Menu
A+ A A-

Γιάννης Ρίτσος, πάντα επίκαιρος και κοφτερός














 

Του Γιάννη-Ιόλαου Μανιάτη

Πόσο απαραίτητη μας είναι μια ακόμη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου; Τι θα προσθέσει στην ήδη πλουσιότατη εργογραφία του; Πόσο ακόμη θα μεγαλώσει ο «τρομακτικός όγκος» του έργου του; Μ’ αυτά, και άλλα αντίστοιχης φύσης, ερωτήματα έρχεται αντιμέτωπος ο σημερινός αναγνώστης μόλις πάρει στα χέρια του το «Υπερώον», την άρτι εκδοθείσα (Κέδρος , Νοέμβριος 2013) ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου, μιας από τις πενήντα περίπου έτοιμες ποιητικές συλλογές που βρέθηκαν στα συρτάρια του ποιητή μετά το θάνατό του. Την έκδοση επιμελείται, με ιδιαίτερη σεμνότητα και σεβασμό στο όνομα και την παρακαταθήκη του πατέρα της, η κόρη του ποιητή, η Έρη Ρίτσου. Στο σύντομο, πλην όμως σαφές, επιλογικό της σημείωμα απαντά σε αρκετά από τα ανακύπτοντα ερωτήματα. Γράφει η Ρίτσου: «Είναι γνωστό –ή τουλάχιστον εγώ το έχω ξαναπεί- πως ο Γιάννης Ρίτσος θεωρούσε την ποίηση τόσο απαραίτητη για την ύπαρξή του, όσο και την αναπνοή του. Έγραφε λοιπόν καθημερινά, ώρες πολλές, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια τεράστια ποιητική παραγωγή. Τρεις και τέσσερις και πέντε ή και περισσότερες ποιητικές συλλογές μέσα σ’ ένα χρόνο είναι λογικό πως για λόγους πρακτικούς δεν θα μπορούσαν να εκδοθούν στη διάρκεια του έτους γραφής τους. Ούτε οι εκδότες του μα ούτε και το αναγνωστικό κοινό θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν μια τέτοια παραγωγή. Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να επιλέξει τι θα εκδοθεί και τι όχι. Οι επιλογές του δεν είχαν χαρακτήρα «αυτολογοκρισίας», όπως έχω ακούσει να λέγεται, αλλά εξαρτιόνταν από τη διάθεσή του την εκάστοτε περίοδο και από τη συγκυρία.»

Παρόλη τη σαφήνεια των παραπάνω, δεν κατάφερε ούτε το «Υπερώον» να ξεφύγει από τα στερεότυπα της κριτικής. Ιδιαιτέρως στην περίπτωση του Ρίτσου, ήδη από τη δεκαετία του 30, από την έκδοση, δηλαδή της πρώτης συλλογής του ποιητή, του «Τρακτέρ», έως και σήμερα, η κριτική στέκεται σε δυο βασικά, κριτικά κλισέ.  «Δύο είναι τα βασικά εμπόδια που συναντάει κάθε αναγνώστης του έργου του Ρίτσου και είναι αναγκασμένος να τα υπερπηδήσει: απ’ τη μία η αρραγής ιδεολογική ταυτότητα του ποιητή και απ’ την άλλη ο τρομακτικός όγκος αυτού  του έργου. Περισσότερα από εκατό ποιητικά βιβλία, τέσσερα θεατρικά έργα, εννέα πεζογραφήματα, μελετήματα και πλήθος μεταφράσεων –και μόνο η καταγραφή τους αρκεί για να προκαλέσει το αίσθημα ιλίγγου στον καλόπιστο αναγνώστη.» (Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Εφημερίδα των Συντακτών, 19/10/2013). Η παραπάνω αντίληψη των «δύο εμποδίων», όταν πρόκειται για το έργο του Ρίτσου, είναι τόσο κοινή που είναι πια αδύνατον να συζητήσει κανείς για τη δημιουργία του Ρίτσου χωρίς να συμπεριλάβει στη ρητορική του δύο ισχυρά αλλά: «είναι μεγάλος ποιητής, αλλά έχει γράψει πολλά» ή, αντιστοίχως, «είναι μεγάλος ποιητής, αλλά  είναι κομμουνιστής, πολιτικά και ιδεολογικά στρατευμένος». Σε ποιο βαθμό, όμως, οι δύο αυτές ενστάσεις αποτελούν για την περίπτωση του Ρίτσου και της ποίησής  του, πραγματικά, αντικειμενικά εμπόδια;

