Menu
A+ A A-

7 Aπλά Μαθήματα Μαρξισμού - 5ο Μάθημα Ιστορία του Καπιταλισμού και Θεωρία του Ιμπεριαλισμού


Diego Rivera. The History of Mexico - The World of Today and Tomorrow. 1929-35. Fresco. South wall, National Palace, Mexico City, Mexico.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
 
Πώς θα μπορούσε σε μία εισήγηση των τριών τετάρτων περίπου, να χωρέσει η ιστορία του καπιταλισμού; Η απάντηση είναι πως δεν μπορεί να χωρέσει ή τουλάχιστον να  χωρέσει με όλες της τις λεπτομέρειες. Ακόμη και μια ιστορία με τα βασικά μόνο σημεία της απαιτεί μακροσκελή ανάλυση και βαθιά γνώση του αντικειμένου.
Υπάρχει, όμως, και άλλο ένα πρόβλημα εκτός του τεράστιου όγκου πληροφοριών.  Ένα βασικό ερώτημα που ανακύπτει είναι με βάση ποιο ή ποια κριτήρια περιοδολόγησης μπορεί να παρουσιαστεί μια τέτοια ιστορία. Με βάση την αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης; Τη συγκέντρωση του κεφαλαίου; Τις οικονομικές κρίσεις; Τον τρόπο απόσπασης της υπεραξίας; Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα; Την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την οργάνωση της παραγωγής; Τον τρόπο υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο; Της διαδρομής του εργατικού και του επαναστατικού κινήματος; Τις ιδέες και τις θεωρίες που γεννήθηκαν;
Μία περιοδολόγηση που θα συμπεριελάμβανε όλα αυτά τα κριτήρια θα ήταν μάλλον χαοτική. Για αυτό το λόγο θα πρέπει να σκεφτούμε ποιο είναι το κύριο. Και στη μαρξική θεωρία το κύριο είναι η οικονομία. Τα υπόλοιπα καθορίζονται από αυτήν και στη συνέχεια καθορίζουν και τη μορφή της πρώτης. Επομένως, έχοντας υπόψη μας πως η βάση καθορίζει το εποικοδόμημα –ενώ βεβαίως στη συνέχεια αλληλεπιδρούν–  η σημερινή παρουσίαση της ιστορίας του καπιταλισμού θα γίνει, όσον είναι δυνατό,  κατά βάση με οικονομικά κριτήρια, χωρίς καθόλου να παραβλέψουμε το εποικοδόμημα, την πολιτική και τις ιδέες που παρήχθησαν με βάση τις υλικές αναγκαιότητες. Εννοείται πως είτε από υποκειμενικές αδυναμίες είτε λόγω αντικειμενικών δυσκολιών, στην παρούσα εισήγηση θα υπάρξουν κάποια νοηματικά χάσματα.
 
I. Η γέννηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής εντός της φεουδαρχίας[1]
Ο καπιταλισμός δεν είναι το πρώτο κοινωνικό σύστημα στην ιστορία της ανθρωπότητας.  Προϋπήρξε το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, ο ασιατικός τρόπος παραγωγής, το δουλοκτητικό σύστημα και η φεουδαρχία. Κατά τη μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο, οι παραγωγικές δυνάμεις συγκρούονταν με τις σχέσεις παραγωγής εωσότου η σύγκρουση έφτανε σε κορύφωση με αποτέλεσμα τη διαδοχή του ενός συστήματος στο άλλο. Σε κάθε περίπτωση στα σπλάχνα κάθε κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού φυόταν το επόμενο το οποίο από ένα σημείο κι έπειτα ασφυκτιούσε, σπάζοντας εν τέλει το κέλυφος που εμπόδιζε την ανάπτυξή του.
            Η φεουδαρχία υπήρξε ένα σύστημα στο οποίο οι δυο βασικές τάξεις ήταν οι φεουδάρχες και οι δουλοπάροικοι. Ορισμένα χαρακτηριστικά του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής ήταν τα εξής: α) η κυριαρχία της αγροτικής παραγωγής σε σχέση με τη βιοτεχνία και άρα η υπεροχή του χωριού έναντι της πόλης, β) η κατοχή της γης από τους φεουδάρχες, γ) το δικαίωμα του φεουδάρχη να διώχνει από τη γη τον αγρότη όποτε το επιθυμούσε, δ) η συμπερίληψη στην ιδιοκτησία των φεουδαρχών όχι απλώς γης, αλλά χωριών και πόλεων, ε) η διαφοροποίηση του δουλοπάροικου από το δούλο, αφού ο πρώτος είχε δικά του μέσα παραγωγής, ζώα και κράταγε για τον εαυτό του και την οικογένειά του ένα μέρος της παραγωγής, στ) η δημιουργία υπερπροϊόντος από την πλευρά των δουλοπάροικων που την καρπωνόταν ο φεουδάρχης.
Βασικό μέσο εργασίας στη φεουδαρχία ήταν η γη και οι σχέσεις γης ήταν καθοριστικές στο φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής. Βασικός νόμος της φεουδαρχίας ήταν η δημιουργία υπερπροϊόντος για την άμεση κατανάλωση των φεουδαρχών με την ιδιόμορφη κοινωνικοικονομική μορφή της φεουδαρχικής γαιοπροσόδου. Το υπερπροϊόν αυτό ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού των φεουδαρχών πάνω στους δουλοπάροικους.
            Συγχρόνως, εντός της φεουδαρχίας οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονταν, έστω και με αργό ρυθμό και ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας βάθαινε. Η ανάπτυξη αυτή συνδεόταν πρώτα από όλα με την τεχνική πρόοδο στα μεταλλεία, τη μεταλλουργία, την επεξεργασία των μετάλλων. Μεγάλη σημασία είχε η τήξη των μετάλλων και η επεξεργασία του σιδήρου. Παράλληλα έκαναν την εμφάνισή τους υδραντλίες, ανελκυστήρες-βαρούλκα, ο ανεμοκίνητος κινητήρας, ο τροχός του μύλου που έμπαινε σε κίνηση με την υδατόπτωση, η τυπογραφία, η πυξίδα και η επινόηση των χαρτών κ.ά. Επίσης η αγροτική παραγωγή προόδευσε με το τριετές σύστημα αμειψισποράς και βελτιώθηκε η αμπελουργία, η οινοποιεία, η ελαιουργία και η κτηνοτροφία. Η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής συνοδεύτηκε και με την αναγέννηση της βιοτεχνίας που είχε καταστραφεί στην περίοδο πτώσης κι εξάλειψης του δουλοκτητικού συστήματος. Κατά την περίοδο της φεουδαρχίας ενώ η χειρονακτική εργασία κυριαρχούσε, άρχισε να περιορίζεται και τίθενται οι βάσεις για το θεαματικό περιορισμό της.
            Στη φεουδαρχία υπήρχαν οι συντεχνίες που ήταν ενώσεις επαγγελματιών ενός ορισμένου κλάδου της βιοτεχνικής παραγωγής. Μέλη της με πλήρη δικαιώματα ήταν οι μάστορες – οι ιδιοκτήτες των εργαστηρίων. Στο εργαστήρι του μάστορα, εκτός από τον ίδιο, εργάζονταν οι καλφάδες και οι μαθητευόμενοι. Οι συντεχνίες διέπονταν από αυστηρούς κανόνες στους όρους παραγωγής και πώλησης κι εξασφαλιζόταν το μονοπώλιο στην παραγωγή εκείνου ή του άλλου προϊόντος, ενώ δεν επιτρεπόταν ο συναγωνισμός ανάμεσα στους χειροτέχνες.
            Από την άλλη η κατάτμηση της παραγωγής, οι μεγάλες αποστάσεις μεταξύ πόλεων και χωριών, εμπόδιζαν την ανάπτυξη του εμπορίου. Παρόλα αυτά το εμπόριο έπαιξε σημαντικό ρόλο. Οι έμποροι συνδύαζαν παράλληλα με το εμπόριο και τοκογλυφικές δραστηριότητες. Σε κάθε περίπτωση κέρδιζαν ένα μέρος της φεουδαρχικής γαιοπροσόδου.
 
ΙΙ. Η πρωταρχική συσσώρευση
Η σχέση εξάρτησης που υπήρχε ανάμεσα στο φεουδάρχη και το δουλοπάροικο, εμπόδιζαν τη μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού στις πόλεις, ενώ υπήρχε ανάγκη από εργατικό δυναμικό, απόρροια του πλούτου που είχε συσσωρευτεί από τους εμπόρους και τους βιοτέχνες.
            Έτσι, η κατάτμηση της γης, η έλλειψη εργατικού δυναμικού εξαιτίας των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής, το συντεχνιακό σύστημα, όλα αυτά εμπόδιζαν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό σήμαινε, όπως συνηθίζουμε να λέμε, ότι οι παραγωγικές δυνάμεις συγκρούονταν με τις σχέσεις παραγωγής. Μέσα στη φεουδαρχία είχαν ήδη εμφανιστεί νέες σχέσεις παραγωγής: οι καπιταλιστικές. Ας δούμε μερικές πτυχές αυτής της εμφάνισης.
α) Ήδη αναφέραμε την παράλληλη δραστηριότητα των εμπόρων: την τοκογλυφική. Συχνά, όμως, τα συσσωρευμένα κέρδη από την εμπορική και τοκογλυφική δραστηριότητα, έστρεψαν τον έμπορο και στη βιομηχανία κι έτσι ο έμπορος μετατράπηκε σε καπιταλιστή-βιομήχανο ή σε καπιταλιστή-τραπεζίτη. Ωστόσο, ούτε το εμπορικό, ούτε το τοκογλυφικό κεφάλαιο μπόρεσαν με τις δικές τους δυνάμεις να προκαλέσουν τη ριζική στροφή στις σχέσεις παραγωγής. Απλώς, συνέβαλαν στις προϋποθέσεις που απαιτούνταν για την εμφάνιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
β) Τα πρώτα έμβρυα της καπιταλιστικής παραγωγής αποτέλεσαν τα εργαστήρια που βασίζονταν στην απλή κοινοπραξία της μισθωτής εργασίας και στις χειροτεχνικές εγκαταστάσεις (μανιφακτούρες) των εμπόρων. Εμφανίστηκαν στην Ευρώπη, το 15ο-16ο αιώνα αρχικά στις πόλεις της Ιταλίας και στη συνέχεια στις Κάτω Χώρες, την Αγγλία, τη Γαλλία κ.α.
γ) Ποια ήταν η βασική προϋπόθεση ανάπτυξης και εδραίωσης της καπιταλιστικής παραγωγής; Η απάντηση εντοπίζεται σε αυτό που ο Μαρξ ονόμασε πρωταρχική συσσώρευση. Τι εννοούσε με αυτό τον όρο; Έγραφε ο Μαρξ:
 
« […] προϋπόθεση του ειδικά κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι μια κάποια συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια ατομικών εμπορευματοπαραγωγών. Για αυτό έπρεπε να προϋποθέσουμε την ύπαρξη μιας τέτοιας συσσώρευσης κατά το πέρασμα από τη χειροτεχνεία στην κεφαλαιοκρατική επιχείρησης. Μπορούμε να την ονομάσουμε πρωταρχική συσσώρευση, επειδή δεν είναι ιστορικό αποτέλεσμα, αλλά ιστορική βάση της ειδικά κεφαλαιοκρατικής παραγωγής»[2].
           
Πώς, όμως, επιτεύχθηκε αυτή η πρωταρχική συσσώρευση; Ο νόμος στην Αγγλία για τις αναγκαστικές περιφράξεις των αγροτικών εκτάσεων, είναι πολύ χαρακτηριστικός για το πώς προωθήθηκε η πρωταρχική συσσώρευση. Με βάση αυτό το νόμο οι αγρότες που στο μεταξύ είχαν απαλλαγεί από την εξάρτησή τους από τους φεουδάρχες, διώχνονταν βίαια από τη γη τους. Ο Τζον Χέιλς έγραφε στα μέσα του 16ου αιώνα :
 
«Μα την πίστη μου, αυτές οι περιφράξεις θα φέρουν το χαμό μας! Εξαιτίας τους, πληρώνουμε τη βαρύτερη από ποτέ φορολογία για τις αγροικίες μας και συνάμα δεν μπορούμε να βρούμε γη για να την καλλιεργήσουμε. Όλα τα έχουν πάρει για να βόσκουν τα πρόβατα και τα μεγάλα ζώα. Μέσα σε επτά χρόνια είδα τουλάχιστον δώδεκα άροτρα στις αποθήκες, κάπου έξι μίλια ολόγυρα από το μέρος που κατοικώ. Εκεί όπου σαράντα άνθρωποι μπορούσαν να βρουν τροφή και να ζήσουν, σήμερα ζει μόνο ένας άνθρωπος που βόσκει τα κοπάδια του. Τα πρόβατα μας έφεραν τη δυστυχία. Έδιωξαν από τη χώρα τη γεωργία που στο παρελθόν μας πρόσφερε κάθε λογής προϊόντα, και σήμερα αυτό που βλέπουμε είναι μόνον πρόβατα, πρόβατα και πάλι πρόβατα»[3].
 
