Menu
A+ A A-

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Λογικό και ιστορικό περιεχόμενο της Δικτατορίας του προλεταριάτου.



Του Διονύση Τζαρέλλα*

Υπάρχει ένα κλασικό ερώτημα-δίλημμα που συμπυκνώνει τη λογική-εγγενή αντίφαση κάθε απόπειρας κοινωνικού μετασχηματισμού: πώς αλλάζουν οι συνειδήσεις των ανθρώπων, όταν για αυτό χρειάζονται κοινωνικές αλλαγές σε επίπεδο θεσμών, δομών, ιδεών και εν τέλει κοινωνικών σχέσεων, που με τη σειρά τους για να πραγματοποιηθούν πρέπει πρώτα οι άνθρωποι να συνειδητοποιηθούν, να μετατραπούν δηλαδή σε συνειδητά δρώντα υποκείμενα;
Γενεαλογία της έννοιας
Ο Rousseau, ως κατ΄εξοχήν εκπρόσωπος της πολιτικής ριζοσπαστικής φιλοσοφίας του 18ου αιώνα, για να επιλύσει το παραπάνω “κυκλικό” ερώτημα, εισάγει αυθαίρετα, βουλησιαρχικά την έννοια του μεταβατικού νομοθέτη. O μεταβατικός νομοθέτης εκφράζει το γενικό συμφέρον, δημιουργεί τους απαραίτητους θεσμούς και μέσα από αυτή τη θεσμική μεταρρύθμιση παράγονται οι συνειδητοποιημένοι πολίτες.
Οι πρώιμοι κομμουνιστές, όπως ο Babeuf και Buanarroti, πολιτικά τέκνα της ρουσσωϊκής θεωρίας, υιοθετούσαν την άποψη πως μετά την επανάσταση, που θα ολοκληρώσει στο κοινωνικό πεδίο τη γαλλική, θα χρειαστεί μια μεταβατική δικτατορική περίοδος, παιδαγωγικής προετοιμασίας των μαζών για τη νέα κοινωνία. Ο Blanqui ως ώριμος (αν και μη μαρξιστής) κομμουνιστής, θα προσδώσει το ταξικό περιεχόμενο αυτής της μεταβατικής δικτατορίας, ορίζοντάς την περιγραφικά ως δικτατορία του προλεταριάτου. Ο σύντομος (αλλά και μακρύς) δρόμος από την “όμορφη επανάσταση” του Φλεβάρη του 1848 μέχρι την προλεταριακή εξέγερση -και τη συντριβή της τον Ιούνη του ίδιου έτους- η μετατροπή της απατηλής ενότητας των τάξεων σε ασυμφιλίωτη αντίθεση, αποτελώντας την πρακτική επιβεβαίωση της ταξικότητας της αστικής δημοκρατίας, θα νομιμοποιήσει πολιτικά και ηθικά τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Τον όρο αυτό θα υιοθετήσει ο Μαρξ, μετατρέποντάς τον σε συστατικό στοιχείο της μαρξικής θεωρίας.
 
Η ΔτΠ ως συλλογικός μεταβατικός νομοθέτης
 
H δικτατορία του προλεταριάτου, κομβικός όρος της μαρξικής θεωρίας για το κράτος, είναι το μαρξικό εννοιολογικό αντίστοιχο του ρουσσωϊκού μεταβατικού νομοθέτη, διαμεσολαβεί το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό και έχει ως στόχο την υλική, πολιτισμική και πολιτική οργάνωση αυτής της μετάβασης από την ταξική στην αταξική κοινωνία. Έχει ως στόχο την καταστροφή του κράτους, των κοινωνικών τάξεων και την απόδραση από τον αλλοτριωτικό αντεστραμμένο κόσμο (verkehrte Welt) του νόμου της αξίας.
Ο Μαρξ εντάσσεται στη σχολή της μετάβασης αναφορικά με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, ακολουθώντας σε αυτό το Rousseau. Ο Μαρξ μετασχηματίζει όμως τον αφηρημένο μεταβατικό νομοθέτη σε συγκεκριμένο συλλογικό πολιτικό υποκείμενο, το οποίο μέσω της διαλεκτικής διανόησης-προλεταριάτου, επιτελεί τον ίδιο παιδαγωγικό ρόλο, παράγοντας ένα νέο ανθρωπολογικό τύπο που υλοποιεί το πρόταγμα της καθολικής απελευθέρωσης, διαμορφώνοντας τους υλικούς και πολιτικούς όρους της.
Η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου στη μαρξική θεωρία δεν περιορίζεται στην εισαγωγή πολιτικών θεσμών, αλλά τροποποιεί το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, ενοποιεί τις σφαίρες της οικονομίας και της πολιτικής, συγκροτώντας τους ανθρώπους ως συνειδητά πολιτικά δρώντα υποκείμενα και ενσυνείδητους παραγωγούς των υλικών όρων της ύπαρξης τους.
Το ζήτημα της ΔτΠ αποτελεί συνεπώς μέρος μιας ευρύτερης προβληματικής γύρω από τη διαδικασία της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό που συμπυκνώνει επιμέρους ζητήματα, όπως τη σχέση οικονομίας και πολιτικής, τη διαλεκτική μαζών-κόμματος (πρωτοπορίας), επανάστασης-εξουσίας και δημοκρατίας-δικτατορίας.
 
