισότητα υφίσταται, κατ’ επέκταση, και στην κοινωνική αξία και το περιεχόμενο των αναγκών μεταξύ των ατόμων. Αν δεχθούμε την ισχύ της ανισότητας στις ικανότητες, αυτή αναγκαστικά μετατρέπεται και σε πνευματική ανισότητα στις ανάγκες. Επομένως η αρχή της μαρξικής κομμουνιστικής ισότητας «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» είναι ουσιαστικά προσδιοριστική αρχή της υποτιθέμενης γενετικής ανισότητας μεταξύ των ατόμων. Κι αυτό γιατί εξαρτά τη διανομή του κοινωνικού προϊόντος σε κάθε άτομο και την ικανοποίηση των αναγκών του ανάλογα με τους έμφυτους περιορισμούς που υφίστανται μεταξύ των ατόμων. Επίσης, ο Μαρξ παρακάμπτει το γεγονός ότι η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής υπό καθεστώς άνισα αμειβόμενων ατομικών ικανοτήτων, δεν καταργεί την οικονομική εκμετάλλευση και το διαχωρισμό της πνευματικής από τη χειρωνακτική εργασία. Απλά τα αντικαθιστά με μια άλλη μορφή εκμετάλλευσης, πνευματική, εξουσιαστική και γραφειοκρατική.
Η άποψη του Μαρξ ότι τα άτομα είναι άνισα ως προς τις υποτιθέμενες εγγενείς ικανότητές τους (ορισμένα άτομα έχουν λιγότερες ικανότητες και άλλα περισσότερες και άρα είναι ικανότερα για πιο σύνθετες εργασίες) είχε σημαντικές παρενέργειες. H επιχειρηθείσα από τους κλασικούς του μαρξισμού πολιτική υλοποίηση της άνισης χρονικής αποτίμησης της απλής και της σύνθετης εργασίας [16], συνέβαλλε στην εμφάνιση της κομματικής γραφειοκρατίας (μαζί με τον συγκεντρωτισμό και την έλλειψη πραγματικής εσωκομματικής δημοκρατίας), στη διάκριση μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής  εργασίας (ανώτερη και κατώτερη) και στην ανισόμετρη μισθολογική αποτίμησή τους στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, έως και στη διαστρεβλωμένη συνταγματοποίηση της μαρξικής κομμουνιστικής ισότητας, όπως διατυπώθηκε από τον Στάλιν: «από καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με την εργασία του» [34]. Ο Τρότσκι θα στηλιτεύσει αυτή τη Σταλινική αρχή ως «εγγενώς αντιφατική, για να μην πούμε παράλογη» παραμόρφωση της Μαρξικής αρχής της κομμουνιστικής ισότητας «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», αλλά και απόδειξη «...όχι μόνο για τον ξεπεσμό του θεωρητικού επιπέδου των νομοθετών, αλλά και για το ψέμα με το οποίο, σαν ένας καθρέφτης του κυρίαρχου στρώματος, είναι διαποτισμένο το νέο σύνταγμα.» [32].
Οι υποκειμενικά προσδιοριζόμενες και υπό υποκειμενικές προϋποθέσεις εφαρμοζόμενες μαρξικές αρχές της ίσης κατανομής του κοινωνικού πλούτου «σύμφωνα με τις ατομικές ικανότητες» και «με ίσο μέτρο την εργασία», δεν άργησαν να μετατρέψουν την πρώην ΕΣΣΔ, όπως παραδέχθηκε και ο Λένιν, σε ένα «εργατικό κράτος με γραφειοκρατική διαστρέβλωση» [35]· ένα σοσιαλιστικό, κατ’ όνομα, σύστημα που κατέρρευσε εκ των ένδον στα πρώην ανατολικά καθεστώτα, και που υφίσταται στην Κίνα ολοκληρωτικά στρεβλωμένο και οδεύον ολοταχώς προς τον καπιταλισμό.
Οι προαναφερθείσες αναντιστοιχίες στις υποθετικές ανισότητες στις ατομικές ικανότητες, στην τελεολογία του ιστορικού υλισμού, του ρόλου του προλεταριάτου, της αφθονίας αγαθών, της προβληματικής αποτίμησης της ατομικής εργασιακής συνεισφοράς και των υποκειμενικών και αβέβαιων προϋποθέσεων μεταμόρφωσης των ατόμων σε ενσυνείδητες κομμουνιστικές προσωπικότητες, εμπόδισαν τους κλασικούς του μαρξισμού να προσδιορίσουν τα ηθικά πρότυπα μιας ουσιαστικής κομμουνιστικής ισότητας για άμεση εφαρμογή. Πίστευαν ότι η ιστορική αλλαγή θα δώσει τις σωστές απαντήσεις για το εφικτό του περιεχομένου της μαρξιστικής ισότητας. Το μόνο που ζητείται από τα άτομα είναι να είναι έτοιμα για πολιτική δράση όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία. Πολιτικά σχέδια, ηθικά ιδανικά, βασικά δικαιώματα, επανεξέταση της μαρξικής ισότητας αποφεύγονται ως ουτοπικές πολυτέλειες και σοσιαλιστικοί αναθεωρητισμοί. Το ξεπέρασμα των ορίων της μαρξικής ισότητας θα πρέπει να είναι στην καρδιά του μαρξιστικού προβληματιασμού για μια επαναστατική αριστερά. Μπορεί να γίνει με το πάντρεμα του Μαρξισμού με τις σύγχρονες θετικές επιστήμες, ιδιαίτερα τις βιολογικές, για τον επαναπροσδιορισμό της ιδεολογικής βάσης και του περιεχομένου της κομμουνιστικής ισότητας και τη μετεξέλιξή της σε ισότητα άνευ όρων.
 
 « D'où venons-nous ? Que sommes-nous ? Où allons-nous ? » Paul Gauguin, 1898

Για μια νέα ιδεολογική βάση και περιεχόμενο της σοσιαλιστικής ισότητας
Ο Μαρξ απέρριπτε τις κατηγορίες ότι έγραφε «συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος» [36]. Επομένως, και η αντίληψή του για την ισότητα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αδιαμφισβήτητη ιδεολογική συνταγή, ιδιαίτερα όταν η εφαρμογή της από τους κλασικούς του μαρξισμού και τους μεταγενέστερους πολιτικούς εκφραστές του υπήρξε ανεπιτυχής.
Όπως δείχθηκε προηγουμένως, η οικονομική αξιοκρατική λογική της ισότητας με βάση τις ατομικές ικανότητες διακατέχει τη σκέψη του Μαρξ και των κλασικών του Μαρξισμού για τον πρώιμο κομμουνισμό. Οι όροι «ισότητα», «ανισότητα», «ίσος, «άνισος», ιδιαίτερα σε σχέση με τον Μαρξικό όρο «προικοδότηση» (κληροδότημα), προϋποθέτουν μέτρηση ποσοτική, με ένα «μέτρο», μια ανθρώπινη επινόηση, κοινωνική σύμβαση. Για την ισότητα στον πρώιμο κομμουνισμό, ο Μαρξ θέτει ως μέτρο την ένταση (μη μετρήσιμη) και τη διάρκεια (μετρήσιμη) της εργασίας. Για την ισότητα στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό (σε αφθονία αγαθών), θέτει ως μέτρο την ικανοποίηση (μη μετρήσιμη) των ατομικών αναγκών, που θα είναι άνισες και μετρήσιμες ως σχετιζόμενες σε μεγάλο βαθμό με τις γενετικά προερχόμενες (συνεπώς μετρήσιμες) άνισες ατομικές ικανότητες.
Ο Antonio Gramsci (1891 -1937), ένας από τους σημαντικότερους Μαρξιστές στοχαστές στον 20ο αιώνα, δείχνει να αποκλίνει από την Μαρξική αντίληψη της ισότητας. Στα Τετράδια της Φυλακής, ο Gramsci αναφέρει τη βιολογική επιστήμη («... που επιβεβαιώνει τη “φυσική” (ψυχο-φυσική) ισότητα όλων των επιμέρους στοιχείων του ανθρώπινου "είδους"· όλοι γεννιούνται με τον ίδιο τρόπο, κ.λπ.») μεταξύ των συντελεστών δημιουργίας της αίσθησης της (βιολογικής) ισότητας στους ανθρώπους [37].
Μια πραγματική κομμουνιστική ισότητα μπορεί να διαφοροποιηθεί πλήρως από την αστική ισότητα μόνο αν προσδιοριστεί στο περιεχόμενό της χωρίς προϋποθέσεις για όλα τα άτομα, ανεξαρτήτως των φαινομενικών διαφορών τους στις ικανότητες. Μια τέτοια ισότητα είναι εφικτή επειδή βασίζεται στην αρχέτυπη κοινωνιο-βιολογική ισότητα μεταξύ όλων των ανθρώπων. Επομένως, έχει επιστημονική θεμελίωση και δεν είναι ένας αφύσικος στόχος ασύμβατος με την ανθρώπινη φύση [38]. Από το 1985, οι καθηγητές του Harvard Richard Levins (πληθυσμιακός γενετιστής) και Richard Lewontin (εξελικτικός βιολόγος και γενετιστής) είχαν συμπεράνει ότι «γεννιόμαστε ως άγραφος πίνακας στον οποίο η κοινωνία γράφει το μήνυμά της» [39]. Οι ανισόμετρες επιρροές του καπιταλισμού που ασκούνται διαρκώς επί του ατόμου, ακόμα και από τη στιγμή της σύλληψής του, είναι αυτές που κυρίως προκαλούν τις φαινομενικές διαφορές στις ικανότητες μεταξύ των ανθρώπων. Και είναι η προβαλλόμενη από τον καπιταλισμό γενετική τους προέλευση που αιτιολογεί ‘επιστημονικά’ την ιδεολογία του ατομικισμού (ο γενετικός προκαθορισμός της πολιτικο-οικονομικής θέσης κάθε ατόμου), όπως έχει διατυπωθεί κυνικά από τη Margaret Thatcher (πρώην πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου): «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η κοινωνία. [...]. Υπάρχουν άνδρες και γυναίκες και υπάρχουν οικογένειες ... » [40].