Οι Άγγλοι χωρικοί δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τον αγροτικό κοινοτικό τρόπο ζωής τους, να αφήσουν τη γη τους και να πάνε να δουλέψουν για μισθούς κάτω από το όριο της πείνας σε άθλια, επικίνδυνα εργοστάσια που έστηνε η καινούρια πλούσια τάξη των καπιταλιστών γαιοκτημόνων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Άνταμ Σμιθ για τους μισθούς της εποχής στη Σκωτία, ένας εργάτης εργοστασίου θα έπρεπε να δουλέψει περισσότερο από τρεις μέρες για να αγοράσει ένα ζευγάρι από βιομηχανικά φτιαγμένα παπούτσια. Αντίθετα θα μπορούσαν να φτιάξει τα δικά του παραδοσιακά παπούτσια με το δικό του δέρμα σε λίγες ώρες, και θα μπορούσε να περάσει την υπόλοιπη μέρα του πίνοντας μπύρες. Αλλά για να δουλέψει ο καπιταλισμός, οι καπιταλιστές χρειάζονται μία δεξαμενή φτηνού πλεονασματικού εργατικού δυναμικού. Έχοντας να αντιμετωπίσουν χωρικούς, που δεν ήθελαν να παίξουν το ρόλο του σκλάβου, φιλόσοφοι, οικονομολόγοι, πολιτικοί, ηθικολόγοι, και εξέχουσες επιχειρηματικές φιγούρες άρχισαν να επιχειρηματολογούν υπέρ της κυβερνητικής δράσης. Κατά τη διάρκεια των χρόνων, δημιούργησαν μια σειρά από νόμους και μέτρα, σχεδιασμένους έτσι ώστε να πιεστούν οι αγρότες έξω από το παλιό προς το καινούριο, καταστρέφοντας τα παραδοσιακά τους μέσα αυτάρκειας.
Ο Πέρελμαν στο βιβλίο του  The Invention of Capitalism, περιγράφει τις πολλές διαφορετικές πολιτικές, μέσα από τις οποίες οι χωρικοί εκδιώχθηκαν από τη γη τους-από τη θέσπιση των νόμων που απαγόρευαν στους χωρικούς να κυνηγούν, στην καταστροφή της παραγωγικότητας με τον περιορισμό των ανθρώπων ταπεινής καταγωγής σε μικρότερα μερίδια γης-αλλά το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου είναι εκεί που διαβάζεις τους συναδέλφους πρωτοκαπιταλιστές του Άνταμ Σμιθ να παραπονιούνται που οι αγρότες είναι τόσο ανεξάρτητοι και ζουν άνετα, ώστε δεν μπορεί να τους εκμεταλλευτεί κανείς κανονικά, και προσπαθούν να βρουν τρόπους, για να τους εξαναγκάσουν να αποδεχτούν τη ζωή της μισθωτής σκλαβιάς.
 Ένα φυλλάδιο της εποχής δείχνει τη γενικότερη στάση απέναντι στους επιτυχημένους, αυτάρκεις αγρότες της επαρχίας:
 
 «Η απόκτηση μίας ή δύο αγελάδων, με ένα γουρούνι, και λίγες χήνες, φυσικά εξυψώνει τον χωρικό….Σουλατσάροντας πίσω από τα γελάδια του, αποκτά τη συνήθεια της νωχελικότητας. Ένα τέταρτο, μισή και σε περιπτώσεις ολόκληρες μέρες χάνονται ανεπαίσθητα. Η εργασία γίνεται αηδιαστική, η αποστροφή μεγαλώνει με την ανοχή. Και επιπρόσθετα η πώληση ενός μη απογαλακτισμένου μοσχαριού, ή γουρουνιού, παρέχει τα μέσα για πρόσθετη τεμπελιά». Ενώ ένα άλλο φυλλάδιο έγραφε: «Ούτε εγώ μπορώ να συλλάβω μια μεγαλύτερη κατάρα για ένα σώμα ανθρώπων, από το να ριχτούν σε ένα μέρος γης, όπου τα μέσα παραγωγής για συντήρηση και διατροφή, είναι σε μεγάλο βαθμό, αυθόρμητα, και το κλίμα απαιτεί μικρή φροντίδα για ένδυση ή κάλυψη».
 
Ο Τζον Μπέλερς, ένας Κουάκερος «φιλάνθρωπος» και οικονομικός διανοητής είδε τους ανεξάρτητους χωρικούς σαν ένα εμπόδιο στο σχέδιο του να εξαναγκάσει τους φτωχούς ανθρώπους σε εργοστάσια-φυλακές, όπου θα ζούσαν, θα δούλευαν και θα παρήγαγαν ένα κέρδος της τάξης του 45% για τους αριστοκράτες ιδιοκτήτες: «Τα Δάση μας και τα Κοινά μας Αγαθά (μετατρέποντας τους Φτωχούς που πέφτουν πάνω τους σε Ινδιάνους) είναι ένα εμπόδιο στη Βιομηχανία, και τρέφουν την Τεμπελιά και την Αυθάδεια».
Ο Ντάνιελ Ντεφόε, ο συγγραφέας και έμπορος, σημείωσε ότι στα Σκωτικά Υψίπεδα «οι άνθρωποι ήταν εξαιρετικά καλά εξοπλισμένοι με προμήθειες…το κρέας ελαφιού υπερβολικά άφθονο, και όλες τις εποχές, νεαρό ή παλιό, το οποίο σκότωναν με τα όπλα όπου το έβρισκαν».
Για τον Τόμας Πέναντ, ένα βοτανολόγο, αυτή η αυτάρκεια είχε καταστρέψει έναν κατά τα άλλα απολύτως καλό αγροτικό πληθυσμό: «Οι τρόποι αυτών των ντόπιων μπορούν να περιγραφούν ως εξής:  νωχελικοί σε μεγάλο βαθμό, εκτός από την περίπτωση που ξεσηκώνονται για πόλεμο, ή άλλη ζωογονητική διασκέδαση».
Ο Άρθουρ Γιανγκ, ένας δημοφιλής συγγραφέας και οικονομικός διανοητής, που τον σεβόταν ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, έγραφε το 1771: «όλοι παρεκτός από τους χαζούς γνωρίζουν ότι οι κατώτερες τάξεις πρέπει να κρατηθούν φτωχές, αλλιώς δεν θα εκβιομηχανιστούν ποτέ». Ο σερ Γουίλιαμ Τεμπλ, πολιτικός και αφεντικό του Τζόναθαν Σουίφτ, συμφώνησε και πρότεινε ότι το φαγητό πρέπει να φορολογηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο για να αποτραπεί η εργατική τάξη από μια ζωή «τεμπελιάς και  ακολασίας».
Ο Τεμπλ επίσης ήταν υπέρ του να μπαίνουν τετράχρονα στη δουλειά των εργοστασίων, γράφοντας ότι «με αυτόν τον τρόπο, ελπίζουμε ότι η μελλοντική γενιά θα έχει συνηθίσει τόσο πολύ στη συνεχή εργασία, έτσι ώστε θα γίνει ευχάριστη και διασκεδαστική για αυτούς». Μερικοί έβρισκαν ότι τεσσάρων χρονών ήταν ήδη πολύ μεγάλα. Σύμφωνα με τον Πέρελμαν, «Ο Τζον Λοκ, συχνά θεωρούμενος σαν φιλόσοφος της ελευθερίας, υποστήριζε την έναρξη της εργασίας στην ώριμη ηλικία των τριών». Η παιδική εργασία επίσης ενθουσίαζε τον Ντεφόε, ο οποίο αγαλλιούσε με την προοπτική ότι «παιδιά στα τέσσερα ή στα πέντε χρόνια θα μπορούσαν να κερδίζουν το ψωμί τους».
Ο Ντέβιντ Χιουμ, εξήρε την φτώχεια και την πείνα σαν θετικές εμπειρίες για τις κατώτερες τάξεις, και ακόμα κατηγορούσε ότι για τη «φτώχεια» της Γαλλίας έφταιγε ο καλός της καιρός και το γόνιμο έδαφος : «Παρατηρείται πάντα στα χρόνια της έλλειψης, αν δεν είναι ακραία, ότι οι φτωχοί δουλεύουν περισσότερο, και πραγματικά ζουν καλύτερα».
Ο αιδεσιμότατος Τζόσεφ Τάουνσεντ πίστευε ότι ο περιορισμός στην τροφή ήταν η σωστή μέθοδος:
 
«[Άμεσος] νομικός εξαναγκασμός [στην εργασία]… αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα, βία και φασαρία…ενώ η πείνα ασκεί  ειρηνική, σιωπηλή, αδιαμαρτύρητη πίεση, αλλά σαν το πιο φυσικό κίνητρο στη βιομηχανία καλεί τα πιο  δυνατά μέτρα εξώθησης…Η πείνα δαμάζει και τα πιο τρομερά ζώα, τους μαθαίνει κοσμιότητα και πολιτισμό, υπακοή και υποταγή ακόμα και τους πιο βάρβαρους, τους πιο ξεροκέφαλους, και τους πιο διεστραμμένους».
 
Ο Πάτρικ Καχούν, ένας έμπορος που έστησε την πρώτη ιδιωτική «αποτρεπτική αστυνομική δύναμη» στην Αγγλία, για να αποτρέπει τους εργάτες της αποβάθρας, από το να συμπληρώνουν τους πενιχρούς μισθούς τους με κλεμμένα αγαθά, μας δίνει την πιο διαυγή εξήγηση στο πως η πείνα και η φτώχεια συνδέονται με την παραγωγικότητα και την δημιουργία πλούτου:
 
«Η πείνα είναι εκείνη η κατάσταση και η συνθήκη στην οποία το άτομο δεν έχει αποθηκευμένο πλεόνασμα εργασίας, ή με άλλα λόγια, δεν έχει ιδιοκτησία ή μέσα συντήρησης, αλλά μόνο το παραγόμενο προϊόν που αποδίδει συνεχώς η βιομηχανία στα διάφορα επαγγέλματα της κοινωνίας. Η πείνα είναι λοιπόν ένα σημαντικό και αναπόσπαστο συστατικό της κοινωνίας, χωρίς το οποίο έθνη και κοινωνίες δεν θα υπήρχαν σε πολιτισμένη κατάσταση. Είναι ο κλήρος του ανθρώπου. Είναι η πηγή του πλούτου, αφού χωρίς τη φτώχεια, δεν θα υπήρχε εργασία: δεν θα υπήρχαν πλούτη, λεπτότητα, άνεση, και κανένα κέρδος για αυτούς που κατέχουν πλούτο».
 
Η περίληψη του Καχούν είναι τόσο ακριβής, που πρέπει να επαναληφθεί. Γιατί ότι ήταν αληθινό για τους Εγγλέζους χωρικούς είναι ακόμα αλήθεια για εμάς: «Η πείνα είναι λοιπόν ένα σημαντικό και αναπόσπαστο συστατικό της κοινωνίας…Είναι η πηγή του πλούτου, αφού χωρίς τη φτώχεια, δεν θα υπήρχε εργασία: δεν θα υπήρχαν πλούτη, λεπτότητα, άνεση, και κανένα κέρδος για αυτούς που κατέχουν πλούτο»[4].
            Άλλοι μέθοδοι για τη συσσώρευση πλούτου με τη βία αποτέλεσαν: το σύστημα της αποικιακής καταλήστευσης των λαών, το αποικιακό εμπόριο, το δουλεμπόριο, οι εμπορικοί πόλεμοι, το σύστημα των κρατικών δανείων και φόρων, η προστατευτική δασμολογική πολιτική του κράτους κ.ά. Είναι χαρακτηριστική μια αναφορά του Άνταμ Σμιθ:
 
«Ύστερα από την αναφορά του Κολόμβου, το Συμβούλιο της Καστίλης αποφάσισε να κατακτήσει μια χώρα που οι κάτοικοί της δεν ήταν σε θέση να την υπερασπιστούν. Το πρόσχημα της διάδοσης του χριστιανισμού καθαγίασε τον άδικο χαρακτήρα αυτής της απόφασης. Το πραγματικό κίνητρο δεν ήταν βέβαια ο εκχριστιανισμός των “αγρίων”, αλλά η ελπίδα της αρπαγής όσο το δυνατόν περισσότερων θησαυρών […] όλες οι επιχειρήσεις των Ισπανών που έγιναν στο Νέο Κόσμο μετά τον Κολόμβο είχαν το ίδιο κίνητρο: την ακόρεστη δίψα για χρυσάφι […]»[5].
 
Η βίαιη συσσώρευση πλούτου και δημιουργίας εργατικού δυναμικού, συνοδεύεται και από τη βίαιη επαγγελματική εκπαίδευση και την εργοστασιακή πειθαρχία. Στη Γαλλία, οι ζητιάνοι κλείνονται σε άσυλα και υποχρεώνονται να μάθουν ένα επάγγελμα. Οι αργόσχολοι, οι ανύπαντρες γυναίκες ακόμη και καλόγεροι υποχρεώνονται να πιάσουν δουλειά στις βιοτέχνες. Από πολύ νωρίς όλα τα παιδιά έπρεπε να μάθουν μια τέχνη. Στα εργαστήρια, οι εργάτες υποχρεώνονται να παρακολουθούν τη λειτουργίας πριν πιάσουν δουλειά, να σωπαίνουν ή να ψέλνουν κατά τη διάρκεια της εργασίας και σε κάθε παράβαση των σχετικών κανονισμών, μαστιγώνονταν ή πλήρωναν πρόστιμα. Η εργάσιμη ημέρα κυμαίνεται από 12 ως 16 ώρες. Κάθε εξέγερση την ακολουθούν  αυστηρές φυλακίσεις.
*  *  *  *
Το 14ο αιώνα οι ιταλικές πόλεις είναι οι πρώτες γεωγραφικές περιοχές της Ευρώπης που αναπτύσσονται τα κύτταρα του καπιταλισμού. Σε ορισμένες πόλεις της Βόρειας και Κεντρικής Ιταλίας, ο αριθμός των  μισθωτών εργατών που πληρώνονταν κάθε βδομάδα ανέρχονταν σε μερικές χιλιάδες, ενώ εμφανίστηκαν οι καπιταλιστικές μανιφακτούρες, κυρίως παραγωγής υφασμάτων.
Το 17ο αιώνα ο καπιταλισμός επελαύνει κατά κύριο λόγο στην Ολλανδία, την Αγγλία και τη Γαλλία. Στην Ολλανδία ο καπιταλισμός εδράζεται σε τρεις βάσεις: την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (Ολλανδίας), την τράπεζα του Άμστερνταμ και το στόλο. Στην Αγγλία το εξωτερικό εμπόριο δεκαπλασιάζεται ανάμεσα στα 1610 και 1640. Η παραγωγή αναπτύσσεται αλματωδώς. Κατά το 1640, ορισμένοι ανθρακωρυχεία παράγουν από 10 ως 25 χιλιάδες τόνους το χρόνο, ενώ τον προηγούμενο αιώνα δεν ξεπερνούσαν τις λίγες εκατοντάδες τόνους. Όλο και περισσότεροι εργάτες απασχολούνται σε υψικαμίνους, υδροκίνητα σιδηρουργεία, εργαστήρια στύψης και χαρτοποιίες.
 