Τα ίχνη της προβληματικής της ΔτΠ στο νεανικό μαρξικό έργο
Η έννοια της ΔτΠ ως πολιτικής μορφής της μετάβασης που συναντάμε στο ώριμο μαρξικό έργο, συσχετίζεται με δύο προβληματικές του νεανικού μαρξικού έργου[1]: την πολιτική διαμεσολάβηση της καθολικής χειραφέτησης και τη διαλεκτική σύλληψη της δημοκρατίας ως ορίου της πολιτικής μορφής της αστικής κοινωνίας, αλλά και ως αναγκαίου μέσου υπέρβασής της μέσω της επέκτασης της δημοκρατίας στην κοινωνία των ιδιωτών.
Η πολιτική χειραφέτηση είναι για το Μαρξ ανεπαρκής και μερική γιατί δεν υπερβαίνει τους υλικούς όρους της αστικής κοινωνίας που παράγουν το διχασμό της ανθρώπινης ουσίας ανάμεσα στην συγκεκριμένη εγωιστική ύπαρξη (αστός) και στην ψευδή κι αλλοτριωτική καθολικότητα της (πολίτης).[2]
Η πραγματική χειραφέτηση προϋποθέτει μια επανάσταση που υλοποιεί τη ρήξη με την κοινωνία των ιδιωτών και με την κρατική της θέσμιση.
Η μαρξική θεωρία για το κράτος ήδη στη νεανική στιγμή της διατυπώνει ως πρόταγμα τη συντριβή της κρατικής οργάνωσης, πρόταγμα που παραμένει συστατικό της χαρακτηριστικό και στη μετέπειτα εξέλιξή της, μια εμμένουσα αντικρατική μήτρα (Bensaid 2006:91).
Η μερικότητα της πολιτικής χειραφέτησης δεν εμποδίζει το Μαρξ να τη θεωρήσει βαθμίδα και όριο της ανθρώπινης χειραφετησης.
Στο Εβραϊκό ζήτημα  η πολιτική χειραφέτηση νοείται ως “ μια μεγάλη πρόοδος.. η τελευταία μορφή της ανθρώπινης χειραφέτησης εντός της μέχρι σήμερα οργάνωσης του κόσμου.” (Μarx 2014:169), Στο άρθρο ο Βασιλιάς της Πρωσίας και η κοινωνική μεταρρύθμιση. Από έναν Πρώσο (31-7-1844) διατυπώνεται η σχέση πολιτικού-κοινωνικού τη στιγμή του επαναστατικού μετασχηματισμού[3].
Ο κοινωνικός μετασχηματισμός είναι αναγκαστικά πολιτικός επειδή βγαίνει από τους κόλπους του υπάρχοντος, του οποίου αποτελεί την άρνηση, και φέρει την πολιτική ως αναγκαίο ίχνος της ταξικής κοινωνίας. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός όμως εκτός από αρνητικότητα είναι και κατάφαση, οπότε όταν οικοδομεί το νέο, η πολιτική ως ίχνος του παλιού απωλεί το ειδικό της βάρος. Πρόκειται για πρώιμη διατύπωση της προβληματικής της μετάβασης μέσα από τη διαλεκτική επανάστασης-εξουσίας (Χρύσης 2008).
Ο Μαρξ θέλει να διαρρήξει τη φυλακή του πολιτικού μυστικισμού, την πολιτική μέσω της πολιτικής και κατανοεί την πολιτική ως μη φετιχοποιημένη μορφή, μόνο όταν εκείνη επεκτείνει την κριτική της, στο ομιχλώδες πεδίο των μη “πολιτικών” οικονομικών σχέσεων. Η πολιτική για να είναι αληθινή κριτική στο υπάρχον, πρέπει να μιλήσει πολιτικά για την οικονομία.
Στην Κριτική, ο Μαρξ στοχάζεται πάνω στο διττό αντιφατικό περιεχόμενο της αστικής δημοκρατίας. Η δημοκρατία λογίζεται είτε ως η πληρέστερη μορφή του αστικού κράτους επειδή αναδεικνύει τις αντιθέσεις του, δίχως όμως να αίρει το φετιχοποιημένο χαρακτήρα του, είτε ως μέσο ανατροπής της αστικής κοινωνίας. Η ανάπτυξη της δημοκρατίας είναι συνεπώς το όριο ταλάντωσης ή θραύσης του υπάρχοντος κοινωνικού σχηματισμού και η μορφή της μετάβασης προς την αταξική κοινωνία.
Ο Μαρξ συνάγει πως η υπέρβαση του παλιού κόσμου μπορεί να προέλθει μέσα από το συνδυασμό πολιτικής και κοινωνικής επανάστασης που επεκτείνοντας τη δημοκρατία στη σφαίρα της κοινωνίας των ιδιωτών, αναδεικνύει το ουσιαστικό της περιεχόμενο. Την ίδια στιγμή προσδιορίζει περιγραφικά, το πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο του μετασχηματισμού ως την ενότητα της σκεπτόμενης και πάσχουσας ανθρωπότητας (Επιστολή στο Ruge, Μάιος 1843, στο Marx 2014:195-96) εισάγοντας τη διαλεκτική διανόησης-προλεταριάτου, που θα διατυπώσει ρητά στην Εισαγωγή της Κριτικής στην εγελιανή φιλοσοφία του Δικαίου.
Η περαιτέρω επεξεργασία αυτών των θεωρητικών διαπιστώσεων στο ώριμο μαρξικό έργο, υπό το φως της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, της ταξικής μεθοδολογίας και των ιστορικών γεγονότων (επαναστάσεις του 1848, πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη και η Παρισινή Κομμούνα) παράγει λογικά την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου.
 