Οι έννοιες “ατομικότητα” κι “εγώ” αποτελούν μια παραμόρφωση της πραγματικότητας όπως την αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας, ιδιαίτερα στον καπιταλισμό. Η ύλη της οποίας αποτελούμε μέρος είναι ένα ενιαίο όλον αναφορικά με την ενιαία υποατομική προέλευσή της. Συνακόλουθα, ισοδυναμία υφίσταται μεταξύ των διαφορετικών στοιχειακών/μοριακών εκδηλώσεων της ύλης στο βιοχημικό/βιολογικό (κύτταρα/οργανισμοί), στο εγκεφαλικό-λειτουργικό και στο εξ όλων αυτών επηρεαζόμενο κοινωνικό επίπεδο. Επομένως, η ιδέα της ισότητας, όπως και της ελευθερίας, δεν αποτελεί κοινωνική παραχώρηση προς το άτομο αλλά είναι οικουμενικό γνώρισμα της ζώσας ύλης, τουλάχιστον στη Γη. Η βιολογία, αλλά και η φυσική, έρχονται λοιπόν να επιβεβαιώσουν τον Έλληνα σοφιστή Αντιφώντα 2,5 χιλιάδες χρόνια αργότερα.
Η κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων είναι πνευματική, μη μετρήσιμη και ανεξάρτητη της βιολογικής δομής (φυσιολογικής ή μη) του ατόμου και των φάσεων εξέλιξης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Το περιεχόμενό της εδράζεται στον ανθρώπινο εγκέφαλο ο οποίος είναι αναπτυξιακά ισοδύναμος σε όλα τα  βιολογικώς (εκ γενετής) φυσιολογικά άτομα ανεξαρτήτως φύλου ή εθνότητας. Όπως έχει δειχθεί διεξοδικά, η διανοητική ανάπτυξη του ανθρώπινου εγκεφάλου διαμορφώνεται δυναμικά λόγω της απεριόριστης βιοχημικής ευπλαστότητάς του, που βασίζεται σε ένα γενετικό υπόστρωμα κοινό για όλους τους ανθρώπους. Αυτή η ευπλαστότητα διαμορφώνει τις διανοητικές εγκεφαλικές λειτουργίες, κυρίως μετά την γέννηση, ως απόκριση στη διαρκή - και διαφορετική σε κάθε άτομο - επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος και ποικίλων βιοχημικών παραγόντων (π.χ. θρεπτικές ουσίες τροφών, τοξικά χημικά και οι “επιγενετικές” αλλαγές που προκαλούν στο ανθρώπινο γονιδίωμα, κ.λπ.), και όχι από αμετάβλητους έμφυτους παράγοντες (στάμπες χαρισμάτων) όπως τα ανύπαρκτα γονίδια “ευφυΐας”, “ταλέντων” κ.λπ. [5, 18-22, 24, 26, 39].
Τα άτομα έχουν πεπερασμένες διανοητικές δυνατότητες για να συλλαμβάνουν το σύνολο των περίπλοκων συνιστωσών της κοινωνίας στη διάρκεια της ζωής τους. Κάθε άτομο αναπτύσσει ένα διαφορετικό από άλλα άτομα και απροσδιόριστο σύνολο ικανοτήτων. Τα άτομα μπορούν να αντιλαμβάνονται μόνο ορισμένες από τις συνιστώσες του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, κυρίως συνδεόμενες με τα δικά τους κοινωνικά μικροπεριβάλλοντα, που κατεξοχήν τους επηρεάζουν στην ανάπτυξη των δικών τους ικανοτήτων. Η δε διεύρυνση αυτών των ικανοτήτων στον μέγιστο δυνατό βαθμό, εξαρτάται από χρονικά και τοπικά ανισόμετρες και μεταβαλλόμενες κοινωνικές και προσωπικές επιρροές. Αυτές ασκούνται στα άτομα από τις διαχεόμενες κοινωνικές πληροφορίες και γνώσεις, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο και τους στόχους των υφιστάμενων εκπαιδευτικών και πολιτισμικών αξιών. Επιπλέον, οι φαινομενικά διαφορετικές ατομικές ικανότητες είναι αποτέλεσμα απρόβλεπτων μικροπεριβαλλόντων που εν δυνάμει εμφανίζονται, αναπτύσσονται, μεταλλάσσονται ή αντικαθίστανται από άλλα. Όλα αυτά επηρεάζουν με διαφορετικούς και απρόβλεπτους τρόπους τη μεγιστοποίηση των - δυνητικά ισοδύναμων σε όλους τους ανθρώπους – συνδυαστικών διανοητικών ικανοτήτων του ανθρώπινου εγκέφαλου. Αυτό αντανακλά στο είδος και αριθμό των δημιουργούμενων ατομικών ικανοτήτων, αλλά και στην ικανότητα των ατόμων να αντιμετωπίζουν τους περιορισμούς των ανθρώπινων αισθητηρίων οργάνων στην αναγνώριση ή παραμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Στις ίδιες περιβαλλοντικές επιρροές και αίτια διαμόρφωσης υπόκεινται και οι ατομικές ανάγκες, καθότι προσαρμόζονται, εξαρτώνται, υπηρετούν και ικανοποιούνται κυρίως τις ατομικές ικανότητες.
Επειδή το διανοητικό περιεχόμενο της ισότητας εκδηλώνεται ως μια απεριόριστη ποικιλία μορφών ικανοτήτων, είναι άκρως υποκειμενική η ατομική αποτίμησή του με το μαρξικό μέτρο της ίσης εργασίας. Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι οι ικανότητες μπορούν να αξιολογηθούν με βάση τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, η ποσοτικοποίησή τους δεν θα ήταν εφικτή διότι το διανοητικό τους περιεχόμενο εκδηλώνεται επίσης εσωτερικά. Το ενδεικτικό παράδειγμα της αποκάλυψης, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, των κρυφών εκπληκτικών διανοητικών δυνατοτήτων του περίφημου αστροφυσικού Stephen Hawking, καταδεικνύει το αδύνατο της ποσοτικής αξιολόγησης των ατομικών δεξιοτήτων και ικανοτήτων.
Από όλα αυτά συνάγεται ότι οι ικανότητες ενός ατόμου δεν μπορούν να αξιολογούνται αντικειμενικά ως περισσότερο ή λιγότερο κοινωνικά χρήσιμες από κάποιων άλλων ατόμων. Επομένως, το πολυσύνθετο σύνολο των επίκτητα αναπτυσσόμενων πολυποίκιλων ικανοτήτων, που διαφέρει από άτομο σε άτομο, θα πρέπει να θεωρείται ισοδύναμο σε μια υπό δυναμική εξέλιξη κομμουνιστική κοινωνία. Επιπλέον, δεν υφίσταται αντικειμενικός τρόπος ισόμετρης συγκριτικής αποτίμησης των ειδικών και των απλών εργασιών ως προς τις αντιστοιχούσες διανοητικές ικανότητες. Κύριοι λόγοι είναι ότι το εντατικό και χρονοβόρο σκέλος της σύνθετης εργασίας το έχει αναλάβει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής (π.χ. αρχιτεκτονικά, μηχανολογικά σχέδια, ηλεκτρονική βιβλιογραφική υποστήριξη ερευνητικών και συγγραφικών δραστηριοτήτων κ.α.), και ότι η έρευνα και η παραγωγή απαιτούν πλέον συλλογική εργασία. Συνεπώς, το πρότυπο ίσης εργασίας στη Μαρξιστική ισότητα (του πρώιμου κομμουνισμού) είναι άκυρο για την αποτίμηση της απλής και σύνθετης εργασίας σε αντιστοιχούσα εργασιακή ποσότητα, ένταση, ποιότητα και χρόνο. Επιπρόσθετα, οι προσωπικές ανάγκες (στον πρώιμο και ανεπτυγμένο κομμουνισμό) θα πρέπει να εναρμονίζονται με την - ισοδύναμη για όλα τα άτομα - ανθρώπινη φύση, αντί με προσωπικούς και εφήμερους στόχους, κυρίως, σχετιζόμενους με προσωπικές ικανότητες. Υπό αυτό το πρίσμα, η κομμουνιστική ισότητα μπορεί να υφίσταται μόνο χωρίς προϋποθέσεις, και ανεξαρτήτως σταδίων της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Ιδεολογικός πυρήνας της κομμουνιστικής ισότητας χωρίς όρους είναι η αδιαπραγμάτευτη αρχή της δυνητικής εγγενούς διανοητικής ισότητας μεταξύ ατόμων. Συνέπεια αυτού είναι η ουσιαστική (και όχι διαταγματική) κατάργηση των διαχωρισμών μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, ανδρικών και γυναικείων ικανοτήτων και απασχολήσεων, μεταξύ οικοκυρικής και άλλων ειδών κοινωνικής προσφοράς κ.α. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ισότητας τα άτομα αναπτύσσουν και αξιοποιούν ποικίλες ικανότητες προς όφελος της κοινωνίας για ισότιμες δραστηριότητες όπως προσωπική εργασία, φροντίδα σπιτιού, ανατροφή τέκνων κ.λπ., ή διάφορες γενικότερες κοινωνικές ενασχολήσεις και συνεισφορές. Επίσης, η μεγιστοποίηση των ατομικών πνευματικών ικανοτήτων προκύπτει αναγκαστικά ως μόνο κίνητρο άμιλλας μεταξύ πνευματικά ισότιμων ατόμων, προκειμένου το ατομικό να νοηματοδοτείται από το κοινωνικό όφελος. Κι αυτό, διότι κανένας πλέον δεν θα έχει λόγο να προσπαθεί να αποδεικνύει ότι είναι πνευματικά άρα και μισθολογικά ανώτερος από κάποιον άλλο. Έτσι, οι ανταγωνιστικές διαιρετικές αντιλήψεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ατόμων που πιστεύουν στη μοναδική γενετική αξία των ικανοτήτων τους δεν θα έχουν νόημα ύπαρξης, όπως και τα αντίστοιχα μισθολογικά/εισοδηματικά ανταγωνιστικά κίνητρα.