ιιι. Ο μερκαντιλισμός (εμποροκρατία) ΚΑΙ Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ
Στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και στον καπιταλισμό, υπάρχει πάντα ένα σχέδιο οικονομικής πολιτικής που εκφράζει τα ισχυρότερα τμήματα της αστικής τάξης, ενίοτε και το σύνολό της και που εφαρμόζεται από το αστικό καπιταλιστικό κράτος. Βεβαίως, στη φεουδαρχία το κράτος δεν ήταν αστικό, ωστόσο, υπήρχε μια οικονομική πολιτική που εξέφραζε τα συμφέροντα του εμπορικού κεφαλαίου. Αυτή η οικονομική πολιτική πήρε την ονομασία μερκαντιλισμός και επί της ουσίας ήταν η πολιτική της περιόδου της πρωταρχικής συσσώρευσης (15ος-18ος αιώνας). Κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η συσσώρευση του χρυσού, η απαγόρευση εξαγωγής χρήματος εκτός της χώρας, στόχος ήταν οι εξαγωγές να είναι περισσότερες από τις εισαγωγές. Μια αναφορά στο Ιδιωτικό Συμβούλιο της Επιτροπής για την εριουργία, το 1622 συμπυκνώνει θαυμάσια το εμποροκρατικό πνεύμα:
 
«Τα μέτρα που προτείνουμε ταπεινά είναι τα ακόλουθα: για να εμποδιστεί η παραγωγή στο εξωτερικό, πρέπει να απαγορευτεί με τις αυστηρότερες ποινές η εξαγωγή του μαλλιού για τους αργαλειούς, από την Αγγλία, την Ιρλανδία και τη Σκοτία, καθώς και πηλός γναφέων και στάχτες ξύλου […], για να εμποδιστεί η παραγωγή ελαττωματικών υφασμάτων κακής ποιότητας, πρέπει να υπογραφεί ένα διάταγμα που να περιέχει ένα κανονισμό καλής ποιότητας παραγωγής […] Και σε ό,τι αφορά τη σπανιότητα των νομισμάτων του βασιλείου, πρέπει να εμποδιστεί η μεταφορά των νομισμάτων μας στο εξωτερικό και οι παραβάτες να τιμωρούνται αυστηρά […] Τίποτα δεν πρέπει να εμποδίζει το εξωτερικό μας εμπόριο, γιατί αν οι εισαγωγές μάταιων και πολυτελών ειδών ξεπεράσουν την αξία των εξαγωγών των προϊόντων μας, τότε τα αποθέματα του βασιλείου θα σπαταληθούν και θα αναγκαστούμε να εξάγουμε δικά μας νομίσματα για να αποκαταστήσουμε την ισορροπία»[6].
           
Όμως, οι αντιφάσεις του μερκαντιλισμού άρχιζαν να αναδεικνύονται. Ο προστατευτισμός που επιβάλλονταν σε μία χώρα, ενώ σε πρώτη φάση έδινε μιαν οικονομική προστασία της εγχώριας παραγωγής, στη συνέχεια γεννούσε ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα: η προστασία δεν αφορούσε μόνο σε μια χώρα, αλλά σε σύνολο χωρών με αποτέλεσμα τη στασιμότητα και τα περιορισμένα όρια του εμπορίου. Αν προστάτευε με αυστηρό τρόπο μία χώρα την παραγωγή της και την οικονομία της, αυτό το έκαναν και οι υπόλοιπες. Έτσι, απαιτούνταν πλέον ένα νέο διαχειριστικό μοντέλο και αυτό δεν ήταν άλλο από το φιλελευθερισμό.
Ο κανόνας του χρυσού καθιερώνεται στην Αγγλία τη δεκαετία του 1820, στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης τη δεκαετία του 1870, ενώ στη Ρωσία και στην Ιαπωνία τη δεκαετία του 1890. Αν μία χώρα ήταν ενταγμένη στον κανόνα του χρυσού αυτό σήμαινε πως τα χαρτονομίσματά της είχαν αντίκρισμα σε χρυσό, δηλαδή το όποιο χαρτονόμισμα μπορούσε να ανταλλαγεί με συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού. Οι χώρες που ήταν ενταγμένες στον κανόνα του χρυσού είχαν σταθερή ισοτιμία μεταξύ των νομισμάτων τους. Ο κανόνας του χρυσού σήμαινε πως ήταν απαραίτητη η ύπαρξη μιας ρυθμισμένης σχέσης ανάμεσα στη ποσότητα του χρυσού που κατείχε η Κεντρική Τράπεζα και του κυκλοφορούντος χρήματος. Ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος προκάλεσε την κατάρρευση του κανόνα του χρυσού. 
 
Ιv. Οι επαναστάσεις στη φεουδαρχία
Η ταξική πάλη ολοένα κι εντείνονταν στη φεουδαρχία. Οι αγροτικές εξεγέρσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Το 14ο αιώνα  ξέσπασε η εξέγερση των Άγγλων αγροτών, το 15ο των Τσέχων και των Ρώσων και το 16ο των Γερμανών υπό την καθοδήγηση του Τόμας Μύντσερ. Οι αγροτικές εξεγέρσεις ήταν ο προάγγελος των αστικών επαναστάσεων που έμελλε να θέσουν τέρμα στο φεουδαρχικό σύστημα και στη θέση του να προβάλλει ο καπιταλισμός ως το απόλυτα κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό σύστημα.
Το ιδεολογικό επίχρισμα για μια σειρά εξεγέρσεων στη Γερμανία το προσέφερε ο Λούθηρος. Ο Λούθηρος διαμόρφωσε ένα νέο θρησκευτικό δόγμα που αμφισβητούσε το μέχρι τότε ισχύον που εκπορευόταν από τη Ρώμη, αλλά οι θρησκευτικές διαφορές ήταν το επιφαινόμενο. Πίσω από τις δογματικές διενέξεις κρύβονταν οικονομικά συμφέροντα και ταξικές επιδιώξεις. Ο Λούθηρος καταφερόταν ενάντια στην παπική εξουσία και εξέφραζε  τμήματα της ανερχόμενης αστικής τάξης. Οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής εμπόδιζαν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και δημιουργούσαν αντιθέσεις με τους αυτοκρατορικούς ευγενείς, δηλαδή το στρώμα των κατώτερων ευγενών που αποτελούσε τη στρατιωτική κάστα της αυτοκρατορίας κι έχανε σταδιακά το ρόλο του, αφού το ιππικό των ευγενών παραγκωνιζόταν λόγω της εισαγωγής των πυροβόλων όπλων και της αύξηση της σημασίας του πεζικού. Επιπλέον, τεράστια ποσά στέλνονταν στην παπική εκκλησία από τους εκκλησιαστικούς ηγεμόνες της Γερμανίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διάφορα κοινωνικά τμήματα συνασπίστηκαν και ο Λούθηρος κατάφερε σε πρώτη φάση να φανεί ως ο γενικός εκπρόσωπος των συμφερόντων τους, ακόμη και των χωρικών. Έτσι, ο Λούθηρος επαγγέλλεται τη μεταρρύθμιση που ήταν ένα πολιτικό μανιφέστο με θρησκευτικό μανδύα. Παρόλα αυτά επρόκειτο για μια ημιτελή μεταρρύθμιση και η πολιτική στάση του Λούθηρου, όπως θα δούμε, υπήρξε απολύτως αντιδραστική. Όπως έγραψε ο Μαρξ σε μια θαυμάσια περικοπή του
 
«Ο Λούθηρος […] ξεπέρασε την υποδούλωση από λατρεία, αντικαθιστώντας την με την υποδούλωση από πεποίθηση. Γκρέμισε την πίστη στην εξουσία, γιατί αποκατέστησε την εξουσία της πίστης,. Μετέτρεψε τους ιερείς σε λαϊκούς, γιατί μετέτρεψε τους λαϊκούς σε ιερείς. Ελευθέρωσε τον άνθρωπο από την εξωτερική θρησκευτικότητα, γιατί έκανε θρησκευτικότητα τον εσωτερικό άνθρωπο. Ελευθέρωσε το σώμα από τις αλυσίδες, γιατί αλυσόδεσε την καρδιά»[7].
 
Η Μεταρρύθμιση του Λούθηρου λειτούργησε ως ένας καταλύτης που ώθησε στην εξέγερση των χωρικών. Οι αγρότες ξεσηκώνονται ενάντια στους φεουδάρχες που εντείνανε την εκμετάλλευσή τους και ζητάνε την κατάργηση των φόρων και των διάφορων υποχρεώσεων που είχαν επιβληθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Κατά την εξέγερση των χωρικών καταλαμβάνονται πύργοι και λαμβάνουν χώρα σκληρές πολεμικές συγκρούσεις. Τελικά, όμως, η εξέγερση συντρίβεται. Ο Λούθηρος εξέφρασε τις ιδέες και τις διαθέσεις της μερίδας των Γερμανών αστών που υπό το κράτος του φόβου για μια νέα εξέγερση των λαϊκών μαζών, πέρασαν στο στρατόπεδο της φεουδαρχικής αντίδρασης. Τελικά, μετά την εξέγερση των χωρικών, το αντιδραστικό κοινωνικό πλαίσιο που επικρατούσε στη γερμανική επικράτεια εξακολούθησε να υπάρχει. 
Ο Λούθηρος ενώ στην αρχή θεωρούνταν από τους εξεγερμένους αγρότες ως εκφραστής των συμφερόντων τους, ο ίδιος με μία κατάπτυστη ανακοίνωση καταδικάζει την εξέγερσή τους. Αφού γράφει πως δεν έμεινε δαίμονας στην κόλαση, γιατί όλοι εισήλθαν στους χωρικούς, που κάνουν σα μανιασμένα σκυλιά, σημειώνει πως οι ηγεμόνες οφείλουν να παρέμβουν, «να σφαγιάσουν, να χτυπήσουν, να πνίξουν» με ήσυχη συνείδηση.
 
 «Εδώ δε χρειάζεται υπομονή και ευσπλαχνία. Είναι η ώρα της μάχαιρας και της οργής και όχι του ελέους. Και πρόσθετε πως εκείνος από τους άρχοντες που θα φονευθεί σε αυτόν τον αγώνα, είναι στα μάτια του Θεού μάρτυρας. Και συνέχιζε: «Η επανάσταση δεν είναι απλώς φόνος, αλλά μια μεγάλη φωτιά που κατακαίει και ερημώνει ολόκληρη τη χώρα […] όποιος, λοιπόν, εδώ μπορεί ας χτυπήσει, ας πνίξει, ας σφαγιάσει, κρυφά ή φανερά και ας θυμάται πως τίποτα δεν είναι πιο δηλητηριώδες, πιο βλαβερό, πιο σατανικό από τον επαναστάτη. Είναι το ίδιο σα να σκοτώνει κάποιος ένα λυσσασμένο σκυλί. Αν δεν το αφανίσεις θα σε αφανίσει εκείνο και μαζί με εσένα ολόκληρη τη χώρα»[8].
           
Ο Καλβίνος μπόρεσε με πιο τολμηρό τρόπο να εκφράσει τα συμφέροντα της αστικής τάξης της μανιφακτουρικής περιόδου. Στις Κάτω Χώρες (Ολλανδία) τον 16ο αιώνα, ο καπιταλισμός σημειώνει την πρώτη του νίκη επί της φεουδαρχίας. Όπως εξηγεί ο Ένγκελς σχετικά με τον Καλβίνο, «το δόγμα του» ήταν
 
«προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των πιο τολμηρών αστών της τοτινής εποχής. Η διδασκαλία του για το πεπρωμένο ήταν η θρησκευτική έκφραση  του γεγονότος ότι στον κόσμο του εμπορίου και του συναγωνισμού η επιτυχία και η χρεοκοπία δεν εξαρτιέται από τη δράση ή την επιδεξιότητα του ξεχωριστού ανθρώπου, αλλά από συνθήκες που είναι ανεξάρτητες από αυτόν· “δεν εξαρτιέται από τη θέληση ή τη δράση οποιουδήποτε, αλλά από την ευσπλαχνία” ανώτερων αλλά άγνωστων οικονομικών δυνάμεων. Κι αυτό ήταν ιδιαίτερα σωστό σε μια εποχή οικονομικής ανατροπής, όπου όλοι οι παλιοί εμπορικοί δρόμοι και τα παλιά εμπορικά κέντρα εκτοπίζονταν από νέα, όπου είχαν ανοιχτεί στον κόσμο οι πόρτες της Αμερικής και των Ινδιών και όπου και τα ανέκαθεν αξιοσέβαστα οικονομικά άρθρα πίστης – οι αξίες του χρυσού και του ασημιού – κλονίζονταν και κατέρρεαν. Χώρια από αυτό, το εκκλησιαστικό σύστημα του Καλβίνου ήταν πέρα για πέρα δημοκρατικό και ρεπουμπλικανικό. Το στιγμή όμως που είχε εκδημοκρατιστεί το βασίλειο του θεού, μπορούσαν τα βασίλεια αυτού του κόσμου να παραμένουν υπάκουα σε βασιλιάδες, επισκόπους και φεουδάρχες αφέντες;»[9].
 
Ο Καλβίνος εξέφραζε εύστοχα το νέον πνεύμα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής αφού ευλογεί το εμπόριο και τον έντοκο δανεισμό και ανακηρύσσει την εμπορική επιτυχία «σημάδι της εύνοιας της θείας πρόνοιας», βάλλοντας έτσι κατά της μεσαιωνικής ηθικής που απαιτούσε τη δίκαιη κατανομή των προϊόντων  και απαγόρευε το δανεισμό με τόκο.
Αξίζει σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε τη γνωστή θεώρηση του Μαξ Βέμπερ όσον αφορά στο ρόλο της θρησκείας και τη σχέση της με τον καπιταλισμό. Ο Βέμπερ στο δίπολο βάση-εποικοδόμημα, δίνει την κυρίαρχη και καθοριστική σχέση στο εποικοδόμημα. Γράφει χαρακτηριστικά:
 
«[…] Το ζήτημα των κινητήριων δυνάμεων στην εξάπλωση του σύγχρονου καπιταλισμού δεν είναι βασικά η προέλευση των κεφαλαίων που ήταν διαθέσιμα για καπιταλιστικούς σκοπούς, αλλά πάνω από όλα η ανάπτυξη του πνεύματος του καπιταλισμού. Όπου το πνεύμα αυτό εμφανίζεται και είναι σε θέση να επιβληθεί, παράγει το δικό του κεφάλαιο και τα χρηματικά αποθέματα που χρειάζονται για τους σκοπούς του, αλλά το αντίστροφο δεν ισχύει»[10].
 