 
Πρώτη στιγμή της δικτατορίας του προλεταριάτου: η συντριβή του αστικού κράτους
 
Στα πολιτικά γραπτά ή ιστορικά έργα[4], ο Μαρξ θεμελιώνει λογικά και ιστορικά, τις βασικές του θέσεις για το αστικό κράτος και τους τρόπους υπέρβασής του κατά την επαναστατική διαδικασία, θέσεις που συγκροτούν το σκληρό πυρήνα της μαρξικής θεωρίας κράτους.
Το αστικό κράτος είναι η ένυλη έκφραση του αστικού συμφέροντος, συνεπώς η λειτουργία, η δομή και το περιεχόμενο του προσδιορίζονται από την καθαυτή υλικότητά του και το σκοπό για τον οποίο έχει συγκροτηθεί.  Δεν αρκεί η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο για την πραγμάτωση της κοινωνικής χειραφέτησης, γιατί το κράτος δεν είναι μια ουδέτερη πύκνωση ισχύος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενάντια στην κυρίαρχη τάξη.
Ο Μαρξ από το 1852 στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη δηλώνει ρητά πως το περιεχόμενο της επανάστασης είναι το τσάκισμα (brecken) και η καταστροφή (zerbrechen, zerstorung) του αστικού κράτους. Το συμπέρασμα αυτό διατυπώνεται και στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία “μα η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς. (Μαρξ χχ:307).  Αλλά και στην επιστολή του στις 12-4-1871 στον Κούγκελμαν ο Μαρξ τονίζει τη σημασία της συντριβής της κρατικής μηχανής[5].
Τι αντικαθιστά το ανατιναγμένο αστικό κράτος;  Μέσα από την εμπειρία της Κομμούνας “που δεν ήταν πια κράτος με την καθαυτό έννοια της λέξης” (Engels: επιστολή στον Μπέμπελ, Μάρτης 1875) ο Μαρξ, αναλύει τις μορφές αυτού του μη κράτους, την εσωτερική του θέσμιση, συσχετίζοντας τες με τη διαδικασία μετάβασης στον (ακρατικό) κομμουνισμό.
Η ΔτΠ συνεπώς προκύπτει ως αναγκαία πολιτική-κρατική μορφή της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, αφού πρώτα η μαρξική θεωρία έχει θεμελιώσει την αναγκαιότητα της συντριβής του αστικού κράτους, η οποία είναι η πρώτη στιγμή του κοινωνικού μετασχηματισμού και “ο προκαταρτικός όρος κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης στην ήπειρο” (Μαρξ: επιστολή στον Kugelman στις 12-4-1871).
 