Στο επίπεδο των υλικο-πνευματικών κοινωνικών αγαθών, η κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων θα πρέπει να υλοποιείται με την ισότιμη κατανομή τους μεταξύ όλων των παραγωγών, με στόχο την ολόπλευρη ανάπτυξη της ανθρώπινης φύσης. Εφόσον η εργασία στην κομμουνιστική κοινωνία οφείλει να έχει μόνο κοινωνικό περιεχόμενο και να αποσκοπεί στην ανάδειξη και ανάπτυξη της συνεργατικής και της συλλογικής ατομικότητας, κάθε παραγωγική μορφή της θα πρέπει να θεωρείται κοινωνικά ισοδύναμη και ισότιμη μεταξύ των ατόμων. Στον κομμουνισμό παραγωγική εργασία είναι κάθε οικειοθελής προσωπική δραστηριότητα που ωφελεί έμμεσα ή άμεσα την κοινωνία. Δεν περιλαμβάνει δραστηριότητες του ατόμου για την ικανοποίηση των ατομικών αναγκών (χόμπι κ.λπ.), παρά μόνο εκείνες που είναι επίσης επωφελείς για την κοινωνία. Για εργασία μεγαλύτερης έντασης από άλλες, ο αριθμός των συμμετεχόντων εργαζόμενων θα αυξάνει αναλογικά. Ανεξαρτήτως έντασης και απαιτούμενων προσωπικών ικανοτήτων για την εκτέλεσή της, η εργασία (απλή ή σύνθετη) αποτιμάται με ίδιο μέτρο τη χρονική διάρκεια (ανεξαρτήτως σταδίων προς ανεπτυγμένο κομμουνισμό), και με ίση συνολική χρονική διάρκεια (π.χ. μηνιαία) για όλες τις μορφές εργασίας, έτσι ώστε όλα τα άτομα να έχουν τον ίδιο ελεύθερο χρόνο. Αυτό το μέτρο δεν αποτελεί και μέτρο της κομμουνιστικής ισότητας, διότι αυτή είναι ηθική καθώς και άνευ όρων αρχή. Η εργασία δεν θα αποτιμάται μισθολογικά στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό (στον πρώιμο αυτό ενδέχεται να γίνεται, και μέχρι την οριστική εξάλειψη του χρήματος), αλλά με τρόπους και μέσα καθορισμένα με κοινωνική συμφωνία (π.χ. με πιστοποιητικό διανομής/ανταλλαγής).
Σε αντίθεση με τον Μαρξ, που θεωρεί ότι στοιχεία του αστικού δικαίου κι επομένως και η ανισότητα των μισθών θα διατηρηθούν ακόμη και κατά τη μεταβατική περίοδο προς τον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, ο Καστοριάδης θεωρεί ότι η άμεση εξίσωση των μισθών και των εισοδημάτων κάθε φύσης είναι απόλυτη προϋπόθεση για τη θεμελίωση και την ομαλή λειτουργία μιας κομμουνιστικής κοινωνίας διότι η ιεραρχία (δηλ. ανισότητα) στην εξουσία εκδηλώνεται, παγιώνεται, αυτοτροφοδοτείται και αντικατοπτρίζεται επίσης ως «ιεραρχίες εισοδημάτων και κοινωνικής θέσης» [41]. Στο αμεσοδημοκρατικό μοντέλο του Καστοριάδη όλες οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων εκτελούνται από τους ενδιαφερομένους, και η «διαρκής επιλεξιμότητα και ανακλητότητα των αντιπροσώπων» είναι απόλυτη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της κομμουνιστικής κοινωνίας. Άλλες εξίσου σημαντικές προϋποθέσεις είναι η «συστηματική προσπάθεια για τη συλλογή και τη διάδοση πληροφοριών [connaissance] σχετικά με την κοινωνική πραγματικότητα» σε όλους τους πολίτες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική συλλογική διαβούλευση και η «απόλυτη ισότητα μισθών» [41].
Η εξίσωση όλων των μισθών και των εισοδημάτων είναι ένα απ’ τα πρώτα μέτρα που θα πρέπει να πάρουν τα λαϊκά συμβούλια σε περίπτωση κοινωνικής μετατροπής,
«Έτσι που αυτό το μέτρο δεν θα είναι μακρινό αποτέλεσμα, αλλά αρχικό μέσον για να καταργηθεί, να κοπεί σύρριζα η “οικονομική” ή “οικονομιστική” νοοτροπία, αυτή που μας κάνει να θέλουμε περισσότερα απ’ τους άλλους, ή να θέλουμε να πάρουμε την τάδε θέση για να πάρουμε περισσότερο απ’ τους άλλους […]. Ο οικονομικός ανταγωνισμός μέσα στην κοινωνία υπάρχει επειδή, και έχει σαν προϋπόθεση το ότι, οι κοινωνικοί θεσμοί αντικειμενικά επιτρέπουν την οικονομική ανισότητα, και το σύστημα αξιών το καθιερωμένο αξιολογεί θετικά αυτούς που “έχουν»” ή “κερδίζουν” και αρνητικά τους άλλους […]. Εκείνο που χρειάζεται είναι να γίνει η ιδέα “Εγώ κερδίζω περισσότερα από σένα”, τόσο γελοία όσο και η ιδέα: “Εγώ είμαι καλύτερος από σένα γιατί η προγιαγιά μου κοιμήθηκε με το Βασιλιά που έκανε τον προπάππου μου Βαρόνο”» [31].
Όμως, η μισθολογική/εισοδηματική ισότητα του Καστοριάδη («...μέχρι να γίνει εφικτή η κατάργηση του χρήματος» [42]) είναι ανεφάρμοστη χωρίς τη διεύρυνση του ιδεολογικού πλαισίου της αλλά και του προσδιορισμού κατάλληλων αξιακών κινήτρων διατήρησής της. Η “οικονομιστική” νοοτροπία στα άτομα δεν καταργείται μόνο με την κατάργηση των κοινωνικών θεσμών και των αξιών τους που διαιωνίζουν την οικονομική ανισότητα. Επίσης, απαιτεί την εξάλειψη της αντίληψης σχετικά με την ύπαρξη εγγενών πνευματικών ανισοτήτων μεταξύ των ατόμων, η οποία είναι η κύρια αιτία όλων των οικονομικών ανταγωνιστικών κινήτρων και μορφών ανισότητας που διαιρούν τους ανθρώπους. Αν αυτή η αντίληψη δεν διαχωριστεί από την Καστοριαδική μισθολογική/εισοδηματική ισότητα, αναπόφευκτα θα δημιουργεί συναισθήματα αδικίας στα άτομα εκείνα που πιστεύουν ότι οι έμφυτες ικανότητές τους θα είναι πάντα ανώτερες από των άλλων ατόμων και θα πρέπει να αξιολογούνται αντίστοιχα ως έχουσες τελεολογική γενετική βάση.
Η ίση κατανομή των υλικο-πνευματικών πόρων είναι επίσης απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική ισότητα στην πιο απόλυτη μορφή της, όπως σημειώνεται και από τον Γκράμσι: «Όμως η ιδέα ότι η πλήρης και τέλεια πολιτική ισότητα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς οικονομική ισότητα [...] παραμένει σωστή..» [43]. Στην ουσία, πραγματική ισότητα υφίσταται μόνο όταν τα άτομα έχουν ίση ενεργητική και αποτελεσματική (όχι απλά συνταγματικά κατοχυρωμένη) ευκαιρία να συμμετέχουν στην πολιτική διαχείρισή της κοινωνίας τους. Δεν αρκεί τα άτομα να ψηφίζουν αλλά θα πρέπει να είναι ενήμερα για το τι αποφασίζεται. Αυτό προϋποθέτει ότι τα άτομα διαθέτουν αποτελεσματική ικανότητα να κρίνουν, κάτι που συνεπάγεται τόσο την πρόσβαση σε ολόπλευρη παιδεία και τη διάθεση απαραίτητου χρόνου για ενημέρωση και προβληματισμό, όσο και την ισότιμη συμμετοχή στην οικονομία και την πολιτική. Μια τέτοια ισότητα μπορεί να ανθίσει μόνο σε αυτοδιαχειριζόμενες κοινωνίες, όπου τα μέλη τους είναι πεπεισμένα ότι συμμετέχουν ισότιμα.