            Στην Αγγλία η αστική επανάσταση πραγματοποιήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα και σήμανε την κατάρρευση της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας. Και στην περίπτωση των κοινωνικών αντιθέσεων της Αγγλίας, υπήρξε το προκάλυμμα των θρησκευτικών ιδεών. Το 1642 ξεκινά η πρώτη φάση του εμφυλίου ανάμεσα στους μοναρχικούς και τους οπαδούς του Κοινοβουλίου που στηρίζονταν από την αγγλική αστική τάξη. Συγκροτήθηκαν τακτικοί στρατοί και το στρατόπεδο των αστών αρχικά ηττήθηκε. Παράλληλα, όμως, αναπτύχθηκαν μαζικά κινήματα των αγροτών στην ύπαιθρο και πληβείων στις πόλεις. Ο Κρόμβελ ήταν αυτός που αναδιάταξε το στρατό των οπαδών του Κοινοβουλίου και ο εμφύλιος έληξε με νίκη του Κοινοβουλίου. Στη συνέχεια καταργήθηκαν τα προνόμια των ευγενών, αλλά τα φορολογικά βάρη πέφτουν στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων. Οι λαϊκές μάζες ανέλαβαν δράση επιχειρώντας να δώσουν στην επανάσταση δημοκρατικό χαρακτήρα. Το κοινοβούλιο προσπάθησε να καταπνίξει τις επαναστατικές διαθέσεις του λαού κι έτσι οξύνεται άλλη δέσμη κοινωνικών αντιθέσεων και στη συνέχεια ξεπήδησε το κίνημα των «Ισοπεδωτών». Το 1648 ξέσπασε ο δεύτερος εμφύλιος. Ο Κρόμβελ κατατρόπωσε τους μοναρχικούς, αλλά κανένα από τα λαϊκά αιτήματα δεν ικανοποιήθηκε, ενώ τα αστικά στρώματα πλούτισαν αγοράζοντας σε εξευτελιστικές τιμές τις γαίες του βασιλιά και της εκκλησίας. Το 1659 εγκαθιδρύθηκε τυπικά η δημοκρατία, αλλά η αστική τάξη και οι νέοι ευγενείς (μέρος των ευγενών που στο μεταξύ είχε συμμαχήσει με τους αστούς) έντρομοι από την ενδυνάμωση του επαναστατικού κινήματος, ερωτοτροπούσαν με την παραδοσιακή μοναρχία. Έτσι, το 1688-89 λαμβάνει χώρα ένας συμβιβασμός ανάμεσα στην αστική τάξη και την αγροτική αριστοκρατία. Η αγγλική επανάσταση εξασφάλισε πλήρη ελευθερία κινήσεων στην αστική τάξη και προετοίμασε το έδαφος για τη «βιομηχανική επανάσταση».  
            Οπωσδήποτε η επανάσταση των επαναστάσεων, όσον αφορά στις αστικές επαναστάσεις, ήταν η γαλλική επανάσταση του 1789. Στην επανάσταση αυτή πραγματώνονται οι κύριοι πόθοι της ανερχόμενης αστικής τάξης: κατάργηση των προνομίων των ευγενών, αποδιοργάνωση των συντεχνιών και των κλειστών επαγγελμάτων κ.λπ. Η γαλλική επανάσταση αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της φεουδαρχίας.
            Στη Γαλλία ο μονάρχης επιλέγει τους συμβούλους του από την τάξη των ευγενών, οι θέσεις της ανώτερης διοίκησης, του ανώτερου κλήρου, των ανώτατων βαθμίδων της στρατιωτικής ιεραρχίας και γενικότερα κάθε αξίωμα της πολιτικής, θρησκευτικής και στρατιωτικής ζωής του βασιλείου, είναι αποκλειστικό προνόμιο της αριστοκρατίας (για την ακρίβεια αυτό ξαναγίνεται μετά το θάνατο του Λουδοβίκου του ΙΔ΄). Όσοι δεν έχουν ευγενική καταγωγή, διώχνονται ανελέητα κι έτσι το χάσμα ανάμεσα στους αστούς και τους ευγενείς διευρύνεται. Αυτή η πολιτική κατάσταση δεν  εμποδίζει τη γαλλική αστική τάξη να αναπτύξει τις επιχειρήσεις της, να πλουτίσει, να ιδρύσει Χρηματιστήριο, να αναπτύξει το αποικιακό εμπόριο και με τη μεταφορά σκλάβων τα λιμάνια μεγαλώνουν και πλουτίζουν. Παράλληλα, είναι η εποχή ανάπτυξης των φυσικών επιστημών. Ο Αλεμπέρ συστηματοποιεί τις αρχές της μηχανικής (1743), ο Λαβουαζιέ αναλύει τη χημική σύνθεση του αέρα (1770-1) και του νερού (1783) κ.λπ. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια αναπτύσσονται και νέες ιδέες: η απόδειξη, η σαφήνεια και η λογική συνοχή, γίνονται επιστημονικές αρχές. Ο Μοντεσκιέ τυποποιεί τα είδη διακυβέρνησης: δημοκρατική, μοναρχική, δεσποτική και διατυπώνει αρχές άμεσης δημοκρατίας. Ο Ζαν-Ζακ Ρουσό στο Κοινωνικό Συμβόλαιο ξεκινά με την εξής διαπίστωση: «Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος κι όμως παντού τον βλέπουμε αλυσοδεμένο». Παρά τον προοδευτικό για την εποχή χαρακτήρα των ιδεών τους ο Ρουσό, ο Ντιντερό κ.ά. δε διακηρύσσουν την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, αφού θεωρείται ως μέσο για την προστασία των ανθρώπων. Σε οικονομικό επίπεδο ο Τιργκό διακηρύσσει την ανάγκη του laissez faire (αφήστε να το κάνουν).
Τον Ιούλιο του 1830 ξεσπά λαϊκή εξέγερση στο Παρίσι. Αιτία είναι ο περιορισμός των αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων από την κυβέρνηση των ευγενών. Με τα σχετικά διατάγματα η βουλή διαλύθηκε, ο αριθμός των βουλευτών περιορίστηκε στο μισό, όλοι οι επιτηδευματίες και έμποροι διαγράφηκαν από τους εκλογικούς καταλόγους και το εκλογικό δικαίωμα περιορίστηκε μόνο στους μεγαλοκτηματίες. Επρόκειτο για μια απόπειρα πραξικοπήματος. Στην εξέγερση του 1830 κυριότερη δύναμη ήταν οι εργάτες και οι μικροβιοτέχνες. Όμως, στον αγώνα προσχώρησαν προοδευτικοί διανοούμενοι και φοιτητές. Στην επικράτεια του Παρισιού στήθηκαν οδοφράγματα και τελικά ο Κάρολος Ι΄ παραιτήθηκε από το θρόνο και κατέφυγε στην Αγγλία. Η εξουσία πλέον περνά από τους ευγενείς στην αστική τάξη και εγκαθίσταται πλέον καθεστώς αστικής μοναρχίας.
Χρονιά ορόσημο για την ταξική πάλη αποτέλεσε το 1848 κατά την οποία ξέσπασε σειρά επαναστάσεων στη Γαλλία, στα γερμανικά κράτη, στην αυτοκρατορία της Αυστρίας, στα ιταλικά κράτη, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία. Κοινός παρανομαστής τους ήταν ο αστικοδημοκρατικός χαρακτήρας τους.
            Στη Γαλλία στις αρχές του 1848 επικρατούσε καθεστώς συνταγματικής μοναρχίας και στην εξουσία βρίσκονταν οι μεγαλοτραπεζίτες. Οι αστοί που δεν ήταν στην εξουσία μίλαγαν για διαφθορά, το προλεταριάτο ζούσε σε άθλιες συνθήκες, ενώ η οικονομική κρίση  του 1847, οι κακές σοδειές του 1845 και 1846 και η ασθένεια της πατάτας, έφεραν την κοινωνική κατάσταση σε οριακό σημείο. Έτσι φτάσαμε στην εξέγερση του Φεβρουαρίου της οποίας ψυχή ήταν το προλεταριάτο. Εντός τριών ημερών οι εργάτες κατόρθωσαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση και να καταργήσουν τη μοναρχία έπειτα από σκληρές μάχες στα οδοφράγματα. Στις 25/2 σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση που αποτελούνταν από αστούς ρεπουμπλικάνους, μικροαστούς, σοσιαλιστές κ.ά. Η κυβέρνηση δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας συμβιβασμός ανάμεσα σε διαφορετικές τάξεις που μοιράζονταν τους καρπούς της νίκης, σύμφωνα με παρατήρηση του Μαρξ. Στην πραγματικότητα η εξουσία ελεγχόταν από τους αστούς. Μέλος της κυβέρνησης ήταν και ο ουτοπικός Λουί Μπλαν, που ασκούσε επιρροή ανάμεσα στους εργάτες. Ο Μπλαν επιχείρησε να πείσει τους εργάτες ότι οι διαφορές ανάμεσα στο εργατικό και αστικό μπλοκ μπορούν να λυθούν με αμοιβαίες υποχωρήσεις και ότι η αντίθεσή τους είναι προϊόν παρεξήγησης. Η προσωρινή κυβέρνηση λαμβάνει μια σειρά αστικοδημοκρατικών μέτρων όπως το γενικό εκλογικό δικαίωμα, τη μείωση της εργάσιμης ημέρας από 12 σε 10 ώρες, τη δημιουργία των εθνικών συνεργείων όπου εργοδότης ήταν το κράτος. Ασφαλώς το κύριο αίτημα των προλεταρίων για κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο έμεινε εκτός συζήτησης.
            Η ύπαρξη της προσωρινής κυβέρνησης δεν αποσόβησε τις εργατικές κινητοποιήσεις. Οι εργάτες άρχισαν να οργανώνονται σε λέσχες. Στην περιοχή του Παρισιού ήδη υπήρχαν 250 εργατικές λέσχες με την πιο σημαντική να είναι η λέσχη «Δημοκρατικός Σύνδεσμος» της οποίας ηγούνταν ο Μπλανκί. Στις 4/5 πραγματοποιήθηκαν εκλογές και κατά την εκλογή των εδρών η εργατική αντιπροσώπευση ήταν ισχνή. Αυτό επέφερε νέες εργατικές εξεγέρσεις που όμως πνίγηκαν στο αίμα από την πλευρά των αστών. Σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν 15.000 εξεγερμένοι και πάνω από 25.οοο φυλακίστηκαν και χιλιάδες από αυτούς εξορίστηκαν. Το προλεταριάτο του Παρισιού είχε υποστεί μια σκληρή ήττα.
            Την ίδια χρονιά σημειώνονται επαναστατικά γεγονότα στη Γερμανία όπου κεντρικό θέμα είναι η ενοποίηση του κατακερματισμένου γερμανικού χώρου που οφείλεται στη φεουδαρχική κοινωνική δομή. Επίσης στην Αυστρία η επανάσταση έχει στο επίκεντρό της την κατάργηση της πολιτικής κυριαρχίας των ευγενών και την ολοκλήρωση του καπιταλιστικού μετασχηματισμού. Στην Ιταλία, επίσης, η επανάσταση επιδίωκε τον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, την εξάλειψη του κατακερματισμού σε διάφορα κράτη και την απελευθέρωση του Βορρά από την Αυστρία.
 
V. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ της ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Τα τρία στάδια της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η καπιταλιστή κοινοπραξία, η καπιταλιστική χειροτεχνία (μανιφακτούρα) και η μεγάλη μηχανοποιημένη καπιταλιστική παραγωγή.
Στην καπιταλιστική κοινοπραξία εργάζονταν υπό το πρόσταγμα του καπιταλιστή μισθωτοί εργάτες, πρώην βιοτέχνες και χειροτέχνες. Τις επιχειρήσεις αυτές τις ίδρυσαν οι έμποροι, οι τοκογλύφοι, οι βιοτέχνες μάστορες που πλούτισαν και οι χειροτέχνες που αντιπροσώπευαν κατά κανόνα το παλιό επαγγελματικό εργαστήρι. Στην κοινοπραξία δεν υπήρχε καταμερισμός εργασίας και όλοι έκαναν λίγο-πολύ την ίδια δουλειά.
Στη μανιφακτούρα τεχνίτες που πριν δούλευαν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο για την κατασκευή εξαρτημάτων μιας ενιαίας κατασκευής, τώρα βρίσκονταν κάτω από την ίδια στέγη. Στη μανιφακτούρα υπάρχει σαφής καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στους εργάτες.
Το τρίτο στάδιο χαρακτηρίζεται από τη μαζική εμφάνιση των μηχανών και άρα από τη μεταβίβαση της τέχνης του εργάτη στην ίδια τη μηχανή καθώς και από την άνοδο της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας. Η εμφάνιση των μηχανών δημιούργησε τη φάμπρικα που αποτελούσε μια κοινοπραξία μηχανών που λειτουργούσαν ταυτόχρονα και συνδυασμένα. Μερικές σοβαρές επιπτώσεις κατά τη μετάβαση στο τρίτο στάδιο ήταν οι εξής: α) υποβαθμίστηκε η σημασία της τέχνης του μεμονωμένου εργάτη, β) η είσοδος των μηχανών δημιούργησε δυνατότητες για την είσοδο στην παραγωγή γυναικών και παιδιών, γ) η πλατιά χρησιμοποίηση των μελών της εργατικής οικογένειας μείωσε την αξία της εργατικής δύναμης γιατί η αξία της εργατικής δύναμης του άντρα άρχισε να κατανέμεται ανάμεσα σε όλα τα εργαζόμενα μέλη της οικογένειας, δ) η μηχανή εμφανίστηκε ως μόνιμος ανταγωνιστής των εργατών και ε) η καπιταλιστική φάμπρικα όξυνε την αντίθεση ανάμεσα στη φυσική και διανοητική εργασία. Αποτέλεσμα της εκμηχανισμένης παραγωγής ήταν η βιομηχανική επανάσταση. Τον όρο «βιομηχανική επανάσταση» τον καθιέρωσε ο Ένγκελς και περιέγραφε με αυτόν, την αντικατάσταση της μανιφακτούρας με το βιομηχανικό εργοστάσιο αλλά και τις συνακόλουθες αλλαγές στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Το πρότυπο της αναπτυγμένης καπιταλιστικής παραγωγής ήταν η Αγγλία.
 