Δεύτερη στιγμή: ο θετικός και παιδαγωγικός ρόλος της ΔτΠ
 
Η έννοια της ΔτΠ θεμελιώνεται καταρχήν ως κατάληξη-απόγειο της πάλης των τάξεων, ως απαραίτητη μορφή εξουσιαστικής θέσμισης που υλοποιεί το τσάκισμα του κράτους[6] και οικοδομεί την εργατική εξουσία μέσα από τη διαλεκτική άρνησης και κατάφασης. Ο Μαρξ σε επιστολή του προς το Weydemeyer (5-3-1852) αναλύει την έννοια της ΔτΠ ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης και ως μέσο προς την αταξική κοινωνία, ένα κατώφλι από το παρελθόν προς το μέλλον. “ ..δεν ανήκει σε μένα η τιμή ότι ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, όπως και την πάλη που διεξάγουν μεταξύ τους (…) το νέο που έφερα είναι: 1) ότι απέδειξα ότι η ύπαρξη των τάξεων είναι συνδεδεμένη με καθορισμένες ιστορικές φάσεις της ανάπτυξης της παραγωγής. 2) ότι η πάλη των τάξεων οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου και 3) ότι η ίδια αυτή η δικτατορία δεν αντιπροσωπεύει παρά μια μετάβαση προς την κατάργηση όλων των τάξεων και προς μια κοινωνία δίχως τάξεις”.
Στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα, η σύλληψη της ΔτΠ ως φάσης μιας ενιαίας διαδικασίας μετάβασης ειπώνεται ξεκάθαρα, ώστε να ορίσει το κράτος σε μια κομμουνιστική κοινωνία και να αντιπαρατεθεί με τις μεταρρυθμιστικές προτάσεις και τη συνεπαγόμενη εξιδανίκευση της λαοκρατικής δημοκρατίας στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας.[7]
Από αυτή τη σύλληψη της ΔτΠ ως μεταβατικής πολιτικής μορφής παράγεται ο θετικός της χαρακτήρας και η εξαρχής σύνδεση και υπαγωγή της στον τελικό στόχο της αταξικής κοινωνίας
Η θετική διάσταση της ΔτΠ και η μορφοποίηση της ως κράτος που αρνείται προοπτικά τον εαυτό του, δε συνεπάγεται την αισθητικοποίηση της αρνητικής της διάστασης. Η ΔτΠ είναι καταρχήν κράτος, άρα βία και μηχανισμός επιβολής για την καθυπόταξη της αστικής τάξης και γενικότερα των εχθρών του προλεταριάτου, είναι βία που θεσπίζει, παράγει δίκαιο και δε χρειάζεται κανένας εξωραϊσμός αυτής της πραγματικότητας.[8]
Το κράτος του προλεταριάτου είναι μηχανισμός βίας, μόνο στο βαθμό που φέρει εντός του το ίχνος-φορτίο της παρελθούσας κοινωνικής συγκρότησης και επομένως διατηρεί το αστικό δίκαιο και το κράτος ως αφηρημένους κανονιστικούς κώδικες οργάνωσης της κοινωνικής ζωής.[9]
Η ΔτΠ οικοδομείται εξαρχής ως μη κράτος εφόσον αποτελεί ένα μηχανισμό καταπίεσης της πλειοψηφίας ενάντια στη μειοψηφία των εκμεταλλευτών. Είναι το κράτος που επιβάλλει και ανυψώνει σε γενικό, το συμφέρον του προλεταριάτου ως αρνητικότητας.
Σε τί συνίσταται ο θετικός-παιδαγωγικός χαρακτήρας της ΔτΠ; Όχι στον προσδιορισμό της από τα φορτία του παρελθόντος, αλλά στο ότι τροποποιεί το παρόν με στόχο το μέλλον. Είναι το συλλογικό υποκείμενο που κληροδοτεί το παλιό υλικό, τόσο ως οικονομική βάση, όσο και ως συνείδηση με συνειδητό στόχο να το μεταπλάσει, υπερβαίνοντας-αίροντας τα βαρίδια του παρελθόντος.
Η ΔτΠ κάνει πράξη την οντολογική αρχή του ανθρώπου να θέτει στόχο (Setzung), να τροποποιεί την κοινωνική πραγματικότητα συνειδητά, όχι μόνο για την άρνηση αλλά και για χάρη αυτού που θέλει να δημιουργήσει και που μπορεί να σχεδιάσει νοητά.
Οι άνθρωποι είναι παράγωγα και παραγωγοί των συνθηκών, η ταύτιση του Είναι και της συνείδησης είναι ακριβώς η στιγμή του κοινωνικού μετασχηματισμού.[10]
Η τελεολογική προβολή (Setzung), όπως την αναλύει ο Lukacs (1980:7), ενισχύει τη σημασία της συνειδητής πράξης ως το καθοριστικό στοιχείο μετασχηματισμού της πραγματικότητας. Όπως επισημαίνει ο Χρύσης (2008:65-66) “η ίδια η κομμουνιστική επανάσταση μπορεί να προσεγγιστεί ως κατ’εξοχήν τελεολογική διαδικασία”.