Η κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων είναι προσδιοριστική και του πνευματικού περιεχομένου της. Στόχος της δεν μπορεί να είναι απλά η καλή διατήρηση της βιολογικής φύσης του ανθρώπου αλλά η εξυπηρέτηση εκείνων των προσωπικών αναγκών που προάγουν την πληρότητα της πνευματικής φύσης του, της ευημερίας του γενικότερα. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν ισότιμη πρόσβαση στους πόρους και σε όλα τα υλικά και πνευματικά μέσα που προάγουν την ευημερία τους. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι θα είναι και ίσοι και ως προς το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής ευημερίας, που οφείλει να είναι κατά βάση πνευματικό. Απαιτεί ότι η πνευματική καλλιέργεια που προωθείται από την κοινωνία θα είναι τέτοια, που, σε συνδυασμό με την κατάργηση του χρήματος, εμποδίζει τη μετατροπή των υλικών πόρων σε καταναλωτικά αγαθά και ως εκ τούτου σε ψευδείς ανάγκες απόκτησης υλικής ευημερίας. Βέβαια, το υλικό επίπεδο των σοσιαλιστικών κοινωνιών θα είναι εκείνο που θα θέτει τα όρια των μέσων (και τη διαθεσιμότητά τους) για την άνθηση του συνόλου των πολιτών, και θα διασφαλίζει ότι αυτά μπορεί να περιορίζονται προκειμένου να προηγούνται τα άμεσης ανάγκης μέσα ευζωίας (π.χ. υγειονομική περίθαλψη).
Η κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων δεν ταυτίζεται με τις εκχυδαϊσμένες εξισωτικές αντιλήψεις κατά της ατομικής διαφορετικότητας και υπέρ της εξυπηρέτησης των ατομικών αναγκών με ταυτόσημους τρόπους και μέσα. Αποδέχεται τις φαινομενικές διαφορές στις ικανότητες, όπως και το δικαίωμα σε αυτές τις διαφορές. Όμως, η διαφορά δεν ταυτίζεται με την ανισότητα, ούτε η ισότητα με την ομοιομορφία. Εξάλλου, οι διαφορές στα άτομα συμπληρώνουν η μία την άλλη κι επομένως δεν επιτρέπεται να τις διακρίνουμε (εμείς ως κοινωνικά και πολιτικά όντα) σε “ανώτερες” και “κατώτερες”. Εντούτοις, η ισότητα στη διαφορά που προτάθηκε από τον Αμερικάνο φιλελευθεριακό σοσιαλιστή φιλόσοφο Murray Brookchin ως «ισότητα των άνισων που δεν αρνείται το δικαίωμα στη ζωή από εκείνους των οποίων οι δυνάμεις αποτυγχάνουν ή είναι λιγότερο ανεπτυγμένες απ’ ό,τι άλλων» [44], εφόσον δεν διασαφηνίζει την  προέλευσή τους (γενετική ή όχι) ενδέχεται να εκφυλιστεί σε φιλανθρωπική ισότητα για τους αδύναμους, απροστάτευτους από γενετικό στιγματισμό και με μειωμένη αυτοεκτίμηση.
Από το άλλο μέρος, εξυπηρέτηση των προσωπικών αναγκών με ταυτόσημους τρόπους και μέσα δεν μπορεί να υφίσταται διότι οι επιλογές των υλικο-πνευματικών αγαθών και μέσων από τα άτομα για την επίτευξη της ευημερίας τους έχει και υποκειμενικές διαστάσεις. Δηλαδή, η αντίληψη της ευημερίας εξαρτάται και από την αξία των αγαθών, υλικών και πνευματικών, όπως την βιώνει κάθε άτομο ξεχωριστά. Η εμπειρία ενός ατόμου από κάποιο αγαθό μπορεί να αποτιμάται ως αρνητική ενώ κάποιου άλλου ατόμου ως θετική για την ευημερία του. Σε αντιστάθμισμα, μια σοσιαλιστική κοινωνία θα πρέπει να ενθαρρύνει και να διαμορφώνει προτιμήσεις για ατομικές επιδιώξεις και δραστηριότητες που διέπονται από αξίες συμβατές με αυτοδιαχειριστικές δραστηριότητες και στόχους. Παράλληλα, θα πρέπει να προωθεί μια ποικιλία πηγών ανθρώπινης ευημερίας για να μπορούν τα άτομα να τις επιλέγουν αξιολογώντας διαφορετικούς τρόπους ζωής. Εξάλλου, η κομμουνιστική κοινωνία είναι επίσης μια κοινωνία πολύπλευρης πνευματικής άνθησης. Ο Μαρξ σημείωσε ότι ο κάθε άνθρωπος θα έχει τη δυνατότητα «...να πηγαίνει για κυνήγι το πρωί, για ψάρεμα το μεσημέρι, να εκτρέφει αγελάδες το απόγευμα, και να είναι κριτικός το βράδυ» [45].
Πλήρης πνευματική ανάπτυξη (κοινωνικοπολιτική) σε βιολογικώς φυσιολογικά άτομα μπορεί να υφίσταται και να διατηρείται μόνο σε συνθήκες κομμουνιστικής ισότητας άνευ όρων, όπου η ατομικότητα αναγνωρίζεται και αποκτά πνευματική αξία μεταξύ κοινωνικοποιημένων ατόμων μέσα από διαρκή συνεργατική δημιουργική επικοινωνία και αμαλγαματοποίηση προσωπικών και συλλογικών εμπειριών. Σε αντιδιαστολή, ο καπιταλισμός δημιουργεί (και θα το κάνει ακόμα και σε υπολειπόμενη κατάσταση) ατομικιστικές αλληλεπιδράσεις (σχέσεις ανταγωνισμού, εξουσίας, μίσους κ.λπ.) και διάφορες μορφές κοινωνικού απομονωτισμού (λόγω π.χ. κοινωνικο-ταξικών και εργασιακών ιεραρχιών, ανεργίας, χρήσης ναρκωτικών κ.λπ.), που διαστρεβλώνουν την κοινωνική πραγματικότητα, λιπαίνουν αντικοινωνικές ιδεολογίες και προκαλούν ψυχικές διαταραχές ακόμα και στο βιολογικό πλαίσιο της εγκεφαλικής λειτουργίας. Τα άτομα χειραγωγούνται να αλληλεπιδρούν υποσυνείδητα με τη στρεβλή εικόνα της κοινωνίας με μεταφυσικά (π.χ. γιόγκα, θρησκείες), καταναλωτικά και άλλα υποκατάστατα επικοινωνίας (π.χ. κοινωνική διαδικτύωση, κινητά τηλέφωνα), με τα οποία αποκτούν ψευδή αίσθηση αυτοεκτίμησης, υπεροχής, ατομικότητας κ.λπ.
Η κομμουνιστική ισότητα θα πρέπει να εγγυάται στα άτομα όχι μόνο την πρόσβαση στην ευημερία για μια ολοκληρωμένη ζωή, αλλά και τις δυνατότητες για μια τέτοια ζωή. Θα αποτελούσε ασήμαντο ιδανικό να έχει ο άνθρωπος απλώς την δυνατότητα να κυνηγά το πρωί και να γίνεται κριτικός θεάτρου μετά το δείπνο, αν αισθάνεται ότι π.χ. δεν συναποφασίζει ισότιμα για τις λειτουργικές και εξελικτικές διεργασίες της κοινωνίας του. Επιπλέον, μια κομμουνιστική κοινωνία ισότητας δεν θα πρέπει να επιβάλλει πρότυπα ευημερίας. Για παράδειγμα, δεν θα αισθανόταν καλά κάποιος αν συνάδελφοί του τον εξανάγκαζαν να συμμετέχει σε προκαθορισμένες δραστηριότητες όσο αγνές κι αν ήταν οι προθέσεις τους. Ένα άλλο στοιχείο της κομμουνιστικής ισότητας είναι να παρέχει στα άτομα τις δυνατότητες για την πραγματοποίηση δραστηριοτήτων της συνειδητής επιλογής τους. Εντούτοις, ενώ οι επιλογές συμβάλλουν στην ισότιμη ευημερία, μόνο αυτές που πραγματικά την προάγουν είναι ζωτικές για την ισότητα των ανθρώπων.
Μια κομμουνιστική κοινωνία ισότητας θα πρέπει να ξεπερνά τα όποια προβλήματα οφείλονται σε λανθασμένες ατομικές επιλογές. Αν τα άτομα αναλάμβαναν όλο το βάρος μιας λανθασμένης απόφασης το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα θα ήταν η επιστροφή στην ταξική κοινωνία. Τα μέλη μιας αυτοδιαχειριζόμενης κομμουνιστικής κοινωνίας θα πρέπει να προβλέπουν, να διερευνούν, να διαλέγονται και να συναποφασίζουν για την αντιμετώπιση των λανθασμένων ατομικών επιλογών. Ειδάλλως, τα άτομα δεν θα μαθαίνουν να κάνουν τις σωστές επιλογές, θα είναι απρόθυμα να επιλέγουν αγαθά ουσιαστικής, έμμεσης και μακροπρόθεσμης ωφέλειάς τους, και οι αποφάσεις τους δεν θα χαρακτηρίζονται από συναδελφικότητα και υπευθυνότητα έναντι των συμπολιτών τους.
