ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΕΡΜΟΓΙΑΝΝΗΣ. Στάση στο 36 κόκκινο.
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Εκτύπωση
Θέλω να σας μιλήσω για τον φίλο μου τον Παναγιώτη. Οι φίλοι του τον φωνάζουν Πάνο. Πολλοί –οι περισσότεροι δηλαδή- τον ξέρουν ως Bananiotis. Δεν είναι ψευδώνυμο, αλλά ένα όνομα για φίλους, γνωστούς και άγνωστους, το όνομα πίσω από κάθε αστείο και φάρσα του, το όνομα με το οποίο αναγνωρίζουμε κάθε τι που δεν είναι ψέμα του.
Συχνά στην παρέα θα πιει «στην υγεία του ΠΑΟΚ», κι ας είναι βαμμένος γαύρος. Αυτή η μεγαλοσύνη του, δεν έχει διευκρινιστεί ακόμα. Είναι όμως ξεκάθαρα παρούσα σε κάθε κουβέντα με τους φίλους, δοσμένη στον καθένα ξεχωριστά, μοιρασμένη σε βλέμμα, χαμόγελο και ατάκα. Όλα με αληθινή ευγένεια, με χαμηλό ήχο, με ρυθμό άλλο από των προτεραιοτήτων. Πάντα με λίγες λέξεις στα χείλη του. Μπορεί για ώρες μόνο να ακούει. Κι η κουβέντα του για τα πράγματα είναι το απόσταγμα αυτής της ακοής, που φαίνεται για σιωπή. Τρία γράμματα αλλάζει σε μια φράση και προκύπτει πολιτικό σχόλιο, οξύ και καίριο. Στα «φώτοσοπ» -όπως τα λέμε- που σκαρώνει, με μια απλή αντιμετάθεση των προσώπων, μια μικρή παραμόρφωση των σημείων της πραγματικότητας, προκύπτει η όψη της πραγματικότητας. Προβοκατόρικα, ακόμα και ενοχλητικά κάποιες φορές, σαν παιδί που δεν ξέρει από μεγέθη και ιερά, δεν διστάζει να ζωγραφίσει μορφές σαν την Άννα Φρανκ Ζάππα.
Πέρα από τους μαρξιστές -που παίρνουν τη ζωή στα σοβαρά και την Ιστορία ως φάρσα- ο Πάνος παίρνει την Ιστορία στα σοβαρά και τη ζωή σαν φάρσα. Στην πλάκα πρώτος, δρώντας πάντα στο παρασκήνιο των οργανωτικών της. Ακόμα και στην περιπέτεια του κομμουνιστικού οράματος, εκείνος αφανής για τους πολλούς, αρνούμενος να ενταχθεί σε δομές πρώτου πλάνου, έχει δώσει με όλη τη μαστοριά του το διαδικτυακό φως σε εγχειρήματα όπως το Kommon, ο Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών, παλιότερα στον ιστότοπο της εφημερίδας Εποχή (ενωτικός βλέπεις...). Εκπαιδευμένος κομάντο των μυστικών λογισμικών, σε μας –τους πιο στενούς του- βρήκε κάποτε τρόπο να μιλάμε κωδικά για την πολιτική, για τον σοσιαλισμό, για το κάθε τι: μέσα από τη μπάλα και το Subbuteo. Κάθε ιδέα που έρχεται πάνω στις μπύρες –πρέπει να με πιστέψετε- μπορεί και την κάνει website.
Τις ώρες με τους φίλους του, ο Πάνος τραγουδάει. Έτσι μας έχει μάθει –μας έχει θυμίσει δηλαδή- ότι το “Bella Ciao” είναι ένα ερωτικό τραγούδι. Ότι είναι επαναστατικό επειδή είναι ερωτικό. Δεν χρειάζεται να μας το εξηγήσει αυτό˙ απλά μας το τραγουδάει. Με το γνωστό του γρέζι, αυτό που παραιτείται όταν γλυκά φτάνει στο ρεφρέν του “Felicita”. Μας το είπε κι αυτό μερικές φορές μέσα στο καλοκαίρι, από τη θέση του συνοδηγού. Χαρά της ζωής, στα ιταλιάνικα –μία από τις γλώσσες του, η γλώσσα των φίλων, του καλοκαιριού, της επανάστασης, της μαγικής ζωής. Στο σαλόνι του σπιτιού του, έχει κρεμάσει έναν τεράστιο καμβά με μια αναπαραγωγή της Γκουέρνικα, που έχει φιλοτεχνήσει ο ίδιος –μόνο που όλες οι όψεις είναι χαμογελαστές. Δεν είναι για κάποια έκθεση ή κάποια δημόσια φάρσα. Στο σπίτι του –για να βλέπει μόνος τον κόσμο αλλιώς. Στο κατάστημα ειδών ζωγραφικής που άνοιξε πριν λίγα χρόνια, δεν είναι αφεντικό. Είναι όλα τα χρώματα μαζί, η φροντίδα για κάθε πελάτη, οι ιστορίες και τα πειράγματα για τις πιο κουφές παραγγελιές που τυχαίνουν. Αν πελάτης του ζητήσει το φεγγάρι, θα μας το πει το ίδιο βράδι να γελάσουμε και την επόμενη θα ψάξει τρόπο να το φέρει.