Το συνειδητό στοιχείο που αποτελεί το καταφατικό περιεχόμενο της ΔτΠ είναι κυρίαρχο και στο χώρο της οικονομίας. Στο πεδίο της οικονομίας η επέκταση της δημοκρατίας σημαίνει και την άρση της διάκρισης οικονομίας-πολιτικής ως διακριτές βαθμίδες της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η ΔτΠ είναι η απόπειρα αντικατάστασης της αγοράς και της φετιχιστικής λειτουργικότητάς της με το συνειδητό σχεδιασμό της κοινωνικοποιημένης παραγωγής. Είναι η συνειδητή-σταδιακή- αντικατάσταση των εμπορευματικών σχέσεων και του νόμου της αξίας με την συλλογική (αυτο) οργάνωση των παραγωγών, με τη ενσυνείδητη και στοχοθετημένη (Setzung) παραγωγή και αναπαραγωγή των όρων ύπαρξης της κοινωνίας από τα ίδια τα μέλη της. Με αυτόν τον τρόπο παράγεται ένα νέο κοινωνικό υποκείμενο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως δρώσα παραγωγική δύναμη.
Η οικονομία παραμένει ένας υλικός περιορισμός, ένα όριο, το οποίο όμως απομυστικοποιείται, νοείται στη σχέση του με την ανθρώπινη δραστηριότητα και επομένως μετατρέπεται σε συλλογική ενσυνείδητη πράξη. Η παραγωγή ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου μέσα από τον εμπλουτισμό των κοινωνικών σχέσεων, παράγει την απονέκρωση του κράτους, την ολοκλήρωση της δημοκρατίας, την κατάργηση του δικαίου ως αφηρημένου-αλλότριου ρυθμιστικού κανόνα και την αναπαραγωγή της ζωής ως σχέσης προσώπων, απηλλαγμένης από τον κοινωνικό ανταγωνισμό και την πραγμοποίηση.
Στο πεδίο της πολιτικής η δημοκρατική μορφή της ΔτΠ έχει ως στόχο και πρακτική της: την απομυστικοποίηση της πολιτικής, τη μαζικοποίηση της δημοκρατίας μέσα από νέους θεσμούς, την άρση της διάκρισης των εξουσιών, την παραγωγή πολιτών που συνειδητά τροποποιούν τις κοινωνικές συνθήκες της ύπαρξης τους.
Η ΔτΠ αποτελεί την ποσοτική επέκταση της δημοκρατίας ως μορφής, μέχρι το δομικό της όριο (τυπική μορφή-ταξικό περιεχόμενο, εξαίρεση προλεταριάτου) και την υπέρβαση αυτού του ορίου μέσα από την ποιοτική της μετατροπή σε αληθινή δημοκρατία. (Λένιν 2011:70-71).[11]
Η δημοκρατία είναι ο καλύτερος τρόπος διαπαιδαγώγησης των μαζών στην άσκηση της εξουσίας, προϋποθέτει την εμπλοκή όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων, έτσι ώστε η πολιτική να πάψει να αποτελεί λειτουργία και επάγγελμα των ειδικών, άρα μια ξεχωριστή σφαίρα δραστηριότητας που αναπαράγει την αλλοτρίωση και τον πολιτικό φετιχισμό.
Η συγχώνευση των εξουσιών και η μετατροπή του κοινοβουλευτικού σώματος σε εργαζόμενο σώμα με τη διπλή έννοια των βουλευτών-εργατών αλλά και των βουλευτών που υλοποιούν οι ίδιοι αυτά που εισηγούνται, αποτελεί την άρση της πολιτικής ως διακριτής βαθμίδας της ανθρώπινης δραστηριότητας συγχωνεύοντάς τη, με την οικονομία ως τόπο λήψης πολιτικών αποφάσεων, αντιστρέφοντας τον καπιταλιστικό χωρισμό οικονομίας-πολιτικής.
Η ΔτΠ ολοκληρώνει τη δημοκρατία μέσα από την ποσοτική της επέκταση, μέσα από την ενεργό συμμετοχή των μαζών, η δημοκρατία επεκτείνεται και στη σφαίρα της οικονομίας, στο “μυστικό” χώρο της παραγωγής, και αγκαλιάζει όλες τις πτυχές του κοινωνικού πράττειν, άρα αποφετιχοποιεί τις κοινωνικές σχέσεις.
Η ΔτΠ είναι η φάση της τυπικής υπαγωγής του κομμουνισμού η ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων στην υλική βάση που κληροδοτεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ενώ η ανώτερη βαθμίδα του είναι η φάση της ουσιαστικής υπαγωγής, όπου οι σχέσεις παραγωγής αναπτύσσονται σε συνάρθρωση με τον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής[12].
Η ΔτΠ ως ειδική μορφή μεταβατικού κράτους-μη κράτους, είναι η πολιτική μορφή της πρώτης φάσης του κομμουνισμού, η απαρχή της απονέκρωσης του κράτους, η διάρρηξη της φυλακής της αξίας και συνεπώς ο συνειδητός σκοπός της είναι να γίνει ο μεταβατικός νομοθέτης, ο οποίος μέσα από τον παιδαγωγικό του ρόλο μετατρέπει τους ανθρώπους σε συνειδητά δρώντα υποκείμενα που θέτουν ως στόχο τους, τον κομμουνισμό.
 