 
Συμβατότητα Μαρξισμού και κομμουνιστικής ισότητας άνευ όρων
Η ισότητα σε μια δίκαιη κοινωνία επιβάλλεται ως ηθική αρχή. Ωστόσο, ο Μαρξ τείνει να αποφεύγει σαφείς θεωρητικολογίες επί ηθικών αρχών, θεωρώντας ανάλογες επιχειρηματολογίες ως ιδεολογική σκόνη στα μάτια των εργατών από τους υπερασπιστές του καπιταλισμού. Εντούτοις, ο Μαρξισμός δεν είναι εντελώς ηθικά ξεπερασμένος δεδομένου ότι η κριτική του για την ανισότητα αφορά και στην αλλοτρίωση και τη αποξένωση των ατόμων. Ο Μαρξ αναφέρεται όχι μόνο στην αδικία όσων αντιμετωπίζουν δεινά ενώ κάποιοι άλλοι όχι, αλλά και στην παραμόρφωση των ηθικών αξιών που τα δεινά προκαλούν, κάνοντας έμμεση αναφορά στην ιδέα για μια καλή ζωή που οι άνθρωποι δικαιούνται να ζήσουν. Η οικονομική ανισότητα δεν μπορεί να είναι αποδεκτή γιατί υποβαθμίζει τον άνθρωπο υπό την έννοια ότι του στερεί την αξιοπρέπεια, την αυτοδιάθεση, τη δυνατότητα να αναπτύξει τις προτιμήσεις του, και τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικές διαδρομές για την ευημερία. Η αντίληψη του Μαρξ για την εκμετάλλευση επικεντρώνεται στην αδικία ορισμένων που έχουν περισσότερο πλούτο απ’ ό,τι άλλοι, η οποία ασκείται με την ιδιοποίηση του προϊόντος της εργασίας των εργατών από τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Δηλαδή, το ηθικό επιχείρημα της εκμετάλλευσης στον Μαρξ συνδέεται με  την επίδραση της αλλοτρίωσης και της ανισότητας στη δυνατότητα των ανθρώπων να ζουν καλά [9]. Ο κομμουνισμός για τον Μαρξ, σύμφωνα με τον Αυστριακό Μαρξιστή κοινωνικό φιλόσοφο Max Alder (1873-1937), δεν θα συμβεί επειδή δικαιολογείται ηθικά αλλά επειδή έχει αιτιακή προέλευση, που συνιστά ταυτόχρονα και ηθική δικαίωσή του [46].
Το έργο του Μαρξ δεν περιέχει κάποια κανονιστική ηθική θεωρία για τη δικαιοσύνη και την ισότητα παρότι ο ίδιος τα διαπραγματεύεται περιστασιακά στο πλαίσιο της οικονομικής κριτικής του για τον καπιταλισμό [47, 48]. Ο Γάλλος μαρξιστής φιλόσοφος Yvon Quiniou υποστηρίζει ότι μια ‘κανονιστική ηθική’ ωστόσο ανιχνεύεται νωρίς στη σκέψη του Μαρξ αν και κατά κάποιο τρόπο προβληματική: «Sa presénce est évidente: Marx l’a clairement assumée à titre de motivation initiale de son itinéraire théorico-pratique» [«Η παρουσία της είναι προφανής: ο Μαρξ σαφώς την υπέθεσε ως αρχικό κίνητρο της θεωρητικής και πρακτικής διαδρομής του» (μετάφραση δική μου)] [49]. Εντούτοις, η προβληματική του Ένγκελς (στο Αντί-Ντύρινγκ) επί των ηθικών αρχών και συναφών αξιών – ως έκφραση του οικονομικού πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων, ως έχουσες μη ηθικολογικό χαρακτήρα (δηλ. με φιλοσοφικό στήριγμα την ‘αιώνια ανθρώπινη φύση’), και αποτελούσες μέρος της διαλεκτικής ιστορικο-κοινωνικής διαδικασίας – δεν αποκλείει τη διαμόρφωση κάποιας θεμελιώδους ηθικής αρχής που θα διέπει την κομμουνιστική κοινωνία. Ο Γιώργος Μανιάτης, μαρξιστής καθηγητής Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συμπυκνώνει την προβληματική του Ένγκελς στο συμπέρασμα ότι η «δυνατότητα μιας πανανθρώπινης ηθικής» είναι ιστορικά πιθανή ως «μια μη προσχηματισμένη, δεοντολογική επιταγή […] αλλά τελικό προϊόν μιας ιστορικής διαδικασίας» [46].
Υπό αυτό το πρίσμα, η κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων είναι συμβατή με τον Μαρξισμό, και μπορεί να γίνει ιστορικά μια πανανθρώπινη ηθική αρχή διότι η ιδεολογική βάση της - η γενετικά ισοδύναμη για όλους τους ανθρώπους κοινωνική διάνοια - δεν είναι κάποια υποκειμενική δεοντολογική επιταγή αλλά επιστημονικός νόμος της ζώσας φύσης.
 
Ισότητα και η Αριστερά
Η κομμουνιστική ισότητα χωρίς προϋποθέσεις θα πρέπει να είναι το ηθικό υπόβαθρο μιας σύγχρονης αριστερής ιδεολογίας σε ένα ανάλογα διαμορφωμένο μαρξιστικό πλαίσιο. Ένας κομμουνισμός που δεν βασίζεται στη χειροπιαστή πανανθρώπινη ηθική αρχή της βιολογικής ισότητας αποτελεί φευγαλέο όραμα για κάποια δίκαιη κοινωνία (το ανάλογο του Παραδείσου), όπου οι προβαλλόμενες ως γενετικά άνισες διαφορετικές ατομικές ικανότητες (περισσότερα/λιγότερα ‘θεία’ χαρίσματα) εξισορροπούνται στην ελπίδα μιας αφηρημένης σοσιαλιστικής ισότητας (ανάλογης της επουράνιας δικαιοσύνης).
Μια τέτοια κομμουνιστική ισότητα θα βοηθήσει στην ανάδειξη, εξήγηση και εξομάλυνση των ιδεολογικών διαφοροποιήσεων μεταξύ των διαφόρων ρεφορμιστικών, ορθόδοξων και λοιπών τμημάτων της σύγχρονης αριστεράς. Η πολιτική πολυδιάσπαση της αριστεράς σε ποικίλα κόμματα/ρεύματα/κινήματα σχετίζεται, μεταξύ άλλων λόγων (κοινωνικών και γνωσιοθεωρητικών), με το περιεχόμενο της μαρξικής ισότητας και τις παραποιήσεις του, όπως αποτυπώνονται στις διαφορετικές αριστερές πολιτικές και στρατηγικές για τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό. Στο βαθμό που συμμερίζονται τη μαρξική θέση περί ανισότητας στις ικανότητες μεταξύ των ανθρώπων, διαφωνούν μεταξύ τους στις δοσολογίες οικονομικο-πολιτικής ανισότητας και δημοκρατίας που θα πρέπει να εφαρμόζονται στις μεταβατικές σοσιαλιστικές κοινωνίες. Δηλαδή, προσαρμόζοντας τον μαρξισμό σε λογικές δικαιότερης και δημοκρατικότερης ανταμοιβής των προσωπικών ικανοτήτων, τον εκφύλισαν σε αντιδημοκρατικά  γραφειοκρατικά καθεστώτα ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’, ορθόδοξους κομμουνισμούς, ευρωκομμουνιστικούς και σοσιαλδημοκρατικούς αναθεωρητισμούς. Έτσι, εγκλώβισαν τον επαναστατικό Μαρξισμό σε ουτοπικές κυβερνητικές στρατηγικές σταδιακής αποδυνάμωσης του καπιταλισμού και όχι ριζικής ανατροπής του. Μια τέτοια αριστερά δεν θα μπορέσει να δημιουργήσει σταθερές σοσιαλιστικές κρατικές δομές με τη χρησιμοποίηση μεταβατικών ανισοδιανεμητικών οικονομικών μοντέλων, που η ιστορική πείρα έδειξε ότι μονιμοποιούνται, οδηγούν τελικά στην καπιταλιστική παλινόρθωση, και δυσφημίζουν το κομμουνιστικό ιδανικό. Επιπλέον, η προώθηση από την αριστερά μιας ισότητας αξιοκρατικής λογικής στο πλαίσιο μεταβατικών πολιτικών στρατηγικών προς το σοσιαλισμό, δεν είναι ένα ελκυστικό πολιτικό ιδανικό διότι είναι δυσδιάκριτο από το αστικό ιδανικό του ‘καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο’. Η σύνδεση της ισότητας, έστω της σοσιαλιστικής, με τις ατομικές ικανότητες αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην πολιτική απελευθέρωση του ανθρώπου.
Η κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων μπορεί να λειτουργήσει ως πόλος δημιουργίας μιας σύγχρονης αριστεράς, ιδεολογικά ελκυστικής και απελευθερωμένης από τα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα και όρια της μαρξιστικής ισότητας. Η νέα αριστερά θα πρέπει να είναι οργανωμένη σε εθνικά κόμματα που λειτουργούν κάτω από ένα συμφωνημένο κοινό καταστατικό με μια τέτοια ισότητα για πυρήνα του, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργεί πραγματικά ως διεθνιστική και όχι ως μια Βαβέλ από αντιμαχόμενες μαρξιστικές αιρέσεις.