Στην πραγματικότητα και τα δύο αυτά εμπόδια δεν είναι τόσο ανυπέρβλητα όσο μοιάζουν και αυτό συμβαίνει διότι και τα δύο αποτελούν ιδεολογικά κατασκευάσματα, δημιουργήματα της αστικής κριτικής, προκειμένου να απονευρώσουν την ποίηση του Ρίτσου από το σαφή ιδεολογικό της προσανατολισμό και να την καταστήσουν πολιτικά –και λογοτεχνικά- αδρανή. Άλλωστε, η αστική κριτική έπρεπε να υπερβεί, με την περίπτωση του Ρίτσου (και δευτερευόντως του Λειβαδίτη), έναν σκόπελο: πώς γίνεται ένας τόσο σημαντικός ποιητής, τόσο οικουμενικός, τόσο διαχρονικός, τόσο προβεβλημένος διεθνώς, να εμπνέεται από το κομμουνιστικό όραμα και μάλιστα να είναι αυτό ο σκελετός όλης του της δημιουργίας; Αυτή η απαράδεκτη κατάσταση έπρεπε με κάποιον τρόπο να σταματήσει. Μια ήταν, και παραμένει, η λύση: να κρυφτούν ερμητικά κάτω από το χαλί οι ιδεολογικοί άξονες της ποιητικής του Ρίτσου και να δαιμονοποιηθεί το έργο του ως τεράστιο και, επομένως, άνισο.

Ο όγκος του έργου του είναι, αντικειμενικά, πολύ μεγάλος. Όμως, όλη αυτή η ακάματη καθημερινή δημιουργία, αυτή η αδιάκοπη παραγωγή και προσφορά στίχων, δεν ήταν για το Ρίτσο μια τυχαία συνθήκη. Δεν έτυχε να είναι αυτός ο πλέον παραγωγικός ποιητής των νεοελληνικών γραμμάτων (υπάρχει άραγε και διεθνές αντάξιό του;). Ο Ρίτσος  επέλεξε να γράφει πολύ ή μάλλον έγραφε πολύ γιατί δεν μπορούσε να ζει χωρίς να γράφει. Η δημιουργία δεν ήταν για εκείνον ένα ζήτημα έμπνευσης, επιφοίτησης, δεν ήταν η ποίηση καταφύγιο της κάθε του ματαίωσης. Αντίθετα, η ποίησή του, και υπάρχει διάσπαρτο σε όλο το έργο του, ήταν η δική του υλική κατάθεση στον κόσμο, στην αντικειμενικά δοσμένη πραγματικότητα. Ο Ρίτσος έγραφε με όρους σκέψης, διάνοιας. Μας δίνει συχνότατα την εντύπωση ότι σκέφτεται αποκλειστικά με στίχους, ότι οι εικόνες, οι παραστάσεις στο μυαλό του, σχηματοποιούνται σε ποίημα.  Αν η παραπάνω υπόθεση είναι σωστή, και επαληθεύεται από το σύνολο του έργου του, τότε ο Ρίτσος είναι ένας σχετικά λακωνικός ποιητής. Για έναν άνθρωπο που σου δίνει την εντύπωση πως μέσα του κατοικεί ένας δράκος δημιουργικότητας, οι πέντε και έξι ώρες δουλειάς ημερησίως, δεν είναι παρά η ελάχιστη δυνατή παραγωγή σε έναν ταραγμένο και παρόντα βίο. Οι μερικές εκατοντάδες χιλιάδες στίχοι, για την περίπτωση ενός δημιουργού που χαρακτηρίστηκε από την παρουσία του στις ιστορικές εξελίξεις και στην πλέον ταραγμένη περίοδο της σύγχρονης Ιστορίας (Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος, Χούντα, Εξορίες, Διωγμοί) και που ο ίδιος σκεφτόταν με ποιήματα, δεν τα έγραφε απλώς, μοιάζουν λίγοι. Πιθανότατα, ο Ρίτσος μας είπε λιγότερα απ’ όσα ήθελε και έπρεπε να πει. Ο Ρίτσος είναι ο ποιητής της σιωπής. « Κατά παράδοξο όμως τρόπο το πιο επίμονο θέμα της ποίησής του είναι η σιωπή. Πρόκειται, όπως έχει παρατηρήσει ο Παντελής Πρεβελάκης, για μια “έμμονη ιδέα”  η οποία “διατρέχει την ποίησή του σαν υπόγειο ρέμα που χάνεται προσώρας για να αναφανεί πιο πέρα”». (Έλλη Φιλοκύπρου, Η Αμείλικτη Ευεργεσία, όψεις της σιωπής στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2004.)