«Κάτω από τον ίσκιο ενός όμορφου ανθού», ζητάει από την αγαπημένη του να ταφεί ο παρτιζάνος του Bella Ciao. «Και ο κόσμος που θα περνάει, θα μου λέει μα τι όμορφο άνθος!». Πίσω από ένα άνθος βλέπουμε κάποιον, γράφει σε άλλο χρόνο ο Αντόνιο Πόρτσια. Μα και ότι οι πληγές είναι φωλιές από άνθη. Παραπομπές και στιχουργήματα, για να μιλήσεις για τον ακριβό φίλο που τώρα θα τραγουδούσε απλά –μα φλεγόμενος- κάποιο ιταλιάνικο του ’60 ή ένα ερωτικό του Χρήστου Κυριαζή. Δεν θα τραγουδήσει για καιρό όμως, αφού την Παρασκευή πριν μπει ο Σεπτέμβρης έγνεψε σε όλους μας πως φεύγει για κάπου μακριά, για καιρό πολύ. Μας παράγγειλε να τον θυμόμαστε κάθε μέρα, να κάνουμε σουπερφάρσες σε κάθε γλώσσα και να έχουμε έναν άλλο, αθόρυβο ρυθμό. Μετά κούνησε το χέρι σαν να μας αποχαιρετά –με το άλλο έπαιζε μπάσκετ, ναι παίζοντας έφευγε- και απομακρύνθηκε μ’ένα «έρχομαι». E questo il fiore del partigiano, morto per la supercazzola.
Πέρα από τους μαρξιστές -που παίρνουν τη ζωή στα σοβαρά και την Ιστορία ως φάρσα- ο Πάνος παίρνει την Ιστορία στα σοβαρά και τη ζωή σαν φάρσα. Στην πλάκα πρώτος, δρώντας πάντα στο παρασκήνιο των οργανωτικών της. Ακόμα και στην περιπέτεια του κομμουνιστικού οράματος, εκείνος αφανής για τους πολλούς, αρνούμενος να ενταχθεί σε δομές πρώτου πλάνου, έχει δώσει με όλη τη μαστοριά του το διαδικτυακό φως σε εγχειρήματα όπως το Kommon, ο Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών, παλιότερα στον ιστότοπο της εφημερίδας Εποχή (ενωτικός βλέπεις...). Εκπαιδευμένος κομάντο των μυστικών λογισμικών, σε μας –τους πιο στενούς του- βρήκε κάποτε τρόπο να μιλάμε κωδικά για την πολιτική, για τον σοσιαλισμό, για το κάθε τι: μέσα από τη μπάλα και το Subbuteo. Κάθε ιδέα που έρχεται πάνω στις μπύρες –πρέπει να με πιστέψετε- μπορεί και την κάνει website.
Τις ώρες με τους φίλους του, ο Πάνος τραγουδάει. Έτσι μας έχει μάθει –μας έχει θυμίσει δηλαδή- ότι το “Bella Ciao” είναι ένα ερωτικό τραγούδι. Ότι είναι επαναστατικό επειδή είναι ερωτικό. Δεν χρειάζεται να μας το εξηγήσει αυτό˙ απλά μας το τραγουδάει. Με το γνωστό του γρέζι, αυτό που παραιτείται όταν γλυκά φτάνει στο ρεφρέν του “Felicita”. Μας το είπε κι αυτό μερικές φορές μέσα στο καλοκαίρι, από τη θέση του συνοδηγού. Χαρά της ζωής, στα ιταλιάνικα –μία από τις γλώσσες του, η γλώσσα των φίλων, του καλοκαιριού, της επανάστασης, της μαγικής ζωής. Στο σαλόνι του σπιτιού του, έχει κρεμάσει έναν τεράστιο καμβά με μια αναπαραγωγή της Γκουέρνικα, που έχει φιλοτεχνήσει ο ίδιος –μόνο που όλες οι όψεις είναι χαμογελαστές. Δεν είναι για κάποια έκθεση ή κάποια δημόσια φάρσα. Στο σπίτι του –για να βλέπει μόνος τον κόσμο αλλιώς. Στο κατάστημα ειδών ζωγραφικής που άνοιξε πριν λίγα χρόνια, δεν είναι αφεντικό. Είναι όλα τα χρώματα μαζί, η φροντίδα για κάθε πελάτη, οι ιστορίες και τα πειράγματα για τις πιο κουφές παραγγελιές που τυχαίνουν. Αν πελάτης του ζητήσει το φεγγάρι, θα μας το πει το ίδιο βράδι να γελάσουμε και την επόμενη θα ψάξει τρόπο να το φέρει.
«Κάτω από τον ίσκιο ενός όμορφου ανθού», ζητάει από την αγαπημένη του να ταφεί ο παρτιζάνος του Bella Ciao. «Και ο κόσμος που θα περνάει, θα μου λέει μα τι όμορφο άνθος!». Πίσω από ένα άνθος βλέπουμε κάποιον, γράφει σε άλλο χρόνο ο Αντόνιο Πόρτσια. Μα και ότι οι πληγές είναι φωλιές από άνθη. Παραπομπές και στιχουργήματα, για να μιλήσεις για τον ακριβό φίλο που τώρα θα τραγουδούσε απλά –μα φλεγόμενος- κάποιο ιταλιάνικο του ’60 ή ένα ερωτικό του Χρήστου Κυριαζή. Δεν θα τραγουδήσει για καιρό όμως, αφού την Παρασκευή πριν μπει ο Σεπτέμβρης έγνεψε σε όλους μας πως φεύγει για κάπου μακριά, για καιρό πολύ. Μας παράγγειλε να τον θυμόμαστε κάθε μέρα, να κάνουμε σουπερφάρσες σε κάθε γλώσσα και να έχουμε έναν άλλο, αθόρυβο ρυθμό. Μετά κούνησε το χέρι σαν να μας αποχαιρετά –με το άλλο έπαιζε μπάσκετ, ναι παίζοντας έφευγε- και απομακρύνθηκε μ’ένα «έρχομαι». E questo il fiore del partigiano, morto per la supercazzola.