Το πολιτικό υποκείμενο της ΔτΠ
Η ΔτΠ εκφράζει και ανυψώνει σε γενικό το συμφέρον του προλεταριάτου και αποτελεί την ανώτερη μορφή συγκρότησης του προλεταριάτου σε πολιτικό υποκείμενο. Με αυτήν την έννοια το κοινωνικό υποκείμενο της ΔτΠ είναι το προλεταριάτο στο σύνολό του.
Ποιος είναι ο συνειδητός φορέας της ΔτΠ, το πολιτικό υποκείμενο που έχοντας την ηγεμονία, οργανώνει και καθοδηγεί τη διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα αφενός οριοθετεί τα διάφορα πολιτικά ρεύματα, αφετέρου σχετίζεται με το βάθος και την έκταση της εργατικής δημοκρατίας. Είναι το κόμμα ως πεφωτισμένη πρωτοπορία των μαζών, ή αντίθετα το σύνολο του προλεταριάτου που ασκεί την εξουσία μέσα από συμβουλιακές δομές;
Στην πρώτη περίπτωση ποια είναι η δικλείδα ασφαλείας απέναντι στον εκφυλισμό της εργατικής δημοκρατίας, στην παθητικοποίηση των μαζών και στην ανάθεση των κυβερνητικών καθηκόντων στους ειδικούς; Στη δεύτερη περίπτωση πως είναι εφικτό από τη μια μέρα στην άλλη, παθητικές-μη συνειδητοποιημένες μάζες-που παρέμειναν τέτοιες ακόμα και τη στιγμή της επαναστατικής τομής να υψωθούν σε συνειδητό προλεταριάτο; Πώς γίνεται να αρθεί άμεσα η διαμεσολάβηση της διανόησης και άρα του κόμματος-πρωτοπορίας; Με ποιον τρόπο πραγματώνεται η διαλεκτική πρωτοπορίας-μαζών έτσι ώστε ούτε να αναπαραχθεί η γραφειοκρατία των ειδικών, ούτε η συνειδητή μειοψηφία να υποταχτεί στην μέση συνείδηση όπως αυτή βγαίνει μέσα από αιώνες προλήψεων και καταπίεσης;
Θεωρώ πως το πολιτικό υποκείμενο της επαναστατικής δικτατορίας δεν είναι γενικά κι αόριστα το προλεταριάτο ή οι καταπιεσμένοι, αλλά οι συνειδητές τους δυνάμεις.
Η ΔτΠ δεν είναι η στιγμή που η εξουσία διαχέεται αδιαμεσολάβητα στο λαό, γιατί παρά την επαναστατική τομή-ασυνέχεια, η προλεταριακή δικτατορία διαδέχεται τον καπιταλισμό και την παραγόμενη από αυτόν συνείδηση.
Αν η κυριαρχία της αστικής συνείδησης στο προλεταριάτο “αναγκάζει” τους κομμουνιστές να οργανωθούν σε διακριτό (από το σύνολο της τάξης) κόμμα την προεπαναστατική περίοδο, για να προπαγανδίσουν την επαναστατική θεωρία, αυτή η αναγκαιότητα παραμένει και καθίσταται επιτακτική τη στιγμή της επαναστατικής πράξης[13].
Το προλεταριάτο είναι επαναστατικό υποκείμενο μόνο όταν, μέσω πολύπλοκων πολιτικών διαμεσολαβήσεων, ανυψώνεται σε αρνητικότητα[14]. Η ΔτΠ είναι η κορύφωση αυτής της διαδικασίας που ολοκληρώνει τη διαλεκτική τάξης καθεαυτής και δι’ευατήν.
Αν η ΔτΠ είναι και η διαδικασία αυτοκατάργησης του προλεταριάτου, τότε την ηγεμονία δεν μπορεί παρά να την έχει η συνειδητή πρωτοπορία που ανεξάρτητα από τα πισωγυρίσματα, τις δυσκολίες και την κόπωση της επαναστατικής διαδικασίας, μένει προσηλωμένη στο στρατηγικό δέον της οικοδόμησης της αταξικής κοινωνίας.
Ο καταφατικός χαρακτήρας της ΔτΠ δεν παράγεται αυθόρμητα, υπερβαίνει το στενό οικονομικό συμφέρον και προϋποθέτει ένα πολιτικό υποκείμενο που εκφράζει το γενικό συμφέρον των καταπιεσμένων.
Αναμφισβήτητα το συνειδητό προλεταριάτο οικοδομεί με τέτοιες μορφές την εξουσία, ώστε να εμπλακούν και να συμμετέχουν στην άσκησή της ευρύτερες μάζες (σοβιέτ) κι αυτό ακριβώς αποτελεί και το στεγανό του από τον εκφυλισμό, αλλά και το χειραφετικό του πρόταγμα.
Φυσικά καμία συνειδητή δύναμη, καμία βούληση δε δρα στο κενό, ανεξάρτητα από βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες. Θεωρώ όμως πως πρέπει να στοχαστούμε εκ νέου πάνω στο ζήτημα της πρωτοπορίας και να αναρωτηθούμε για τη διαλεκτική της σχέση με την κίνηση των μαζών, πέρα από ψευδεπίγραφους ηθικισμούς, έχοντας ταυτόχρονα επίγνωση των αντιφάσεων και των κινδύνων που κρύβει ο δικτατορικός δρόμος προς τον κομμουνισμό.
Από την άλλη μεριά δεν υπερβαίνει κανείς αυτές τις αντιφάσεις, είτε θεωρώντας το κόμμα απλή συνείδηση που μεταλαμπαδεύεται σε κάποιο εν υπνώσει μεταφυσικό κοινωνικό υποκείμενο (εργατική τάξη ή λαός) το οποίο είναι αγνό και αδιαμεσολάβητο από τη φύση του, είτε επικαλούμενος αφηρημένα το δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό.
Πέρα από φαντασιώσεις περί ανόθευτων κοινωνικών υποκειμένων, αλλά και αυτοαναφορικών πρωτοποριών, το κομμουνιστικό δέον προκύπτει από το συνδυασμό των αντιθέσεων του καπιταλιστικού υπάρχοντος και της συνειδητής δράσης για την υπέρβασή τους, μιας και ο  κομμουνισμός-του οποίου προαπαιτούμενου είναι η ΔτΠ- είναι καιη πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων”. (Marx-Engels 1997: 82)
 