vI. Ο αγγλικός καπιταλισμός
Η εκμετάλλευση της αποικιοκρατούμενης Ινδίας, οι εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στη Μητρόπολη και στην περιφέρεια, το δουλεμπόριο, βοήθησε τη συσσώρευση πλούτου. Το 1694 η Τράπεζα της Αγγλίας δανείζει το στέμμα με επιτόκιο 8%, το 1725 υπάρχουν στο Λονδίνο 24 τράπεζες, ενώ το 1786 φτάνουν τις 52. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα οι εμπορικές συναλλαγές αυξάνονται κατά 5,5 φορές. Το αγγλικό εμπόριο γίνεται πρώτο στον κόσμο. Χρησιμοποιούνται αντλίες ατμού για την απομάκρυνση του νερού στα ορυχεία, η χρήση σιδήρου αυξάνεται αλματωδώς, το ίδιο και η κατανάλωση βαμβακιού, η υδροκίνητη ανέμη μπαίνει σε εφαρμογή, κατασκευάζεται η μονοδρομική ατμομηχανή που μπαίνει σε λειτουργία από τις βιοτεχνίες, το 1787 κατασκευάζεται το πρώτο σιδερένιο καράβι και το 1776 οι πρώτες σιδηροτροχιές και το 1783 ο Βατ κατασκευάζει την πρώτη παλινδρομική ατμομηχανή.
            Εντός αυτού του πλαισίου εμφανίζεται η νέα μορφή της παραγωγής: το εργοστάσιο. Στον κλάδο της υφαντουργίας, τα εργοστάσια στρατολογούν το προσωπικό τους κατά κύριο λόγο από τις γυναίκες και τα παιδιά, προπαντός τα ορφανά, που τα προσφέρουν οι ενορίες. Το 1789, για παράδειγμα, σε τρία εργοστάσια στο Ντέρμπισάιρ, τα δυο τρίτα είναι παιδιά. Το Κράτος υπερασπίζεται πολύμορφα τη νέα πραγματικότητα: μέτρα προστατευτισμού, προνόμια και μονοπώλια της εμποροκρατικής πολιτικής, πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη της εμπορικής και αποικιοκρατικής επέκτασης, αστυνόμευση των φτωχών και καταστολή των εργατικών εξεγέρσεων, θεσπίζονται νόμοι που απαγορεύουν όλες τις μορφές των εργατικών ενώσεων.  Η αστική τάξη ανδρώνεται μέσα σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο.
            Όταν κοντά στα 1840, ο Ένγκελς γράφει το έργο του Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, είναι μόλις 24 ετών. Σε αυτό το καταπληκτικό βιβλίο ο Ένγκελς δεν περιγράφει μόνο μεθοδικά κι επιστημονικά την κατάσταση της αγγλικής εργατικής τάξης, κάτι που έγινε για πρώτη φορά, αλλά κάνει μιαν ανάλυση της ανέλιξης του βιομηχανικού καπιταλισμού, των κοινωνικών συνεπειών της βιομηχανοποίησης και των πολιτικών και κοινωνικών επιπτώσεων[11].
            Η εξέλιξη του καπιταλισμού ανατρέπει την προηγούμενη οικονομική πολιτική του μερκαντιλισμού και σιγά σιγά βγαίνει στο προσκήνιο το διαχειριστικό μοντέλο του φιλελευθερισμού. Το συσσωρευμένο κεφάλαιο έχει την ανάγκη να επενδυθεί και να φέρει νέα κέρδη. Αυτό προϋποθέτει μια ελευθερία κινήσεων που δεν του εξασφάλιζε το μερκαντιλιστικό πρότυπο. Ο κορυφαίος εκφραστής των νέων ιδεών ήταν ο Άνταμ Σμιθ, ένας εκ των θεμελιωτών της αστικής κλασικής πολιτικής οικονομίας. Ο Σμιθ εξέφραζε τα συμφέροντα της αναπτυσσόμενης βιομηχανικής αστικής τάξης της μανιφακτουρικής περιόδου. Υπερασπιζόταν την ελευθερία του εμπορίου κατά των φεουδαρχικών περιορισμών και υπέβαλλε σε κριτική το μερκαντιλισμό. Ο Σμιθ έκανε σοβαρά βήματα στην ανάλυσή του, επικεντρώνοντας στη σφαίρα της παραγωγής, υποστηρίζοντας ότι η αξία δημιουργείται από την εργασία, αλλά δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει το σχηματισμό του κέρδους με βάση την εργασιακή θεωρία της αξίας. Επίσης θεωρούσε ότι η καπιταλιστική παραγωγή μπορούσε να αναπτύσσεται ανεμπόδιστα και απεριόριστα.
 
VII. Η ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ
Δυο αποικιακές αυτοκρατορίες εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα: η πορτογαλική και η ισπανική. Προς το τέλος του αιώνα εμφανίστηκαν και οι Ολλανδοί, ενώ οι Άγγλοι και οι Γάλλοι εμφανίστηκαν στον προχωρημένο 17ο αιώνα και αργότερα οι Βέλγοι, οι Ιταλοί κ.ά.
            «Η δημιουργία και η οργάνωση αυτών των αυτοκρατοριών εμπεριέχουν βία, οικονομική και εξωοικονομική, αλλά με τελικό σκοπό την οικονομική εκμετάλλευση· ήταν βία που ασκούνταν από ποικίλους φορείς και προς ποικίλες κατευθύνσεις: ασκούνταν από τους εξερευνητές και τους εμπόρους, από τις εταιρείες και τους ιδιοκτήτες φυτειών, από στρατό και εκκλησία προς την κατεύθυνσης της πλήρους υποταγής του ντόπιου πληθυσμού στο εμπορικό συμφέρον της μητρόπολης»[12].
Η Μεγάλη Βρετανία ως κυρίαρχη εμπορική δύναμη και ως σπουδαία ναυτική δύναμη, το 19ο αιώνα χτίζει την αποικιακή της αυτοκρατορία στον κόσμο. Την ίδια εποχή οι αποικιακές δυνάμεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας παρακμάζουν. Η Ρωσία συνεχίζει την επέκτασή της προς την Ασία, ενώ η Γαλλία ανακτά και πάλι τις αποικίες που είχε απολέσει. 
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα ο Σέσιλ Ρόουντς[13] παρατηρεί:
 
«Χθες βρισκόμουν στο Ιστ Εντ (εργατική συνοικία του Λονδίνου) και παρακολούθησα μια συγκέντρωση ανέργων. Άκουσα τα όσα έλεγαν οι ομιλητές, αλλά το γενικό συμπέρασμα των λόγων τους ήταν η κραυγή του πλήθους: “Ψωμί! Ψωμί!”. Γυρίζοντας στο σπίτι μου ξανασκέφτηκα τα όσα είδα και άκουσα και πείστηκα για άλλη μια φορά σχετικά με τη μεγάλη σημασία του ιμπεριαλισμού… Μου έχει γίνει μόνιμη ιδέα, γιατί κατά τη γνώμη μου αποτελεί και τη μόνη λύση του κοινωνικού προβλήματος: για να σώσουμε τα τέσσερα εκατομμύρια του Ενωμένου Βασιλείου από τον κίνδυνο ενός δολοφονικού εμφύλιου πολέμου, εμείς οι αποικιοκράτες οφείλουμε να κατακτήσουμε καινούριες επικράτειες, ώστε να εγκαταστήσουμε εκεί το πλεόνασμα του πληθυσμού μας, προσφέροντας ταυτόχρονα νέες αγορές στα προϊόντα των εργοστασίων και των ορυχείων μας. Το είπα και θα το ξαναπώ: το ζήτημα της ύπαρξης της Αυτοκρατορίας είναι ζήτημα πωλήσεων. Αν θέλετε να αποφύγετε τον εμφύλιο πόλεμο οφείλεται να γίνετε ιμπεριαλιστές»[14].
 
VIII. ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ
Το 1867 ο Μαρξ κάνει τις τελευταίες διορθώσεις του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου και το Κεφάλαιο έχει πλέον γεννηθεί. Το μεγαλειώδες αυτό έργο της ανθρώπινης σκέψης, αποτέλεσε μια όχι μόνο οικονομική μα και κοινωνική ανάλυση του καπιταλισμού. Ο Μαρξ με την αμέριστη βοήθεια του στενού φίλου του Ένγκελς αποκαλύπτει τα μυστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Διατυπώνει το νόμο της αξίας, της υπεραξίας, ορίζει το ποσοστό κέρδους και αναφέρεται στην πτωτική τάση που αυτό παρουσιάζει, αναλύει το μηχανισμό των κρίσεων του καπιταλισμού, ασκεί επιστημονική κριτική στην κλασική αστική πολιτική οικονομία, περιγράφει διεξοδικά την κίνηση του κεφαλαίου, μιλά για τη σημασία της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Όμως, την εποχή που γράφεται το Κεφάλαιο, τα μονοπώλια δεν έχουν ακόμη τον κυρίαρχο ρόλο που απέκτησαν λίγα χρόνια αργότερα. Βρισκόμαστε προς το τέλος του πρώτου σταδίου του καπιταλισμού, του μη μονοπωλιακού ή του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Ωστόσο αναφορά στην κατηγορία του μονοπωλίου έγινε και από το Μαρξ, ο οποίος σημειώνει ότι τρία είναι τα κύρια σημεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής: 1) η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής σε λίγα χέρια, 2) η οργάνωση της ίδιας της εργασίας ως κοινωνικής εργασίας και 3)η δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς[15].
Ακόμη, περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο το μεγάλο κεφάλαιο απορροφά το μικρότερο:
 
«Η πάλη του συναγωνισμού διεξάγεται με το φτήναιμα των εμπορευμάτων. Η φτήνια των εμπορευμάτων εξαρτιέται caeteris paribus [όταν όλοι οι άλλοι όροι μένουν αμετάβλητοι], από την παραγωγικότητα της εργασίας και η παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτιέται από την κλίμακα της παραγωγής, γι’ αυτό τα μεγάλα κεφάλαια νικούν τα μικρά»[16].
 
Σε μία από τις ιδιοφυείς  παρατηρήσεις του, σκιαγραφούσε τον τρόπο σχηματισμού του μονοπωλίου μέσω της δημιουργίας των μετοχικών εταιρειών.  Ως προϋπόθεση σχηματισμού της μετοχικής εταιρείας έθετε την τεράστια επέκταση της κλίμακας της παραγωγής των επιχειρήσεων, που ήταν αδύνατο να γίνει από ξεχωριστά κεφάλαια[17]. Το αποτέλεσμα κατά το Μαρξ είναι τούτο:
 
«Το κεφάλαιο, που καθεαυτό βασίζεται σε κοινωνικό τρόπο παραγωγής και που προϋποθέτει κοινωνική συγκέντρωση μέσων παραγωγής και εργατικών δυνάμεων, παίρνει εδώ άμεσα τη μορφή κοινωνικού κεφαλαίου (κεφαλαίου άμεσα συνεταιρισμένων ατόμων) σε αντίθεση προς το ατομικό κεφάλαιο και οι επιχειρήσεις του εμφανίζονται σαν εταιρικές επιχειρήσεις σε αντίθεση προς τις ατομικές επιχειρήσεις. Πρόκειται για την κατάργηση του κεφαλαίου σαν ατομικής ιδιοκτησίας μέσα στα πλαίσια του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής»[18].
 