Μια τέτοια αριστερά θα μπορέσει να εμπνεύσει και να ενοποιήσει τα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα που αντιλαμβάνονται υποκειμενικά την εκμετάλλευσή τους. Με δεδομένη τη διαρκή εξαθλίωση στην οποία θα οδηγεί ο καπιταλισμός τα άτομα, και με τον ατομισμό τους να μειώνεται σταδιακά λόγω της εντεινόμενης πολιτικής του αγριότητας, μια αριστερά που προετοιμάζεται για την ανατροπή του θα μπορεί πιο εύκολα να παρουσιάζει την κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων ως το μόνο ιδανικό που ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση. Παράλληλα, η καταστροφή του περιβάλλοντος και η εξάντληση των φυσικών πόρων από τον καπιταλισμό και ο συνεπαγόμενος κίνδυνος εξαφάνισης του ανθρώπου θα επιταχύνει τη συνειδητοποίηση της ιστορικής αναγκαιότητας του κομμουνισμού.
Με την ανάληψη της εξουσίας, η αριστερά  θα πρέπει να θέσει την κομμουνιστική ισότητα χωρίς όρους ως άμεσα υλοποιήσιμο πολιτικό στόχο, όχι ως κάποιο μακρινό όραμα. Έτσι θα μπορέσει να κόψει το Γόρδιο δεσμό των παλινορθωτικών επιρροών του καπιταλισμού στην οικοδόμηση μιας μη αναστρέψιμης κομμουνιστικής κοινωνίας. Το νέο προζύμι του κομμουνισμού δεν θα είναι αμόρφωτοι εργάτες αλλά πολίτες που θα μπορούν σε σύντομο διάστημα να αποκτήσουν θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις οικονομικο-πολιτικής αυτοδιαχείρισης με την ελεύθερη ηλεκτρονική πρόσβαση στις απαιτούμενες πληροφορίες. Αυτή η διαδικασία θα επιταχυνθεί παγκοσμίως όταν ο κομμουνισμός οικοδομείται πρωτίστως στις σημαντικότερες καπιταλιστικές χώρες.
 
Ευχαριστίες
Ο συγγραφέας ευχαριστεί τους ακόλουθους συναδέλφους για τις πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις τους: Ευτύχη Μπιτσάκη, τέως καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και εκδότη του περιοδικού Ουτοπία, αναφορικά με τις θέσεις του Μαρξ για την ισότητα· Γιώργο Μανιάτη, καθηγητή Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για ζητήματα μαρξιστικής ηθικής· Δημήτρη Καπογιάννη, αναπληρωτή καθηγητή στην Ιστορία και τις Αρχές Συνεργατισμού στο ΤΕΙ Μεσολογγίου, σε θέματα μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας· Θεώνη Αναστασοπούλου, Λέκτορα στη Φιλοσοφία της Εξέλιξης και της Ζωής στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, σε θέματα φιλοσοφίας· Μαρία Παναγιωτονάκου, φιλόλογο (Αγγλική Φιλολογία), επί της νοηματικής αρτιότητας του κειμένου.
 
Βιβλιογραφία
1.   Freeman, K. Ancilla to the Pre-Socratic Philosophers: A Complete Translation of the Fragments in Diels, Fragmente Der Vorsokratiker, 87, B. fragm. 44, σ. 147. Oxford, UK: Basil Blackwell, 1956.
2.   Voltaire, F. -M. A. Eriphile, play, act II, scene I. 1732.
3.   Arneson, R. Egalitarianism. In Zalta, E. N. (ed). The Stanford Encyclopedia of Philosophy, Spring 2009.
4.   Marx, K. Critique of the Gotha Programme (1875), Part I (σ. 13-30), Marx/Engels Selected Works, Vol. 3 (https://http://www.marxists.org/archive/marx/works/1875/gotha/ch01.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013). Moscow: Progress Publishers, 1970.
5.   Georgiou, C. D. Analogies between Aristotle’s Ontology and Biological Ideologies on Human Nature. Nature Society & Thought 2004; 17 (1): 47-65.
6.   Locke, J. Two Treatisses of Government (p. 289). England: Cambridge University Press 1967.
7.   Cohen, G. A. History, Labour, and Freedom: Themes from Marx. New York: Oxford University Press, 1988.
8.   Cohen, G. A. Self-Ownership, Freedom, and Equality. Cambridge: Cambridge University Press, 1995.
9.   Marx, K. Economic and Philosophic Manuscripts of 1844. Critique of Hegel’s Philosophy in General (transl. Mulligan, M.: http://www.marxists.org/archive/marx/works/1844/manuscripts/hegel.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), Moscow: Progress Publishers, 1959.
10. Fromm, E. Marx's Concept of Man. 4. The nature of man. 2. Man's self-activity (http://www.marxists.org/archive/fromm/works/1961/man/ch04.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013). New York: Frederick Ungar Publishing 1961.
11. Darwin, C. Descent of Man, Chapter V - On the Development of the Intellectual and Moral Faculties. D. Appleton and Co., 1871.
12. Marx, K. Marx-Engels Correspondence 1862: Marx to Engels in Manchester. Marx-Engels Collected Works, vol. 41 (1860-64, Letters), 1985 (http://www.marxists.org/archive/marx/works/1862/letters/62_06_18.htm).
13. Engels, F. Anti-Dühring, Part I, Philosophy. Ch. 10. Morality and Law: Equality. Leipzig (transl. Burns, E. from the 1894 Stuttgart 3rd edition), 1878.
14. Lenin, V. I. The State and Revolution, Chapt. 5, Sect. 3. Peking: Foreign Languages Press, 1976.
15. Trotsky, L. The Revolution Betrayed, Chap. 3: Socialism and the State, Part 1. The Transitional Regime (transl. Eastman, M.: http://www.marxists.org/archive/trotsky/1936/revbet/ch03.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1936.
16. Engels, F. Anti-Dühring, Part II, Political Economy. Ch. 6. Simple and Compound Labour. Leipzig (transl. Burns, E. from the 1894 Stuttgart third edition), 1878.
17. Marx, K. A Contribution to the Critique of Political Economy, Part I. The Commodity (transl. Ryazanskaya, S. W., http://www.marxists.org/archive/marx/works/1859/critique-pol-economy/ch01.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013). Moscow: Progress Publishers, 1859.
18. Lewontin, R. C., Rose, S., Kamin, L. Not in Our Genes: Biology, Ideology and Human Nature. New York: Pantheon, 1984.
19. Schiff, M., Lewontin, R. C. Education and class: The irrelevance of IQ genetic studies. Oxford University Press, 1987.
20. Lewontin, R. C. Biology as Ideology: The Doctrine of DNA. New York: Harper Perennial, 1992.
21. Γεωργίου, Χ. Εξελικτική ψυχολογία: Η σύγχρονη μορφή της κοινωνιοβιολογίας. Ουτοπία 69:  75-90, 2006.
22. Γεωργίου, Χ. Βιολογικός αναγωγισμός και θρησκευτικός βιταλισμός στο απόσπασμα: διαλεκτική, βιολογική ισότητα και η αριστερά. Ουτοπία 92: 67-98, 2010.
23. Γεωργίου, Χ. Είναι οι διανοητικές ικανότητές μας βιολογικά ή κοινωνικο-πολιτικά εξαρτώμενες;, Διάπλους 24: 30-35, 2008.
24. Γεωργίου, Χ. Βιολογικός ντετερμινισμός, άτομο και κοινωνίες ισότητας. Ουτοπία 87: 93-130, 2009.
25. Γεωργίου, Χ. Δεν υπάρχουν εκ γενετής ταλέντα και ‘παιδιά θαύματα’, Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης 92: 86-93, 2010.
26. Howe, M. J. A., Davidson, J. W., Sloboda, J. A. Innate talents: Reality or myth? Behavioral and Brain Sciences 1998; 21: 399-442.
27. Marx, K. The Poverty of Philosophy. The Metaphysics of Political Economy. 3. Competition and Monopoly (transl. from French by the Institute of Marxism Leninism, 1955, http://www.marxists.org/archive/marx/works/1847/poverty-philosophy/index.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013). Moscow: Progress Publishers, 1955.
28. Kropotkin, P. The Conquest of Bread. New York: G. P. Putnam's Sons (http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/kropotkin/conquest/toc.html, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1906.
29. Bakunin, M. Stateless Socialism: Anarchism. New York: The Free Press (http://www.marxists.org/reference/archive/bakunin/works/various/soc-anar.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1953.
30. Bitsakis, E. La nature dans la pensèe dialectique; Karl Marx, prècurseur de l'ècologie. Paris: L'Harmattan, 2001.
31. Καστοριάδης, Κ., Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα, Ύψιλον, Αθήνα, 2000.
32. Trotsky, L. The Revolution Betrayed, Chap. 10: The Soviet Union in the Mirror of the New Constitution, Part 1. Work “according to ability” and personal property (transl. Eastman, M.: http://www.marxists.org/archive/trotsky/1936/revbet/ch10.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1936.
33. Lenin, V. I. The State and Revolution, Chapt. 5, Sect. 2. Peking: Foreign Languages Press, 1976.
34. Stalin, J. V. Constitution (Fundamental law) of the Union of Soviet Socialist Republics, 1936, Chapter I: The Organization of Society, Article 12 (http://www.marxists.org/reference/archive/stalin/works/1936/12/05.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), Works, vol. 14, London: Red Star Press Ltd., 1978.
35. Lenin, V. I. The Party Crisis. Lenin's Collected Works, vol. 32 (pp 43-53), 1st English Edition, Edition Moscow: Progress Publishers (http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1921/jan/19.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1965.