 
 
Βιβλιογραφία
 
Benjamin W. 2002, Για μια κριτική της βίας, Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα
Bensaid, D. 2006, Sur la question juive, Presentation et commentaires, Paris: Editions Fabrique
Λένιν Β. 1975, Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας, Αθήνα: Ειρήνη
Λένιν Β. 2011, Άπαντα τ.33, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Lukàcs G., 2002, Le jeune Marx, son evolution philosophique de 1840 a 1844, Paris: Editions de la Passion
Lukàcs G., 1978, The ontology of Social Being (2.Marx), London: The Merlin Press
Marx, K. 2014, Κείμενα από τη δεκαετία του 1840 (επιμ) Θ. Γκιούρας, Αθήνα: ΚΨΜ
Marx, K. 1978 (1843). Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Αθήνα: Παπαζήσης.
Μαρξ Κ. 2012,1 Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 1848-1850, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Μαρξ Κ. 2012,2 Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Μαρξ-Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, 2 τόμοι, Αθήνα: Gutemberg
Μαρξ Κ. χχ, Ιστορικά έργα, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Αθήνα: Αναγνωστίδης
Μαρξ Κ.1994, Κριτική του προγράμματος της Γκότα, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Χρύσης Α. 2008, Για τη διαλεκτική εξουσίας-επανάστασης, Αθήνα: ΚΨΜ
 

[1] Αναφέρομαι κυρίως στα έργα Για το Εβραϊκό ζήτημα και Κριτική της Χεγκελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου
 
[2]H πολιτική χειραφέτηση δεν παράγει παρά μια τυπική δημοκρατία,όπου διακηρύσσονται δικαιώματα και υποχρεώσεις που δεν μπορούν να εκπληρωθούν στην κοινωνία των ιδιωτών” (Lukacs 2002:65).
[3] Η πολιτική δεν είναι απλά μια μεγάλη πρόοδος, αλλά και η μορφή, η αναγκαία οδός της απόδρασης από τον υπάρχοντα φετιχοποιημένο κόσμο: “ Όσο παραφραστική ή ανόητη όμως είναι μια κοινωνική επανάσταση με πολιτική ψυχή, τόσο έλλογη είναι μια πολιτική επανάσταση με κοινωνική ψυχή. Η επανάσταση εν γένει είναι-η ανατροπή της υπάρχουσας εξουσίας και η διάλυση των παλαιών σχέσεων-είναι μια πολιτική πράξη. Χωρίς επανάσταση δεν μπορεί να επιλεστεί ο σοσιαλισμός. Χρειάζεται αυτή την πολιτική πράξη, στο βαθμό που χρειάζεται την καταστροφή και τη διάλυση. Εκεί όμως όπου ξεκινά η οργανωτική δραστηριότητα, εκεί όπου αναφαίνεται ο αυτοσκοπός του, η ψυχή του, εκεί ο σοσιαλισμός αποτινάζει το πολιτικό του περίβλημα.” (Marx 2014:358)
[4] Με τον όρο ιστορικά έργα ή πολιτικά γραπτά εννοούμε τα κείμενα του Μαρξ που καταγράφουν και αναλύουν τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις στη Γαλλία την περίοδο 1848-1852 και την περίοδο της Παρισινής κομμούνας(1871). Πρόκειται για τα έργα: Οι Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 1848-1850, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη και ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία.
[5]  “ Αν ρίξεις μια ματιά στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου μου, η 18η Μπρυμαίρ, θα δεις ότι σαν κατοπινή προσπάθεια της γαλλικής επανάστασης δηλώνω: να μην περάσει τη γραφειοκρατική-στρατιωτική μηχανή από το ένα χέρι στο άλλο, αλλά να την τσακίσει”.
[6] Η συντριβή του σκληρού πυρήνα του κράτους (αστυνομία-στρατός) και η δημιουργία ένοπλων πολιτοφυλακών, η αντικατάσταση του κοινοβουλευτισμού από τα σοβιέτ και η άρση της διάκρισης των εξουσιών, η αιρετότητα και η ανακλητότητα των αντιπροσώπων και η εξίσωση των βουλευτικών μισθών με το μέσο εργατικό μισθό, αποτελούν τυπολογικά χαρακτηριστικά της ΔτΠ, ενώ καταδεικνύουν την ταξικότητα και τον “λαϊκο-πρωτόγονο” χαρακτήρα της εργατικής δημοκρατίας.
 