Και σε άλλο σημείο: «Αποκαθιστά σε ορισμένες σφαίρες το μονοπώλιο και προκαλεί για αυτό την ανάμειξη του κράτους. Αναπαράγει μια νέα οικονομική αριστοκρατία, παράσιτα νέου είδους […]»[19].
Ήδη, λοιπόν, ο Μαρξ αντιλαμβανόταν τι επρόκειτο να συμβεί, ωστόσο οι αντικειμενικές συνθήκες δεν ήταν ακόμη ώριμες ώστε να μπορέσει να καταγράψει το νέο καπιταλιστικό στάδιο, ρόλο που ανέλαβε ο Λένιν. Αυτό συνέβη, γιατί τα μονοπώλια δεν είχαν γίνει ακόμη κυρίαρχα –παρά τις διαφαινόμενες τάσεις– στην οικονομική και πολιτική ζωή του καπιταλισμού. Μονοπώλια υπήρχαν ακόμη από την εποχή της εμποροκρατίας (εταιρείες ναύλωσης), ωστόσο ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν μέσα από μια πλειάδα εταιριών μεσαίου μεγέθους. Όταν πια αυτές οι μεσαίες επιχειρήσεις περνούν σε δεύτερη μοίρα, κάτω από την πίεση των μονοπωλίων, τότε ανατέλλει και ο ιμπεριαλισμός.
Το 1873 ξεκίνησε η μεγάλη ύφεση που διαρκεί μέχρι το 1895. Συγκεκριμένα σημειώθηκε κραχ στο χρηματιστήριο της Βιέννης, ακολούθησε πτωχεύσεις τραπεζών σε Αυστρία και Γερμανία, η βαριά βιομηχανία της Γερμανίας παγώνει, η ανεργία οδηγεί ένα μέρος των αγροτών να επιστρέψει στους αγρούς. Στην Αγγλία οι εξαγωγές μειώνονται κατά 25% και πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των επιχειρήσεων που κηρύσσουν πτώχευση. Το 1882 σημειώνεται κραχ και στο χρηματιστήριο της Λυόν και το 1884 η κατασκευή των σιδηροδρόμων στις ΗΠΑ πέφτει σε μαρασμό.
            Προς το τέλος του 19ου αιώνα διαφάνηκε η παρακμή του βρετανικού καπιταλισμού. Από τη μεγάλη ύφεση μέχρι και τις παραμονές του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, η καπιταλιστική ανάπτυξη της Γερμανίας είναι δυο φορές ταχύτερη από της Γαλλίας, το ίδιο συμβαίνει και συγκριτικά με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία. Χαρακτηριστικά αυτής της εποχής είναι: α) η ανάπτυξη μιας δεύτερης γενιάς βιομηχανικής τεχνολογίας και βιομηχανιών, β) η υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου και η εμφάνιση του πιστωτικού κεφαλαίου, γ) η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και δ) η αναδιάταξη στο συσχετισμό δυνάμεων των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών και το νέο μοίρασμα του κόσμου.
            Την περίοδο αυτή, η τεχνολογική πρόοδος που σημειώθηκε, συνήθως χαρακτηρίζεται ως «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση». Xρησιμοποιήθηκαν νέες μορφές ενέργειας: ο ηλεκτρισμός και το πετρέλαιο. Παρήχθησαν νέα βαριά προϊόντα όπως τα αυτοκίνητα. Η απασχόληση στο δευτερογενή τομέα αυξήθηκε θεαματικά. Για παράδειγμα στις ΗΠΑ ενώ το 1870 το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ήταν στο 18%, το 1910 έφτασε το 37%. Πριν από το 1900 είχαν ήδη κατασκευαστεί τουρμπίνες ατμού, κινητήρες Diesel, αλουμίνιο, γραφομηχανές, τεχνητό ύφασμα, φωτογραφικές και κινηματογραφικές μηχανές, δίσκοι γραμμοφώνου κ.ά.
            Ο ελεύθερος ανταγωνισμός στις πιο αναπτυγμένες χώρες έφτασε στο ανώτατο όριο ανάπτυξης του την 7η και 8η δεκαετία του 19ου αιώνα. Την περίοδο αυτή τα μονοπώλια άρχισαν να εμφανίζονται αλλά χωρίς ιδιαίτερη επίδραση στην οικονομία. Στα 1880-1890 πολλαπλασιάζονται και αποκτούν επιρροή, ωστόσο είναι ασταθή. Συχνά διαλύονται και στη θέση τους εμφανίζονται άλλα. Όμως στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα τα μονοπώλια επηρεάζουν σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη.
            Στις παραμονές του Α΄ παγκόσμιου πολέμου η Αγγλία ήταν ακόμη ισχυρή: 42,5 εκατομμύρια κάτοικοι με πάνω από τα ¾ στην πόλη, ήλεγχε το 47% του παγκοσμίου εμπορίου άνθρακα, είχε το 45% της παγκόσμιας χωρητικότητας εμπορικών πλοίων και τη μεγαλύτερη αγορά του κόσμου, το ισχυρότερο και πιο οργανωμένο τραπεζικό σύστημα, το ισχυρότερο νόμισμα και τις περισσότερες επενδύσεις κεφαλαίων στο εξωτερικό. Από το 1901 ως το 1913 η Γαλλία εμφάνισε ένα δυναμισμό σε ορισμένους κλάδους της οικονομίας: πρωτοπορία στον ηλεκτρισμό, στο αυτοκίνητο, στις οικοδομές, στον κινηματογράφο. Οι ΗΠΑ από το 1880 ως το 191ο διπλασίασαν τον πληθυσμό τους φτάνοντας τα 92 εκατομμύρια. Πύκνωσε το σιδηροδρομικό δίκτυο, κατασκευάστηκαν ψυγεία, δόθηκαν σε ευρεία κλίμακα τραπεζικά δάνεια και η ανάπτυξη της βιομηχανίας γιγαντώθηκε. Παράλληλα εμφανίζονται γιγάντιες επιχειρήσεις: ενώ το 1882 υπήρχαν μόνο 4 τραστ, το 1904 υπήρχαν 318 και κατείχαν τα 2/5 του επενδυμένου κεφαλαίου. κάποιες από αυτές τις εταιρείες κατάφεραν να ελέγξουν το σύνολο σχεδόν της παραγωγής. Τα δύο τεράστια κεφάλαια των ΗΠΑ είναι ο Ροκφέλερ και ο Μόργκαν. Η Γερμανία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στη βιομηχανική της παραγωγή και στη δημιουργία των μονοπωλίων υπό τη μορφή των καρτέλ. Οι τράπεζες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γιγάντωση των μονοπωλίων. Στο εξωτερικό της εμπόριο η Γερμανία χρησιμοποίησε τη μέθοδο του ντάμπινγκ, δηλαδή πωλούσαν τα εμπορεύματά τους στο εξωτερικό σε τιμή κάτω του κόστους. Στη Γερμανία μεσουρανεί η βιομηχανική αυτοκρατορία των Κρουπ, ενώ η AEG καταφέρνει στα 1911 να επεκτείνει τον έλεγχό της σε 200 εταιρείες και απασχολεί 200.000 μισθωτούς και η Ντόιτσε Μπανκ απορροφά 49 τράπεζες.
            Οι αλλαγές όμως δεν εντοπίζονται μόνο στο επίπεδο της συγκέντρωσης της παραγωγής, τη δημιουργία και την καθιέρωση των μονοπωλίων, αλλά και στην οργάνωση της παραγωγής. Στα εργοστάσια επιβάλλεται το τεϊλορικό μοντέλο. Το μοντέλο αυτό: α)  προβλέπει την καθιέρωση των κατάλληλων κινήσεων από την πλευρά του εργάτη προκειμένου να ανέβει η παραγωγικότητα, β) τη χρονομέτρηση των κινήσεων, γ) τον αποκλεισμό άχρηστων και αργών κινήσεων, δ) την επιλογή εργατών ικανών να ανταπεξέλθουν στις νέες απαιτήσεις. Η καθιέρωση του τεϊλορικού μοντέλου έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Για παράδειγμα κάτω από τις συμβουλές του Τέιλορ οι εργάτες που φόρτωναν 12,7 τόνους σιδηρομεταλλεύματος την ημέρα, κατόρθωσαν να φορτώνουν μέχρι και 49 τόνους.  
            Το τεϊλορικό μοντέλο συνοδεύτηκε από το φορντικό του οποίου τα χαρακτηριστικά ήταν τα εξής: α) η μαζική είσοδος της αυτοματοποιημένης παραγωγής που υποβάθμιζε ή και εξαφάνιζε τη σημασία της τέχνης του ειδικευμένου εργάτη, β) η αλυσίδα παραγωγής με βάση την οποία ένα προϊόν παραγόταν σε μία συνεχή ροή και σε μια γραμμή συναρμολόγησης, γ) η κυριαρχία του χρόνου και των τυποποιημένων κινήσεων για την παραγωγή των εμπορευμάτων, δ) η μείωση του εργατικού δυναμικού και του αναγκαίου χρόνου εργασίας καθώς και η μείωση του πρόσθετου χρόνου εργασίας. Συγχρόνως το φορντικό μοντέλο έβλεπε τον εργάτη με ένα διττό ρόλο: αυτού του παραγωγικού εργάτη και αυτό του καταναλωτή. Άλλωστε ο γνωστός αυτοκινητοβιομήχανος Φορντ το είπε με τον καλύτερο τρόπο. Όταν το 1914 διπλασίασε το μεροκάματο των εργατών του και μείωσε την εργάσιμη ημέρα από 9 σε 8 ώρες, απαντώντας στα ερωτήματα των άλλων βιομηχάνων γιατί το έκανε, απάντησε:
 
«ποιος θα αγοράσει τα αυτοκίνητα που παράγω;» Και συνέχιζε: «Κακοπληρώνοντας τους ανθρώπους, προετοιμάζουμε μια γενιά υποσιτισμένων και υποανάπτυκτων παιδιών, τόσο από σωματική όσο και από ηθική άποψη. Θα είναι μια γενιά εργατών αδύναμων στο σώμα και στο πνεύμα, που θα αποδειχθούν αναποτελεσματικοί όταν θα έρθει ο καιρός να πιάσουν δουλειά στο εργοστάσιο. Σε τελική ανάλυση, η βιομηχανία θα πληρώσει το λογαριασμό.
»Η επιτυχία μας εξαρτάται ως ένα σημείο από αυτό που πληρώνουμε. Αν πληρώνουμε καλά το χρήμα αυτό ξοδεύεται. Πλουτίζοντας τους μεταπράτες, τους εμπόρους λιανικής, τους τεχνίτες και τους κάθε λογής εργάτες κι αυτή η ευημερία μεταφράζεται σε αύξηση της ζήτησης των αυτοκινήτων μας»[20].
           
Ο Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Πώς όμως η νέα οικονομική πραγματικότητα όξυνε τις αντιθέσεις και οδήγησε στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης η εγχώρια ζήτηση υπερκαλύφθηκε κι έτσι γεννήθηκε η ανάγκη για την αναζήτηση νέων αγορών. Το πρόβλημα αυτό το είχε αντιμετωπίσει και παλαιότερα η Αγγλία, κατάφερε όμως να το ξεπεράσει  λόγω της εξαιρετικής ποιότητας των προϊόντων της και των χαμηλών τους τιμών. Εν τούτοις, στο γύρισμα του αιώνα, προβάλλουν στο προσκήνιο Γερμανία και ΗΠΑ ως επικίνδυνοι ανταγωνιστές της Αγγλίας για την κατάκτηση νέων αγορών. Παράλληλα οι τριβές μεγαλώνουν, αφού εντείνεται και ο αγώνας για την εξασφάλιση των πρώτων υλών, καθώς μόνον οι ΗΠΑ είναι σε θέση να επιδείξει αυτάρκεια σε αυτόν τον τομέα. Σημαντικό πρόβλημα στις αρχές του 20ου αιώνα αποτέλεσε και το εμπορικό ισοζύγιο. Το εμπορικό έλλειμμα της Αγγλίας ήταν τεράστιο, σημαντικό ήταν και το έλλειμμα της Γερμανίας, αντίθετα με τις ΗΠΑ που παρουσίαζαν πλεόνασμα.
            Τελικά σχηματίζονται δυο μεγάλοι στρατιωτικοί-πολιτικοί συνασπισμοί. Από τη μια βρίσκονται οι Δυνάμεις της Αντάντ (κυρίως Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, από το 1915 η Ιταλία και ως τις αρχές του 1918 η Ρωσία και από το 1917 οι ΗΠΑ). Από την άλλη βρίσκεται η Τριπλή Συμμαχία, (ΓερμανίαΑυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία). Νικητής αναδείχθηκε ο πρώτος συνασπισμός. Ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε το 1914 και τελείωσε το 1918. Τα θύματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανήλθαν σε 9 εκατομμύρια στρατευμένους και σε άλλους τόσους αμάχους ξεπερνώντας συνολικά τα 18,5 εκατομμύρια ψυχών. Οι λαοί οδηγούνται στο ιμπεριαλιστικό σφαγείο και Έριχ Μαρία Ρεμάρκ στο κλασικό του έργο Ουδέν Νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο, γράφει: «Έχουμε χάσει κάθε συναίσθημα αλληλεγγύης, μόλις που αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλο όταν βλεπόμαστε, έτσι αναστατωμένοι που είμαστε. Είμαστε νεκροί, χωρίς συναισθήματα, που χάρη σ’ ένα μυστηριώδες κόλπο καταφέρνουν να στέκονται στα πόδια τους και να σκοτώνουν»[21].
            Ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος ήταν ο καταλύτης που μας οδήγησε στην πρώτη σοσιαλιστική επανάσταση. Η ρώσικη επανάσταση του 1917 (είχαν προηγηθεί αυτή του 1905 και η φεβρουριανή του 1917) σηματοδότησε την ιστορική δυνατότητα, προκειμένου αυτό που φαινόταν πριν μία άπιαστη ουτοπία να μετατραπεί σε μια απτή πραγματικότητα. Το κράτος των Σοβιέτ ήταν γεγονός, το πιο συγκλονιστικό ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό του 20ου αιώνα.
 
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ
Πριν την παρουσίαση της σχετικής θεωρίας, είναι χρήσιμο να δούμε τον ορισμό του μονοπωλίου: Μεγάλες επιχειρήσεις, φίρμες ή ενώσεις που αγκαλιάζουν μεγάλο μέρος της παραγωγής και της κατανάλωσης του ενός ή του άλλου προϊόντος και που κυριαρχούν στην αγορά με σκοπό την απόσπαση του μονοπωλιακού. Το μονοπωλιακό υπερκέρδος είναι το πλεόνασμα του κέρδους που εξασφαλίζουν τα μονοπώλια –σε σχέση με τα μικρότερα κεφάλαια–  χάρη στις αλλαγές που συντελούνται στο μηχανισμό διαμόρφωσης του κέρδους.
Πολλοί δημοσιολόγοι της εποχής αντιλαμβάνονται τις αλλαγές στον καπιταλισμό και προσπαθούν να αναλύσουν τη νέα πραγματικότητα: ο Λαφάργκ, ο Χίλφερντινγκ, ο Τόμσον, ο Κάουτσκι, ο Μπουχάριν και βεβαίως ο Λένιν με το μνημειώδες έργο του, Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού.
Ο Λένιν δίνει τρεις ορισμούς για τον ιμπεριαλισμό. Σύμφωνα με τον πρώτο:
 
«Αν θα χρειαζόταν να δοθεί όσο το δυνατό πιο σύντομος ορισμός του ιμπεριαλισμού, θα έπρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού»[22].
 
Ο Λένιν, όμως, δεν ήταν μόνο σπουδαίος επαναστάτης, αλλά και σπουδαίος θεωρητικός. Έτσι, αφού δίνει τον πρώτο συμπυκνωμένο ορισμό, έναν ορισμό σε υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, σπεύδει να διευκρινίσει:
 
«Οι πολύ σύντομοι, όμως, ορισμοί, αν και είναι βολικοί, γιατί συνοψίζουν το κυριότερο, είναι ωστόσο ανεπαρκείς, όταν πρόκειται να συναγάγουμε ιδιαίτερα από αυτούς τα πιο ουσιαστικά γνωρίσματα του φαινομένου που έχουμε να καθορίσουμε. Για αυτό χωρίς να ξεχνάμε τη συμβατική και σχετική σημασία όλων των ορισμών γενικά, που δεν μπορούν να αγκαλιάσουν τις ολόπλευρες σχέσεις του φαινομένου στην πλήρη ανάπτυξή  του, πρέπει να δώσουμε ένα τέτοιο ορισμό του ιμπεριαλισμού, που θα περιέκλειε τα παρακάτω πέντε βασικά του γνωρίσματα: 1) συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή. 2) συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του “χρηματιστικού κεφαλαίου”. 3) εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτάει η εξαγωγή του κεφαλαίου, σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων. 4) συγκροτούνται οι διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο. και 5) έχει τελειώσει το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές Δυνάμεις»[23].
 
Έτσι, ο Λένιν αντιλαμβανόμενος  τους κινδύνους από έναν ορισμό που διατυπώνεται σε υψηλό επίπεδο αφαίρεσης –αφού με αυτό τον τρόπο υπάρχει ο κίνδυνος απώλειας καθοριστικών παραμέτρων του φαινομένου και τελικά δημιουργείται ο κίνδυνος σοβαρών παρανοήσεων– προχωρά σε ένα διευρυμένο ορισμό της έννοιας του ιμπεριαλισμού με όλα τα βασικά του χαρακτηριστικά.
Ο Λένιν δε διστάζει, ωστόσο, να δώσει και ένα τρίτο ορισμό, αφού παίρνει, όπως ο ίδιος λέει, υπόψη του όχι μόνο τις βασικές καθαρές έννοιες, μα και την ιστορική θέση του δοσμένου σταδίου του καπιταλισμού.
Συγκεκριμένα γράφει:
 
«Θα δούμε ακόμη παρακάτω πως μπορεί και πρέπει να δοθεί διαφορετικός ορισμός του ιμπεριαλισμού, αν πάρουμε υπόψη μας όχι μόνο τις βασικές καθαρά οικονομικές  έννοιες (στις οποίες περιορίζεται ο ορισμός που αναφέραμε), μα και στην ιστορική θέση του δοσμένου σταδίου του καπιταλισμού σε σχέση με τον καπιταλισμό γενικά, ή τη σχέση του ιμπεριαλισμού με τις δυο βασικές κατευθύνσεις μέσα στο εργατικό κίνημα»[24].
 