Αυτή η αδιάκοπη, καθημερινή –και πρωτοφανώς συνεπής- ποιητική δημιουργία του Γιάννη Ρίτσου, αναδεικνύει μια επιπλέον σχέση. Ο Ρίτσος είναι ο μοναδικός πνευματικός δημιουργός που κατάφερε με τη στάση και το έργο του να κάνει την υπέρβαση στη διάκριση διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Θυμίζοντας τον Χάυντν, τον Μπαχ ή τον Μότσαρτ στη μουσική ή τον Πικάσο στη ζωγραφική, έγραφε καθημερινά και αδιάκοπα, έκανε την πνευματική δημιουργία καθημερινή διαδικασία, δημιουργούσε με όρους χειρώνακτα εργάτη. Απέδειξε πως η δημιουργία της διάνοιας δεν διακρίνεται από την υλική δημιουργία. Ως αυθεντικός κομμουνιστής, αντιμετώπισε την ποίησή του στο πλαίσιο ενός προλεταριακού του χρέους, έγινε ο ίδιος ένας εργάτης της ποίησης. Όπως είναι φυσικό, μια τέτοια αντιμετώπιση της διανοητικής εργασίας εκ μέρους του δημιουργού της, έρχεται αντιμέτωπη με τη νόρμα περί διανοητικής δημιουργίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Ο δημιουργός δεν είναι ούτε η ιδιοφυία που παράγει αριστουργήματα, ούτε ο κατασκευαστής εμπορικών έργων που θα καταναλωθούν μαζικά. Είναι, αντίθετα, ένας χαλκέντερος εργάτης της τέχνης του, στρατευμένος στο ιδανικό του, στο όραμά του, που στην περίπτωσή του Ρίτσου είναι η χειραφέτηση των ανθρώπων και η πορεία προς τον κομμουνισμό. Ο Ρίτσος δεν θα μπορούσε, ως αυθεντικός κομμουνιστής δημιουργός, παρά να αντιμετωπίσει έτσι τη δημιουργία. Δεν αγαπούσε διόλου τα πουλιά, τα λουλούδια, τα δένδρα/που γίναν σύμβολα ιδεών, χρησιμοποιούμενα εξίσου/από εντελώς αντίθετες παρατάξεις. Αυτός προσπαθούσε/να τα επαναφέρει στη φυσική τους υπόσταση./Τα περιστέρια π.χ,/όχι συνθήματα ποικίλων συνεδρίων, αλλά πουλιά/ωραία, ερωτικά, βαρυπερπάτητα, που όλο φιλιούνται/στόμα με στόμα στην αυλή και μου γεμίζουν τα πλακάκια/με κουτσουλιές και πούπουλα (μ' αρέσουν έτσι)/ή, το πολύ πολύ: μικροί ταχυδρόμοι που μεταφέρουν/πάνω απ' τις σφαίρες/τα γράμματα φτωχών παιδιών προς το θεό/ζητώντας του/τετράδια και παπούτσια και λίγες καραμέλες./Τα κρίνα/όχι εμβλήματα αγνότητας μα φυτά μυροβόλα/
όλο αισθησιασμό, με ολάνοιχτα τα πέταλά τους/να δείχνουν τεντωμένους τους χρυσόσπορους στήμονες./Κι η εληά/όχι έπαθλο νίκης ή ειρήνης αλλά μάνα καρποφόρα/που δίνει το λαδάκι για το πιάτο μας και για το λύχνο,/για του μωρού το σύγκαμα και για το λαβωμένο γόνατο/του ανήσυχου, ανυπάκουου παιδιού, κι ακόμη/για το φτωχό καντηλάκι της Παναγίας./Κι εγώ - είπε -/καθόλου μύθος, ήρωας ή θεός, μα απλός εργάτης/όπως κι εσύ κι εσύ και ο άλλος - προλετάριος της τέχνης/ερωτευμένος πάντα με τα δένδρα, τα πουλιά, τα ζώα/και τους ανθρώπους,/ερωτευμένος προπάντων με το κάλλος των καθάριων στοχασμών/και με το κάλλος των νεανικών σωμάτων - ένας εργάτης/που γράφει, γράφει ακατάπαυστα για όλους και για όλα/και τ' όνομά του σύντομο κι ευκολοπρόφερτο:/Γιάννης Ρίτσος.
 