[7]  “ ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της μιας στην άλλη. Και σε αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος, όπου το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου. (Μαρξ 1994:34)
[8]Θα έπρεπε να παρατήσουν όλη τη φλυαρία για το κράτος, ιδιαίτερα ύστερα από την Κομμούνα που δεν ήταν κράτος με την καθαυτό έννοια της λέξης(…)είναι καθαρή ανοησία να μιλά κανείς για ‘ελεύθερο λαϊκό κράτος’. Όσον καιρό το προλεταριάτο χρειάζεται ακόμα το κράτος, τοχρειάζεται όχι προς το συμφέρον της ελευθερίας, αλλά της καταστολής των αντιπάλων του και από τη στιγμή που θα μπορεί κανείς να μιλά για ελευθερία παύει να υπάρχει το κράτος σαν τέτοιο. Γι αυτό θα προτείναμε εμείς στη λέξη κράτος να βάλουν τη λέξη κοινότητα(Gemeinwesen)” (Επιστολή Engels στο Bebel, παρατίθεται στο Μαρξ 1994:47).
 
[9]  “Εδώ έχουμε να κάνουμε με την κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως έχει εξελιχθεί πάνω στη δική της βάση, αλλά αντίθετα όπως προβάλλει από την καπιταλιστική κοινωνία, επομένως που από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά είναι γεμάτη από τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας (…) το δίκαιο δεν μπορεί ποτέ να είναι ανώτερο από την οικονομική διαμόρφωση και την καθορισμένη από αυτήν πολιτική ανάπτυξη της κοινωνίας.” (Μαρξ 1994:22-24)
 
[10] “ Η σύμπτωση της αλλαγής των περιστάσεων και της ανθρώπινης δραστηριότητας μπορεί να συλληφθεί και να κατανοηθεί έλλογα μόνο ως επαναστατική πράξη”. (Μαρξ 3η θέση για το Φόυερμπαχ).
[11] Ο Engels στην κριτική του προγράμματος της Ερφούρτης διατυπώνει εκ νέου τη διαλεκτική δημοκρατίας-ΔτΠ: “..το κόμμα μας και η εργατική τάξη μπορούν να έρθουν στην εξουσία μονάχα με την πολιτική μορφή της λαοκρατικής δημοκρατίας (demokratischen Republic). Η δημοκρατία αυτή είναι μάλιστα που αποτελεί ειδική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου” (παρατίθεται στο Λένιν, ο.π.:144)
[12]  Το κράτος για τη μαρξική θεωρία είναι παράγωγο της ταξικής διαίρεσης, επομένως η διαδικασία απονέκρωσης του οριοθετείται από την υλική βάση που κληροδοτεί η αστική κοινωνία, αλλά θεωρητικά η απονέκρωση του κράτους ξεκινά από τη στιγμή που το πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο της επανάστασης καταλαμβάνει την εξουσία.
[13] Όλες οι επαναστάσεις της νεωτερικότητας είχαν ως κύριο γνώρισμά τους ενα πολιτικό υποκείμενο, που οργανωμένο διακριτά από τις μάζες, στη βάση ενός συνειδητού σχεδίου οικοδόμησης και κοινής ιδεολογικής αναφοράς, εξέφραζε διαμεσολαβημένα το γενικό συμφέρον του κοινωνικού υποκειμένου. Για αυτό και τα αποτελέσματα των επαναστάσεων, ανεξάρτητα από το κοινωνικό τους περιεχόμενο, βαραίνουν αυτά τα πολιτικά υποκείμενα.
[14] Σε επιστολή του προς το Σβάιτσερ στις 13-2-1865 ο Μαρξ τονίζει πως: “ η εργατική τάξη ή είναι επαναστατική ή δεν είναι τίποτα”

*Ο Διονύσης Τζαρέλλας είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
 
επιστροφή στην κορυφή