36. Marx, K. The Capital, vol. I, 4th German edition (Engels), Engl. trans., σ. 13, 1890.
37. Hoare, Q., Smith, G. N. Selections from the Prison Notebooks of Antonio Gramsci (σ. 684), London: from the edition published by Lawrence & Wishart, 1971.
38. Bitsakis, E. Is human nature compatible with socialism. Critique 2005; 33(1): 157-186.
39. Levins, R., Lewontin, R. C. The Dialectical Biologist (σ. 23). Cambridge: Harvard University Press, 1985.
40. Thatcher, M. Interview for Woman's Own. Thatcher Archieve (http://www.margaretthatcher.org/document/106689, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1987.
41. Castoriadis, C. On the Content of Socialism ("Sur le contenu du socialisme, II," S. ou B., nr. 22, July 1957, trans. Curtis, D. A.: http://www.marxists.org/archive/castoriadis/1957/socialism-2.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1957.
42. Castoriadis, C. Postscript on Insignificance: Dialogues with Cornelius Castoriadis (Socialism or Barbarism, 2. The Socialist Program, #27: http://www.notbored.org/PSRTI.pdf, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), London: Bloomsbury (Continuum), 2011.
43. Hoare, Q., Smith, G. N. Selections from the Prison Notebooks of Antonio Gramsci (p. 525), London: from the edition published by Lawrence & Wishart, 1971.
44. Brookchin M. Toward an Ecological Society (σ. 80). Montreal: Black Rose Books 1996.
45. Marx, K. The German Ideology. V. I, Critique of Modern German Philosophy According to Its Representatives Feuerbach, B. Bauer and Stirner. Part I: Feuerbach: Opposition of the materialist and idealist outlook. A. Idealism and Materialism: Private Property and Communism (http://www.marxists.org/archive/marx/works/1845/german-ideology/ch01a.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013). Marx-Engels Collected Works, vol. 5 (Fall 1845 to mid-1846), 1932.
46. Μανιάτης, Γ., Η Διαλεκτική της Χειραφέτησης: Η σχέση πολιτικής και ηθικής, Στοχαστής, Αθήνα, 2011, σ. 352.
47. Σαραφιάνος, Δ. Από την κριτική του ουρανού στην κριτική της γης: Σκέψεις για μια επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης δικαιοσύνης και ηθικής στο έργο του Μαρξ, Ουτοπία 2011; 94: 49-70.
48. Καλτσώνης, Δ. Ο Μαρξ για το δίκαιο στη σοσιαλιστική κοινωνία, Ουτοπία 2011; 94: 71-88.
49. Quiniou, Y. Etudes matérialistes sur la morale. Paris: Éd. Kimé (σ. 66), 2002.
 

Υποσημειώσεις
[i] Οι απαρχές του Διαφωτισμού θα βρουν τις ανθρώπινες ελευθερίες στο πλέον υποβαθμισμένο επίπεδό τους, με μια παράλληλη έξαρση αντιδυναστικών κοινωνικών αγώνων και αγροτικών εξεγέρσεων (ιδιαίτερα από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα στη Bρετανία και του 18ου αιώνα στη Γαλλία και την Aμερική). Οι Γάλλοι διαφωτιστές φιλόσοφοι και εγκυκλοπαιδιστές του 18ου αιώνα (Rousseau, Voltaire, Diderot κ.α., και ο Αμερικάνος συγγραφέας Thomas Paine) θα καλλιεργήσουν την ιδέα της εκ γενετής ισότητας όλων των ανθρώπων (με άξονα το γνωστό τρίπτυχο ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη), παράλληλα με την ανάπτυξη της ιδέας των εγγενών σε κάθε άνθρωπο «φυσικών» δικαιωμάτων και ελευθεριών από Σκώτους και Άγγλους διαφωτιστές φιλόσοφους του 17ου και 18ου αιώνα (John Locke, David Hume κ.ά.). Ωστόσο, μετά την Παλινόρθωση στη Γαλλία (1833) τα Δικαιώματα του Ανθρώπου θα επισκιαστούν από τον «φιλελευθερισμό», την ιδεολογία της τότε ακμάζουσας αστικής τάξης. Έτσι, το ιδεολογικό πρόβλημα σχετικά με την εκ γενετής ισότητα, η οποία ουδέποτε υπερίσχυσε στην πράξη σε αυτές τις αστικές κοινωνίες (π.χ. ύπαρξη δουλείας στις γαλλικές κτήσεις, συνταγματική ανισοτιμία των μαύρων στις HΠA, δικαίωμα ψήφου μόνο στους πλούσιους άνδρες στην Αγγλία), λύθηκε από τις αρχές του 19ου αιώνα με την εισαγωγή της αρχής της ισότητας στις ευκαιρίες (σταδιοδρομίες). Η τελευταία αναφέρεται στην ίση πρόσβαση στις ευκαιρίες ανάλογα με τις ικανότητες και τα ταλέντα κάθε ατόμου, και βασίζεται στο ότι η οικονομία διανέμει θέσεις εργασίας με ειδικά πλεονεκτήματα, οι οποίες θα πρέπει να είναι ανοικτές σε όλους τους υποψήφιους που επιλέγονται σύμφωνα με την αξία τους. Δηλαδή, οι ανταγωνιζόμενοι δρομείς ξεκινούν όλοι από την ίδια αφετηρία και έχουν ίσες ευκαιρίες να τερματίσουν πρώτοι αξιοκρατικά, αρκεί να τους το επιτρέπουν οι εγγενείς ικανότητές τους [5]. Η αξιοκρατία ανάγεται σε ένα κορυφαίο ηθικό ιδανικό και πλαίσιο συγκριτικής αξιολόγησης των εγγενών ικανοτήτων των μεμονωμένων παραγωγών για παροχή αγαθών και υπηρεσιών εντός μιας μεταβαλλόμενης οικονομίας της ελεύθερης αγοράς.
[ii]Σύμφωνα με τον Locke κάθε άτομο έχει τα ίδια βασικά ηθικά, φυσικά δικαιώματα («ζωή, ελευθερία, υγεία, αγαθά») [6]. Φυσικά δικαιώματα θεωρούσε αυτά που για κάθε άτομο πηγάζουν πρωταρχικά εκ του γεγονότος και μόνο ότι υπάρχει, και έχει το δικαίωμα να συνεχίζει να υπάρχει, και που είναι ανεξάρτητα αυτών που καθιερώνονται με κρατικές θεσμικές ρυθμίσεις και παραδοσιακές πεποιθήσεις. Τα φυσικά δικαιώματα δικαιοδοτούν σε κάθε άτομο μια σειρά από απαιτήσεις έναντι όλων των άλλων ατόμων, τις οποίες αυτά θα πρέπει να σέβονται απολύτως. Για τον Locke, η ατομική ιδιοκτησία είναι ένα φυσικό δικαίωμα επειδή κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα πάνω στο προϊόν της εργασίας του [6], άποψη που επικρίθηκε από τον Μαρξ στο Κεφάλαιο. Υπό αυτή την οπτική, η συγκεκριμένη αντίληψη του Locke περί ιδιοκτησίας συνιστά απόρριψη της ισότητας και όχι μια εκδοχή της.
[iii]Αυτή η φράση είχε πρωτοχρησιμοποιηθεί από τον Γάλλο ουτοπικό σοσιαλιστή και δημοσιογράφο Louis Blanc à chacun selon ses besoins, de chacun selon ses facultés»), στο άρθρο του “Η οργάνωση της εργασίας” (L'Organisation du travail) στη σοσιαλιστική εφημερίδα Revue du Progres, το 1839.
[iv]Ο Μαρξ δεν υιοθέτησε τον Δαρβινικό ανταγωνισμό ως κινητήρια δύναμη της κοινωνίας, όπως φαίνεται σε επιστολή του στον Ένγκελς στις 18-06-1862: «O Δαρβίνος, που τον ξαναδιάβασα, με διασκεδάζει όταν λέει πως εφαρμόζει τη θεωρία του Mάλθους τόσο στα φυτά όσο και στα ζώα, σαν να μην ήταν το κεντρικό θέμα με τον Mάλθους ότι δεν εφαρμόζει τη θεωρία του για τα φυτά και τα ζώα, αλλά μόνο στα ανθρώπινα όντα - και με γεωμετρική πρόοδο - σε αντίθεση με τα φυτά και τα ζώα» Eίναι αξιοσημείωτο πως ο Δαρβίνος ξαναβρίσκει στα ζώα και στα φυτά την αγγλική κοινωνία με τον καταμερισμό εργασίας, τον ανταγωνισμό, το άνοιγμα καινούργιων αγορών, ‘τις εφευρέσεις’ και τον ‘αγώνα για την ύπαρξη’ του Mάλθους» [12].