(Αποκατάσταση, το Γυμνό Δέντρο (1987), Αργά, πολύ Αργά μέσα στη νύχτα, επιμ. Αικ. Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 1991, σ.115)

Το «δεύτερο εμπόδιο» για τον επισκέπτη του ποιητικού τοπίου που έχει δημιουργήσει ο Ρίτσος είναι η «αρραγής ιδεολογική του ταυτότητα».  Στην πραγματικότητα αυτό το εμπόδιο ορθώνεται για τον αναγνώστη, το θεατή, τον ακροατή σε κάθε πραγματικά σημαντική πνευματική δημιουργία. Οι πραγματικά σημαντικοί δημιουργοί είναι εκείνοι που μας δίνουν με το έργο τους μια ολιστική, πλήρη θέαση του κόσμου, ξανασυστήνουν μέσα από τη δημιουργία τους όλη την ανθρώπινη εμπειρία. Κοντολογίς, δεν υπάρχει σπουδαία πνευματική δημιουργία χωρίς αρραγή ιδεολογική ταυτότητα. Ο Μαρξ, ο Μπετόβεν, ο Γκαίτε, ο Ρεμπώ δεν είναι απλώς σημαντικές στιγμές στην ιστορία των Ιδεών, είναι συστήματα κατανόησης της πραγματικότητας, είναι διαυγείς οπτικές γωνίες. Μια τέτοια περίπτωση, παρ’ όλες τις αδυναμίες του έργου του, είναι και ο Γιάννης Ρίτσος. Το πρόβλημα με το Ρίτσο δεν είναι η αρραγής ιδεολογική του ταυτότητα, αλλά το γεγονός ότι αυτή η ταυτότητα είναι κομμουνιστική. Αντίστοιχη κριτική δεν έχει ασκηθεί, για παράδειγμα, στους εκπροσώπους της γενιάς του ’30 παρ’ όλο που η ιδεολογική τους ταυτότητα είναι εξίσου σαφής και ισχυρή. Το πνεύμα ενός αστικού κοσμοπολιτισμού, η νεωτερική θέαση του λαϊκού ως εξωτικού, η αντίληψη ότι την ιστορία τη διαμορφώνουν οι κυρίαρχες προσωπικότητες και όχι οι σχέσεις παραγωγής και αντικειμενικές, υλικές συνθήκες είναι πολύ χαρακτηριστικοί και διαυγείς ιδεολογικοί άξονες που καθόρισαν με σχεδόν καταιγιστικό τρόπο την διαμόρφωση του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα εκ μέρους των εκπροσώπων του αστικού μοντερνισμού. Αυτή, όμως, η εξίσου «αρραγής» ιδεολογική ταυτότητα δεν προβλήθηκε ποτέ ως εμπόδιο απλούστατα διότι ουδέποτε έδωσε διαφορετικό τρόπο κατανόησης του κόσμου από αυτόν που προέβαλε η κυρίαρχη ιδεολογία.

Η «αρραγής» ταυτότητα του Ρίτσου, αντίθετα, πάντα προβάλλεται και θα εξακολουθεί να προβάλλεται, όσο κυρίαρχη αφήγηση του κόσμου είναι ο καπιταλισμός, ως εμπόδιο, διότι ορθώνεται ως αντίλογος σ’ αυτήν ακριβώς την κυρίαρχη αφήγηση. Ο Ρίτσος, όπως και οι πραγματικοί κομμουνιστές δημιουργοί, επιχειρεί –και εν μέρει πετυχαίνει- να ορθώσει μιαν άλλη θέαση του κόσμου, να αντικαταστήσει τον αστικό πολιτισμό του καπιταλισμού με έναν εργατικό πολιτισμό. Επιχειρεί να δημιουργήσει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε μια κυρίαρχη ιδεολογία, εκείνη του καπιταλισμού, και μια ριζοσπαστική ιδεολογία, εκείνη του κομμουνισμού. Ταυτόχρονα, δεν αρνείται να αντλήσει από τη μεγάλη δεξαμενή της αστικής παράδοσης. Ο ίδιος είναι εμφανέστατα ποιητής του μοντερνισμού, χειρίζεται εξίσου καλά τη φόρμα του μικρού ποιήματος, συνομιλεί με όλο το εύρος της λαϊκής παράδοσης, κινείται ευέλικτα στη μεθόριο λόγιου και λαϊκού. Έχει την σπάνια ικανότητα να καταθέτει έναν πλουραλισμό στο ύφος, να στιχουργεί αναδεικνύοντας πολλά και ποικίλα επίπεδα πρόσληψης της δημιουργίας του. Ταυτόχρονα, ο Ρίτσος δεν έχει μόνον καλά ποιήματα. Τα πολλά χαμηλότερης τάξης έργα του δεν αποδυναμώνουν, ίσα-ίσα, ενδυναμώνουν το σύνολο του έργου του. Αν και συχνά η στάση ζωής του πρόβαλλε έναν δημιουργό που αρεσκόταν στο χειροκρότημα, στα φώτα και την εξέδρα (άλλωστε συχνότατα η επίσημη Αριστερά τον χρησιμοποίησε ως περσόνα, ως ένα εξωτικό πουλί επάνω στα μπαλκόνια) η ίδια του η δημιουργία αποδεικνύει πως δεν ήταν ο δημιουργός που αναζητούσε το Αριστούργημα. Αντιθέτως, πίστευε στη διαρκή παρουσία του διανοούμενου στα πολιτικά πράγματα, δημοσιοποιούσε τη δουλεία του ακόμα κι όταν γνώριζε πως δεν είναι ολόκληρο το έργο του ίδιου ύψους και αντίστοιχης ποιότητας.