Έτσι, καταλήγει  πως ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο είναι καπιταλισμός που σαπίζει[25]. Ο τελευταίος αυτός ορισμός, όπως είναι φανερό, δίνει τον πολιτικό τόνο, αφού τον οικονομικό τον έχουν δώσει οι δυο πρώτοι. Κάτι που σαπίζει, δεν έχει τη δυνατότητα να ανθίσει, έχει χάσει τον όποιο προοδευτικό χαρακτήρα που είχε σε παρελθούσες ιστορικές περιόδους. Η σήψη ενός οργανισμού (κοινωνικού εν προκειμένω) δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη γέννηση του νέου, κάτι που αποτελεί βασική θέση της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Επομένως, έχει σημασία από εδώ κι έπειτα να πάρουμε υπόψη το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα, τον τρόπο μέσω του οποίου θα προκύψει το καινούριο, το πόσο γρήγορα θα προκύψει κ.λπ.
Για να κάνει κατανοητό αυτό το σάπισμα παραθέτει ένα διαφωτιστικό παράδειγμα: «[…] στην Αμερική κάποιος Όουενς εφηύρε μια μηχανή για μπουκάλια, που φέρνει επανάσταση στην κατασκευή των μπουκαλιών. Το γερμανικό καρτέλ των εργοστασιαρχών μπουκαλιών αγοράζει τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας του Όουενς, τα βάζει στο χρονοντούλαπο και εμποδίζει τη χρησιμοποίησή τους»[26].
Ο Λένιν, μετά τους ορισμούς που παραθέτει, υποβάλει σε κριτική τις απόψεις του Κάουτσκι[27]. Για να είναι ακριβής στην κριτική του, καταγράφει και τον ορισμό που έδωσε ο Κάουτσκι: «Ο ιμπεριαλισμός είναι προϊόν του πολύ αναπτυγμένου βιομηχανικού καπιταλισμού. Συνίσταται στην τάση κάθε βιομηχανικού καπιταλιστικού έθνους να προσαρτά ή να υποτάσσει όλο και μεγαλύτερες αγροτικές (η υπογράμμιση είναι του Κάουτσκι) περιοχές, άσχετα από ποια έθνη τις κατοικούν»[28]. Ας δούμε, λοιπόν, τα κύρια σημεία της κριτικής του Λένιν, ειδικά για τον ορισμό του Κάουτσκι.
 
[i] Ο Λένιν αποσαφήνιζε πρώτα απ’ όλα ότι ο ορισμός του Κάουτσκι είναι προβληματικός: «Αυτός ο ορισμός δεν αξίζει απολύτως τίποτα, γιατί είναι μονόπλευρος, δηλαδή ξεχωρίζει αυθαίρετα μονάχα το εθνικό ζήτημα (παρ’ όλο που το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικά σπουδαίο, τόσο αυτό καθαυτό, όσο και στη σχέση του με τον ιμπεριαλισμό) και το συνδέει αυθαίρετα και όχι σωστά μόνο με το βιομηχανικό κεφάλαιο των χωρών που προσαρτούν άλλα έθνη…»[29], (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
 
[ii] Το δεύτερο σημείο στο οποίο ο Λένιν εντόπισε λάθος, ήταν ότι ο Κάουτσκι έβαζε «στην πρώτη μοίρα εξίσου αυθαίρετα και όχι σωστά την προσάρτηση των αγροτικών περιοχών»[30].
 
[iii] Ένα από τα σημαντικότερα σημεία της κριτικής του Λένιν ήταν η παράβλεψη της οικονομικής πλευράς του ζητήματος από την πλευρά του Κάουτσκι: «Ο ιμπεριαλισμός είναι η τάση για προσαρτήσεις – να που καταλήγει  το πολιτικό μέρος του ορισμού του Κάουτσκι. Είναι σωστό, αλλά στο έπακρο ατελές, γιατί πολιτικά ο ιμπεριαλισμός είναι  γενικά η τάση προς τη βία και την αντίδραση. Εδώ, όμως, μας απασχολεί η οικονομική πλευρά  της υπόθεσης, που την έμπασε στον ορισμό του ο ίδιος ο Κάουτσκι. Τα λάθη του ορισμού του Κάουτσκι χτυπούν στα μάτια. Για τον ιμπεριαλισμό είναι χαρακτηριστικό ίσα-ίσα όχι το βιομηχανικό, μα το χρηματιστικό  κεφάλαιο»[31] (οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).
 
[iv] Ο Λένιν έκανε μία από τις πιο σπουδαίες παρατηρήσεις του και διόρθωσε  τη φράση στον ορισμό του Κάουτσκι «κάθε βιομηχανικού καπιταλιστικού έθνους» γράφοντας ότι «το ουσιαστικό για τον ιμπεριαλισμό είναι ο ανταγωνισμός μερικών μεγάλων Δυνάμεων που τείνουν προς την ηγεμονία, δηλαδή προς το άρπαγμα εδαφών όχι τόσο άμεσα για τον εαυτό τους, όσο για την εξασθένιση  του αντιπάλου και την υπόσκαψη της ηγεμονίας του…»[32] (η υπογράμμιση με πλαγιογράμματα στο πρωτότυπο, με τονισμένα γράμματα δική μας).
*  *  *  *
Ο Λένιν συνεχίζει την κριτική του αναδεικνύοντας τη διαλεκτική σύνδεση πολιτικής και οικονομίας που έλειπε από την ανάλυση του Κάουτσκι:
 
«Δεν είναι καθόλου σοβαρή η συζήτηση που προκάλεσε ο Κάουτσκι γύρω από λέξεις: αν πρέπει να ονομαστεί η νεότατη βαθμίδα του καπιταλισμού ιμπεριαλισμός ή βαθμίδα του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ονομάστε την όπως θέλετε, το ίδιο κάνει. Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο ότι ο Κάουτσκι αποσπάει την πολιτική του ιμπεριαλισμού από την οικονομία του, λέγοντας ότι οι προσαρτήσεις  είναι η πολιτική “την οποία προτιμάει” το χρηματιστικό κεφάλαιο και αντιπαραθέτοντας σε αυτήν μια άλλη πιθανή δήθεν αστική πολιτική πάνω στην ίδια βάση του χρηματιστικού κεφαλαίου»[33] (η υπογράμμιση δική μας).
 
Τέλος, ο Λένιν επικέντρωσε στην έννοια του ούλτραϊμπεριαλισμού ή υπεριμπεριαλισμού που επινόησε ο Κάουτσκι[34]. Σύμφωνα με τον ίδιο «Από καθαρά οικονομική άποψη δεν αποκλείεται ο καπιταλισμός να περάσει ακόμη μια νέα φάση: τη φάση της μεταφοράς της πολιτικής των καρτέλ στην εξωτερική πολιτική, τη φάση του ούλτραϊμπεριαλισμού, δηλαδή του υπεριμπεριαλισμού, της συνένωσης των ιμπεριαλιστών όλου του κόσμου και όχι της πάλης ανάμεσά τους, τη φάση του σταματήματος των πολέμων στις συνθήκες του καπιταλισμού, τη φάση της “από κοινού εκμετάλλευσης του κόσμου από το διεθνικά – ενωμένο χρηματιστικό κεφάλαιο”»[35].
Ο Λένιν χαρακτήριζε τη θεωρία του υπεριμπεριαλισμού ως μια ανοησία και υποστήριζε ότι το μόνο που επιτυγχάνει ο Κάουτσκι είναι να ενισχύσει την απολογητική των ιμπεριαλιστών και να δημιουργήσει αυταπάτες για την εξάλειψη της ανισομετρίας στον καπιταλισμό, ενώ αντίθετα αυτή δυναμώνει[36]. Και ο Λένιν τελείωνε με το ρητορικό ερώτημα:
 
«στο πλαίσιο του καπιταλισμού ποιο άλλο μέσο μπορεί να υπάρχει, εκτός από τον πόλεμο για την εξάλειψη της αναντιστοιχίας ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη συσσώρευση του κεφαλαίου, από τη μια μεριά και στο μοίρασμα των αποικιών και των “σφαιρών επιρροής” του χρηματιστικού κεφαλαίου από την άλλη;»[37] (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
 
Ο Κάουτσκι δεν είχε μόνο λανθασμένη αντίληψη για την ουσία του ιμπεριαλισμού, αλλά μοιραία και λανθασμένη πολιτική πρόταση. Μια περικοπή του Κάουτσκι δείχνει και το ουτοπικό σχήμα που είχε στο μυαλό του: «Οι επιδιώξεις του κεφαλαίου για επέκταση μπορούν να πραγματοποιηθούν καλύτερα όχι με τις βίαιες μεθόδους του ιμπεριαλισμού, αλλά με την ειρηνική δημοκρατία»[38].
Και ο Λένιν του απαντά:
 
«Οι συλλογισμοί του Κάουτσκι δεν μπορεί να έχουν άλλο νόημα και το “νόημα” αυτό είναι παραλογισμός. Ας παραδεχτούμε ότι είναι έτσι, ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός, χωρίς οποιοδήποτε μονοπώλιο, θα ανέπτυσσε πιο γρήγορα τον καπιταλισμό και το εμπόριο. Όσο, όμως, πιο γρήγορα γίνεται η ανάπτυξη του εμπορίου και του καπιταλισμού, τόσο ισχυρότερη είναι η συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, συγκέντρωση που γεννάει το μονοπώλιο. Και τα μονοπώλια έχουν πια γεννηθεί – ακριβώς από τον ελεύθερο συναγωνισμό. Ακόμη κι αν τα μονοπώλια άρχισαν τώρα να επιβραδύνουν την ανάπτυξη, ωστόσο αυτό δεν είναι επιχείρημα υπέρ του ελεύθερου ανταγωνισμού, που είναι αδύνατο να υπάρχει, όταν αυτός έχει πια γεννήσει το μονοπώλιο»[39] (οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).
 
Τελικά, ο Λένιν καταλήγει σε μια κεφαλαιώδους σημασίας κατηγοριοποίηση των χωρών εντός του ιμπεριαλιστικού συστήματος:
 
«Μια και γίνεται λόγος για την αποικιακή πολιτική της εποχής του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, είναι απαραίτητο να σημειώσουμε ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο και η αντίστοιχη σε αυτό διεθνής πολιτική, που οδηγεί στον αγώνα των μεγάλων δυνάμεων για το οικονομικό και πολιτικό μοίρασμα του κόσμου, δημιουργούν ολόκληρη σειρά από μεταβατικές μορφές κρατικής εξάρτησης. Χαρακτηριστικές για αυτή την εποχή δεν είναι μόνο οι δυο βασικές ομάδες χωρών: οι χώρες που κατέχουν αποικίες και οι αποικιακές χώρες, αλλά και οι ποικίλες μορφές των εξαρτημένων χωρών, που πολιτικά, τυπικά είναι ανεξάρτητες, στη πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης. Έχουμε, ήδη, αναφέρει προηγούμενα μια από αυτές τις μορφές, τις μισοαποικίες. Δείγμα μιας άλλης μορφής είναι, λόγου χάρη, η Αργεντινή»[40] (η υπογράμμιση με πλαγιογράμματα στο πρωτότυπο, με τονισμένα γράμματα δική μας).
 
Ο Λένιν δε μένει απλώς σε ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους. Λέει, ασφαλώς, ότι «το πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας (σ.σ. της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας) πρέπει να τονίζει ότι η βασική, ουσιαστικότατη και αναπόφευκτη στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού διαίρεση των εθνών είναι η διαίρεσή τους σε έθνη που καταπιέζουν και σε έθνη που καταπιέζονται»[41]. Προχωρά, ωστόσο, σε ένα λεπτομερέστερο διαχωρισμό με βάση τον οποίο υπάρχουν τρεις τύποι σχετικά με την αυτοδιάθεση των εθνών:
Ο πρώτος τύπος χωρών είναι οι αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες της Δ. Ευρώπης και οι ΗΠΑ. Σε αυτά τα έθνη τα προοδευτικά αστικοδημοκρατικά κινήματα έχουν προ πολλού τελειώσει και τα έθνη αυτά είναι πλέον καταπιεστές.
Ο δεύτερος τύπος χωρών βρίσκεται στην Ανατολική Ευρώπη: Αυστρία, Βαλκάνια, και ιδιαίτερα η Ρωσία. Σε αυτές τις χώρες ο 20ος αιώνας ανέπτυξε πολύ τα αστικοδημοκρατικά εθνικά κινήματα. Τα καθήκοντα του προλεταριάτου αυτών των χωρών, τόσο στο ζήτημα της ολοκλήρωσης του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού τους, όσο και στο ζήτημα της βοήθειας προς τη σοσιαλιστική επανάσταση των άλλων χωρών, δεν μπορούν να εκπληρωθούν χωρίς την υπεράσπιση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των εθνών.
Ο τρίτος τύπος χωρών είναι οι μισοαποικίες όπως η Κίνα, η Περσία και η Τουρκία κ.ά. Σε αυτές τις χώρες τα αστικοδημοκρατικά κινήματα τώρα μόλις ξεκινούν και οι επαναστάτες έχουν ως καθήκον τους να απαιτούν, χωρίς όρους και χωρίς αποζημίωση, την άμεση απελευθέρωση των αποικιών. [42]
            Σε άλλο κείμενό του ο Λένιν κάνει ξεκάθαρο ότι η κατηγοριοποίηση έχει άμεση πολιτική σημασία: «Η κοινωνική επανάσταση δεν μπορεί να συντελεστεί διαφορετικά παρά σαν εποχή που συνδυάζει τον εμφύλιο πόλεμο του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη στις προηγμένες χώρες με ολόκληρη σειρά δημοκρατικών και επαναστατικών, μαζί και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στα υποανάπτυκτα, καθυστερημένα και καταπιεζόμενα έθνη» [43] (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
 