[v]Από τον αναρχο-κομμουνιστή Peter Kropotkin, π.χ. αναφορικά με την τέχνη στο The Conquest of Bread (Need for Luxury, V): «χιλιάδες άνθρωποι προικισμένοι με ένα ορισμένο ποσό ταλέντου, καλλιεργούν κάθε κλάδο, ....» (υπογραμμίσεις δικές μου) [28], και από τον αναρχικό κολεκτιβιστή Mikhail Bakunin, ο οποίος προσδιόρισε τη «βασική αρχή του σοσιαλισμού»  με τις εξής επιμέρους φράσεις: «για την οργάνωση της κοινωνίας με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε άτομο, άνδρας ή γυναίκα, θα πρέπει να βρει, με τη γέννησή του, περίπου ίσα μέσα για την ανάπτυξη των διαφορετικών ικανοτήτων του και για τη χρησιμοποίησή τους στην εργασία του. Και να οργανώσει μια τέτοια κοινωνία που [...] θα δώσει τη δυνατότητα σε κάθε άτομο να απολαύσει τον κοινωνικό πλούτο [...] μόνο στο μέτρο που συμβάλλει άμεσα προς τη δημιουργία αυτού του πλούτου» (υπογραμμίσεις δικές μου) [29]. Σε αντίθεση με τους αναρχικούς κομμουνιστές της δεκαετίας του 1880, ο Bakunin δεν πίστευε στο αξίωμα, «Από τον καθένα ανάλογα με τα μέσα του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», αλλά στη ριζικά διαφορετική αρχή, ‘Από τον καθένα σύμφωνα με τα μέσα του (ικανότητες), στον καθένα σύμφωνα με τις πράξεις του (εργασία)’.

Υποσημειώσεις
[1] Οι απαρχές του Διαφωτισμού θα βρουν τις ανθρώπινες ελευθερίες στο πλέον υποβαθμισμένο επίπεδό τους, με μια παράλληλη έξαρση αντιδυναστικών κοινωνικών αγώνων και αγροτικών εξεγέρσεων (ιδιαίτερα από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα στη Bρετανία και του 18ου αιώνα στη Γαλλία και την Aμερική). Οι Γάλλοι διαφωτιστές φιλόσοφοι και εγκυκλοπαιδιστές του 18ου αιώνα (Rousseau, Voltaire, Diderot κ.α., και ο Αμερικάνος συγγραφέας Thomas Paine) θα καλλιεργήσουν την ιδέα της εκ γενετής ισότητας όλων των ανθρώπων (με άξονα το γνωστό τρίπτυχο ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη), παράλληλα με την ανάπτυξη της ιδέας των εγγενών σε κάθε άνθρωπο «φυσικών» δικαιωμάτων και ελευθεριών από Σκώτους και Άγγλους διαφωτιστές φιλόσοφους του 17ου και 18ου αιώνα (John Locke, David Hume κ.ά.). Ωστόσο, μετά την Παλινόρθωση στη Γαλλία (1833) τα Δικαιώματα του Ανθρώπου θα επισκιαστούν από τον «φιλελευθερισμό», την ιδεολογία της τότε ακμάζουσας αστικής τάξης. Έτσι, το ιδεολογικό πρόβλημα σχετικά με την εκ γενετής ισότητα, η οποία ουδέποτε υπερίσχυσε στην πράξη σε αυτές τις αστικές κοινωνίες (π.χ. ύπαρξη δουλείας στις γαλλικές κτήσεις, συνταγματική ανισοτιμία των μαύρων στις HΠA, δικαίωμα ψήφου μόνο στους πλούσιους άνδρες στην Αγγλία), λύθηκε από τις αρχές του 19ου αιώνα με την εισαγωγή της αρχής της ισότητας στις ευκαιρίες (σταδιοδρομίες). Η τελευταία αναφέρεται στην ίση πρόσβαση στις ευκαιρίες ανάλογα με τις ικανότητες και τα ταλέντα κάθε ατόμου, και βασίζεται στο ότι η οικονομία διανέμει θέσεις εργασίας με ειδικά πλεονεκτήματα, οι οποίες θα πρέπει να είναι ανοικτές σε όλους τους υποψήφιους που επιλέγονται σύμφωνα με την αξία τους. Δηλαδή, οι ανταγωνιζόμενοι δρομείς ξεκινούν όλοι από την ίδια αφετηρία και έχουν ίσες ευκαιρίες να τερματίσουν πρώτοι αξιοκρατικά, αρκεί να τους το επιτρέπουν οι εγγενείς ικανότητές τους [5]. Η αξιοκρατία ανάγεται σε ένα κορυφαίο ηθικό ιδανικό και πλαίσιο συγκριτικής αξιολόγησης των εγγενών ικανοτήτων των μεμονωμένων παραγωγών για παροχή αγαθών και υπηρεσιών εντός μιας μεταβαλλόμενης οικονομίας της ελεύθερης αγοράς.
[1]Σύμφωνα με τον Locke κάθε άτομο έχει τα ίδια βασικά ηθικά, φυσικά δικαιώματα («ζωή, ελευθερία, υγεία, αγαθά») [6]. Φυσικά δικαιώματα θεωρούσε αυτά που για κάθε άτομο πηγάζουν πρωταρχικά εκ του γεγονότος και μόνο ότι υπάρχει, και έχει το δικαίωμα να συνεχίζει να υπάρχει, και που είναι ανεξάρτητα αυτών που καθιερώνονται με κρατικές θεσμικές ρυθμίσεις και παραδοσιακές πεποιθήσεις. Τα φυσικά δικαιώματα δικαιοδοτούν σε κάθε άτομο μια σειρά από απαιτήσεις έναντι όλων των άλλων ατόμων, τις οποίες αυτά θα πρέπει να σέβονται απολύτως. Για τον Locke, η ατομική ιδιοκτησία είναι ένα φυσικό δικαίωμα επειδή κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα πάνω στο προϊόν της εργασίας του [6], άποψη που επικρίθηκε από τον Μαρξ στο Κεφάλαιο. Υπό αυτή την οπτική, η συγκεκριμένη αντίληψη του Locke περί ιδιοκτησίας συνιστά απόρριψη της ισότητας και όχι μια εκδοχή της.
[1]Αυτή η φράση είχε πρωτοχρησιμοποιηθεί από τον Γάλλο ουτοπικό σοσιαλιστή και δημοσιογράφο Louis Blanc à chacun selon ses besoins, de chacun selon ses facultés»), στο άρθρο του “Η οργάνωση της εργασίας” (L'Organisation du travail) στη σοσιαλιστική εφημερίδα Revue du Progres, το 1839.
[1]Ο Μαρξ δεν υιοθέτησε τον Δαρβινικό ανταγωνισμό ως κινητήρια δύναμη της κοινωνίας, όπως φαίνεται σε επιστολή του στον Ένγκελς στις 18-06-1862: «O Δαρβίνος, που τον ξαναδιάβασα, με διασκεδάζει όταν λέει πως εφαρμόζει τη θεωρία του Mάλθους τόσο στα φυτά όσο και στα ζώα, σαν να μην ήταν το κεντρικό θέμα με τον Mάλθους ότι δεν εφαρμόζει τη θεωρία του για τα φυτά και τα ζώα, αλλά μόνο στα ανθρώπινα όντα - και με γεωμετρική πρόοδο - σε αντίθεση με τα φυτά και τα ζώα» Eίναι αξιοσημείωτο πως ο Δαρβίνος ξαναβρίσκει στα ζώα και στα φυτά την αγγλική κοινωνία με τον καταμερισμό εργασίας, τον ανταγωνισμό, το άνοιγμα καινούργιων αγορών, ‘τις εφευρέσεις’ και τον ‘αγώνα για την ύπαρξη’ του Mάλθους» [12].
[1]Από τον αναρχο-κομμουνιστή Peter Kropotkin, π.χ. αναφορικά με την τέχνη στο The Conquest of Bread (Need for Luxury, V): «χιλιάδες άνθρωποι προικισμένοι με ένα ορισμένο ποσό ταλέντου, καλλιεργούν κάθε κλάδο, ....» (υπογραμμίσεις δικές μου) [28], και από τον αναρχικό κολεκτιβιστή Mikhail Bakunin, ο οποίος προσδιόρισε τη «βασική αρχή του σοσιαλισμού»  με τις εξής επιμέρους φράσεις: «για την οργάνωση της κοινωνίας με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε άτομο, άνδρας ή γυναίκα, θα πρέπει να βρει, με τη γέννησή του, περίπου ίσα μέσα για την ανάπτυξη των διαφορετικών ικανοτήτων του και για τη χρησιμοποίησή τους στην εργασία του. Και να οργανώσει μια τέτοια κοινωνία που [...] θα δώσει τη δυνατότητα σε κάθε άτομο να απολαύσει τον κοινωνικό πλούτο [...] μόνο στο μέτρο που συμβάλλει άμεσα προς τη δημιουργία αυτού του πλούτου» (υπογραμμίσεις δικές μου) [29]. Σε αντίθεση με τους αναρχικούς κομμουνιστές της δεκαετίας του 1880, ο Bakunin δεν πίστευε στο αξίωμα, «Από τον καθένα ανάλογα με τα μέσα του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», αλλά στη ριζικά διαφορετική αρχή, ‘Από τον καθένα σύμφωνα με τα μέσα του (ικανότητες), στον καθένα σύμφωνα με τις πράξεις του (εργασία)’.

*Ο Χρήστος Γεωργίου είναι Καθηγητής Βιοχημείας στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστήμιο Πατρών με σημαντική επιστημονική δραστηριότητα στην Ελλάδα και διεθνώς. Στα πλαίσια της ερευνητικής του δραστηριότητας στην Αστροβιολογία συνεργάζεται με διεθνείς επιστήμονες και οργανισμούς, μεταξύ των οποίων και η ΝΑSA, και ερευνά την προέλευση και εξεύρεση ζωής σε άλλους πλανήτες.
To παρόν κείμενο για μια νέου τύπου σοσιαλιστική ισότητα, που ξεπερνά τα όρια της μαρξιστικής ισότητας
συνέταξε την 5.3.2013 και εισηγήθηκε ο συγγραφέας σε σχετική εκδήλωση του Ομίλου Μαρξιστικών Ερευνών.
επιστροφή στην κορυφή