Μ’ αυτή την παραδοχή, το «Υπερώον» δεν αποτελεί μια ποιητική συλλογή της οποίας ο ίδιος απέτρεψε την έκδοση. Ίσα-ίσα, πρόκειται για ένα βιβλίο με σπουδαία ποιήματα, αυτοκριτικά και ενδοσκοπικά. Βρίσκουμε τον ποιητή στο τέλος της ζωής του, να στοχάζεται την πορεία της, να κοιτάζει τη μοναξιά, να φοβάται και να αντιμετωπίζει την ώρα του θανάτου του. Ποιήματα μικρής φόρμας, που ο Ρίτσος χειρίζεται με δεξιοτεχνία και δωρικότητα, ποιήματα έντονης εικονοποιΐας σχηματίζουν ένα σύνολο που τελικά διαφωτίζει σε σημαντικό βαθμό το σύνολο του έργου του δημιουργού τους. Ο Ρίτσος αποσύρεται από τα φώτα των κομματικών εκδηλώσεων, από τις τελετές και τις βραβεύσεις και ξαναστοχάζεται, με όλη τη συσσωρευμένη εμπειρία της ζωής και της ποίησής του, τις βασικές αρχές των οραμάτων μας. Η σόμπα σκούριασε./Τα μπουριά ξεφλουδάνε./Οι τοίχοι ραγίζουν./Στο κάδρο/ένα δέντρο ολομόναχο/πράσινο ακόμη./Πούλησες και το ρολογάκι /του χεριού σου./Νοθέψανε και τον καφέ./Ένα τσιγάρο ξεχασμένο/καπνίζει στο σταχτοδοχείο./Λοιπόν,/τόσο μεγάλο κενό,/τόση στέρηση,/η ελευθερία; (Απογύμνωση, Υπερώον, Κέδρος, Αθήνα 2013, σ. 32.). Ο Ρίτσος μόνος του κάτω από τον ίσκιο της φήμης του, λίγο πριν την ήττα των οραμάτων του, σ’ έναν κόσμο που καταρρέει απομένει μονάχος με μόνη συντροφιά τα όσα πίστεψε, τους αγώνες του, τους αγώνες μας, ο δημιουργός αντιμέτωπος με την μόνη αλήθεια του καθενός, τον εαυτό του, τη θέση του και τον ιστορικό προορισμό του. Μετά την παράσταση/ έμεινε κρυφά στο υπερώον /στα σκοτεινά. /Η αυλαία ολάνοιχτη. /Εργάτες της σκηνής,/ φροντιστές, ηλεκτρολόγοι /ξεστήνουνε τα σκηνικά, /μετέφεραν στο υπόγειο /ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι,/ σβήσαν τα φώτα, /έφυγαν, /κλείδωσαν τις πόρτες. /Σειρά σου τώρα, /χωρίς φώτα,/ χωρίς σκηνικά και θεατές,/ να παίξεις εαυτόν.(Στο υπερώον, ό.π., σ. 22) Πρόκειται για ένα υπέροχο βιβλίο. Γιατί υπέροχο είναι κάθε βιβλίο που μας ωθεί να στοχαστούμε την φύση της κοινωνίας μας, τη φύση της δημιουργίας, να αντικρίσουμε την ποιότητα των αξιών μας. Το «Υπερώον» είναι ένα βιβλίο πραγματικής ποίησης, διότι η ποίηση δεν κάνει τίποτε άλλο παρά –όπως λέει κι ο σύγχρονός μας ποιητής Γιάννης Στίγκας- «ν’ ακονίζει μέσα μας την ελευθερία».

επιστροφή στην κορυφή