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 1929
Είναι γνωστό ότι στον κύκλο της κρίσης, η άνοδος προηγείται της κρίσης. Τα χρόνια της μερικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού ήταν ο προάγγελος της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που γνώρισε ο καπιταλισμός.
            Τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης του 1929-1933 φάνηκαν στις ΗΠΑ και στις υπόλοιπες ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες, όταν άρχισαν να συσσωρεύονται απούλητα εμπορεύματα στις αποθήκες. Τον Οκτώβριο του 1929 σημειώθηκε στις ΗΠΑ ένα χρηματιστηριακό κραχ, μετά το οποίο ενέσκηψε η κρίση με όλα της τα συνήθη γνωρίσματα. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης ήταν:
α) Η κρίση του 1929-1933 ήταν κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης. Η βιομηχανική παραγωγή περιορίστηκε στο ένα τρίτο και πλέον σε σχέση με την προ κρίσης παραγωγή. Οι προηγούμενες κρίσεις θεωρούνταν σοβαρές, αν η μείωση της παραγωγής ήταν στο 10 με 15%. 
β) Σε διάρκεια η κρίση του ’29 υπερέβη κάθε προηγούμενη, αφού οι προηγούμενες κρίσεις κρατούσαν κατά κανόνα μερικούς μήνες.
γ) Η κρίση χτύπησε με τον πιο έντονο τρόπο τις ΗΠΑ και τη Γερμανία.
δ) Η αγροτική οικονομία χτυπήθηκε και αυτή με ιδιαίτερη σφοδρότητα, όπως επίσης και οι υποανάπτυκτες βιομηχανικά χώρες.
ε) Η τιμή των προϊόντων μειώθηκε σε πρωτόγνωρα επίπεδα.
στ) Οι παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις διαταράχθηκαν, αφού το παγκόσμιο εμπόριο έπεσε περίπου στο ένα τρίτο του προηγούμενου όγκου συναλλαγών.
ζ) Η αξία του νομίσματος έπεσε σε 56 κράτη.
η) Σημειώθηκε τεράστια καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων. Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες δημιουργήθηκαν απέραντα νεκροταφεία μηχανών, ζώνες νεκρών εργοστασίων, τα χωράφια ξεχερσώνονταν, ενώ δημιουργήθηκαν τεράστιες στρατιές ανέργων. Στις αρχές του 1932 υπήρχαν στις καπιταλιστικές χώρες 26 εκατομμύρια άνεργοι, χωρίς να υπολογίζονται όσοι εργαζόμενοι απασχολούνταν μια-δυο ημέρες την εβδομάδα[44].      
Η περίοδος αυτής της οξείας καπιταλιστικής κρίσης έφερνε στο προσκήνιο νέες δυνατότητες αλλά και δυσκολίες. Δεν επρόκειτο για μια συνηθισμένη καπιταλιστική κρίση και για αυτόν το λόγο οι επιπτώσεις της στη σκέψη και δράση του εργατικού κινήματος, αλλά και του αστικού στρατοπέδου έμελλε να έιναι σοβαρές.
Στα 1927-8 ο απεργιακός αγώνας της εργατικής τάξης δυναμώνει και σημειώνονται εξεγέρσεις των εργατών ορυχείων και των εργατών βιομηχανικών προϊόντων. Με την όξυνση της ταξικής πάλης το ζήτημα της δημοκρατίας αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Το ΚΚΓ καλεί τους σοσιαλδημοκράτες σε κοινές εκδηλώσεις, οι οποίοι αρνούνται να συμμετάσχουν. Η τακτική αυτή του ΚΚΓ φέρνει θετικά εκλογικά αποτελέσματα το 1928 και αυξάνει τις ψήφους του κατά 22% (από 2,7 σε 3,3 εκ.). Το φασιστικό κόμμα του Χίτλερ λαμβάνει 801.000 ψήφους και το σοσιαλδημοκρατικό 9,2 εκ. Η κυβέρνηση παραιτείται και σχηματίζεται κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» με πρωθυπουργό το σοσιαλδημοκράτη Μίλερ. Η κυβέρνηση Μίλερ προπαγανδίζει την ορθολογική διαχείριση του καπιταλισμού και ψηφίζει αντεργατικούς νόμους, για τον περιορισμό των βοηθημάτων ανεργίας, για την παράταση της εργάσιμης ημέρας, ενώ αυξάνει τα στρατιωτικά κονδύλια. Το 1929 απαγορεύει την εργατική πρωτομαγιάτικη διαδήλωση, οι εργάτες αψηφούν την απαγόρευση, η διαδήλωση πραγματοποιείται και με διαταγή του σοσιαλδημοκράτη διευθυντή της αστυνομίας Τσέργκιμπελ πυροβολούνται άοπλοι εργάτες, πολλοί από τους οποίους τραυματίζονται και σκοτώνονται. Η δολοφονία των εργατών προκαλεί τη γενική αγανάκτηση και οργανώνονται διαδηλώσεις και απεργίες. Την ίδια χρονιά η κυβέρνηση αποφασίζει την κατάργηση της Ένωσης των κόκκινων πολεμιστών που είχε δεκάδες χιλιάδες μέλη[45].
            Η κρίση του 1929 χτυπά και τη Γερμανία με ιδιαίτερη σφοδρότητα: η βιομηχανική παραγωγή πέφτει κατά 46,7%, οι τράπεζες Ντανάτ-Μπανκ, της Δρέσδης κ.ά. χρεοκοπούν και μαζί με αυτές 68 χιλ. επιχειρήσεις. Όλα αυτά ευνοούν τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Ανάμεσα στους βιομηχανικούς εργάτες οι άνεργοι φτάνουν τα 5 εκ., ενώ στο πρώτο τετράμηνο οι άνεργοι φτάνουν κοντά στα 8 εκ, το 31,6% των οποίων δε λαμβάνει το επίδομα ανεργίας. Οι εργάτες απαντούν στην κρίση με απεργίες, ενώ τα ρεφορμιστικά συνδικάτα προπαγανδίζουν το σύνθημα «στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης η απεργία είναι έγκλημα». Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η μονοπωλιακή αστική τάξη της Γερμανίας αρχίζει να προβληματίζεται και να φοβάται μήπως προκύψει ένα νέο επαναστατικό κίνημα. Τα δεδομένα που φοβίζουν την αστική τάξη της Γερμανίας είναι ότι η ταξική πάλη διεξάγεται με ένταση, το κύρος των παλιών αστικών κομμάτων μειώνεται και η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας αμφισβητείται από τα τμήματα των εργαζομένων που την υποστήριζαν λόγω των αντιλαϊκών επιλογών της. Έτσι, οι μονοπωλητές και οι γιούνκερς αποφασίζουν να υποστηρίξουν πιο ενεργά τους φασίστες. Ο διευθυντής του τραστ Φραινίνχτε Σταλβέρκε διοργανώνει το 1929 στο Ντίσελντορφ συνάντηση του Χίτλερ και τους μεγαλύτερους Γερμανούς βιομήχανους του Ρουρ και χρηματοδοτεί τις προεκλογικές καμπάνιες των ναζί.
 
Ο Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ο μεγάλος ηττημένος του Α΄ παγκόσμιου πολέμου ήταν δίχως αμφιβολία η Γερμανία. Η Γερμανία με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών:
ÜΑπώλεσε 40.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα (το 13% του εδάφους της),
Üσχεδόν επτά εκατομμύρια κάτοικοι της βρέθηκαν ως μειονότητες στα νεόκοπα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης,
Üέχασε σημαντικό μέρος των πλουτοπαραγωγικών πηγών της,
Üο γερμανικός στρατός περιορίστηκε στους 100.000 άνδρες,
Üαναγκάστηκε να αποδεχτεί την αποκλειστική ευθύνη για τον πόλεμο και αναγκάστηκε να καταβάλλει πολεμικές επανορθώσεις[46].
            Επομένως τα γερμανικά μονοπώλια αποσκοπούσαν στο να ξαναγίνει η μοιρασιά και να ανακτήσουν την πρότερη δύναμή τους. Είναι γνωστό πως ο Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα στηρίχθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από τα γερμανικά μονοπώλια, προκειμένου μέσω ενός νέου πολέμου να ακυρώσουν τη ΣτΒ και να έχουν τη θέση του οδηγού στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν η μόνη επιδίωξή τους ίσως όχι και η κύρια. Η νέα πραγματικότητα με την ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης, έθετε κι άλλα καθήκοντα στο παγκόσμιο κεφάλαιο και όχι μόνο στο γερμανικό. Η Σοβιετική Ένωση έπρεπε να χτυπηθεί στρατιωτικά και οικονομικά, αφού αποτελούσε πλέον το χειροπιαστό παράδειγμα ενός εργατικού κράτους. Συγχρόνως ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος ήταν το μέσο για τη λύση της καπιταλιστικής κρίσης του 1929. Η καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, ανάμεσα στις οποίες ανήκει και ο άνθρωπος που είναι η κύρια παραγωγική δύναμη, είναι ο τρόπος προκειμένου να επανεκκινηθεί η καπιταλιστική οικονομία.  
            Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, έφερε μια νέα κατάσταση στον κόσμο. Στοίχισε τη ζωή 50 εκατομμυρίων και πλέον ανθρώπων, εκ των οποίων σχεδόν οι μισοί ήταν σοβιετικοί πολίτες. Αυτό είχε στη συνέχεια επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη της Σοβιετικής Ένωσης, αφού είχε χαθεί ένα σημαντικό μέρος του πιο ζωντανού τμήματος αυτής της κοινωνίας, η νεολαία της. Επίσης, στα πεδία της μάχης χάθηκε και μεγάλο τμήμα των κομμουνιστών. Ωστόσο, η Σοβιετική Ένωση έβγαινε από τον πόλεμο με ένα τεράστιο ηθικό κύρος. Από την άλλη οι ΗΠΑ βγαίνουν από τον πόλεμο σχεδόν αλώβητες και μάλιστα έχοντας βάλει τη σφραγίδα τους ως ηγεμονική δύναμη του καπιταλιστικού κόσμου που επικυρώθηκε με τη ρίψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Εξίσου σημαντικό με όλα τα προηγούμενα ήταν και το γεγονός ότι το διαχειριστικό παράδειγμα στον καπιταλισμό είχε πλέον αλλάξει. Ο Κεϋνσιανισμός βρισκόταν πια στο ιστορικό προσκήνιο.
 
Ο ΚΕΫΝΣΙΑΝΙΣΜΟΣ
Ο Άγγλος οικονομολόγος Κέυνς είναι αυτός που ανέλαβε τη σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος. Ο κεϋνσιανός τρόπος διαχείρισης εμφανίζεται ολοκληρωμένα μετά τη λήξη του Β΄ παγκόσμιου πολέμου. Βασικά χαρακτηριστικά του ήταν: η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία ώστε να ρυθμίζει τις «αρρυθμίες» του συστήματος, η αύξηση του εργατικού εισοδήματος ώστε να τονωθεί η ζήτηση, η δημιουργία διακρατικών οργανισμών (Διεθνής Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) προκειμένου να υπάρχουν παρεμβάσεις και ρυθμίσεις όχι μόνο σε εθνοκρατικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο, η θέσπιση του λεγόμενου κράτους πρόνοιας. Το δόγμα του Ζαν Μπατίστ Σε με βάση το οποίο «η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση», βάλλεται από τον Κέυνς που το αντιστρέφει. Κατά τον Κέυνς η ζήτηση πρέπει να τονωθεί με συγκεκριμένες κρατικές παρεμβάσεις.
Έτσι, στην Αμερική της δεκαετίας του 1930 έχουμε τα πρώτα οργανωμένα βήματα στην εφαρμογή του νέου διαχειριστικού μοντέλου που εκφράστηκε επί κυβέρνησης Ρούσβελτ με την πολιτική του New Deal (νέος προσανατολισμός). Το 1933 η Γερουσία υπερψηφίζει νομοσχέδιο που εισηγείται την εργάσιμη εβδομάδα των 30 ωρών σε όλες τις επιχειρήσεις που ασχολούνταν με το διαπολιτειακό και το εξωτερικό εμπόριο. Στη συνέχεια το νομοσχέδιο απορρίπτεται από τη Βουλή, αλλά συγχρόνως σηματοδοτείται μια εποχή που θα έφερνε σοβαρές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Οι πολυάριθμοι νόμοι που ψηφίστηκαν στη συνέχεια στη Βουλή, είχαν ως σκοπό: α) την ανόρθωση του καθημαγμένου τραπεζικού συστήματος, β) τη διάσωση επιχειρήσεων που κινδύνευαν να καταστραφούν, με τη χορήγηση δανείων, γ) την ενθάρρυνση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, δ) την άνοδο των πεσμένων τιμών με μέτρα πληθωριστικού χαρακτήρα, ε) την καταπολέμηση της γεωργικής υπερπαραγωγής με τον περιορισμό των καλλιεργούμενων επιφανειών και με την καταστροφή των σοδειών, στ) την προστασία των φάρμερς και των ιδιοκτητών σπιτιών από την αναγκαστική εκτέλεση λόγω ενυπόθηκων δανείων, ζ) τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με την εκτέλεση δημόσιων έργων, η) τη χορήγηση ενός μίνιμουμ βοήθειας στους ανέργους.
Η πολιτική που εφαρμόσθηκε την κεϋνσιανή περίοδο δεν αντιστοιχούσε σε κάποια φιλάνθρωπη πολιτική του κεφαλαίου αλλά ήταν αποτέλεσμα: α) της επιθυμίας του κεφαλαίου να υπερβεί κρίσεις όπως αυτή του 1929, β) να συγκεντρώσει το κράτος κεφάλαια που μετά τον πόλεμο ο ιδιωτικός τομέας δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει, γ) να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης ώστε να υπάρξει άνοδος της παραγωγικότητας, δ) να κερδίσει την κοινωνική συναίνεση φοβούμενη ριζοσπαστικές εξελίξεις και ε) να δώσει απάντηση στο εργατικό κίνημα και στη Σοβιετική Ένωση που ασκούσε εντονότατη ακτινοβολία σε εκατομμύρια ανθρώπων.
Ο ίδιος ο Κέυνς σε μία διάλεξή του στο Κέμπριτζ το 1925 με τίτλο «Είμαι ένας φιλελεύθερος;» συμπυκνώνει τα παραπάνω συμπεράσματα που εκτέθηκαν παραπάνω. Έλεγε χαρακτηριστικά:
 
«[…] Τα συνδικάτα των εργαζομένων είναι αρκετά ισχυρά για να παρεμβαίνουν στο ελεύθερο παιχνίδι των δυνάμεων της ζήτησης και της προσφοράς, ενώ η κοινή γνώμη, παρόλο που ξεσηκώνει ένα θόρυβο δυσαρέσκειας και τρέφει κάτι παραπάνω από υποψίες σ’ ότι αφορά τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν τα συνδικάτα, στηρίζει τη βασική τους θέση, θέση σύμφωνα με την οποία οι ανθρακωρύχοι δε θα πρέπει να είναι τα θύματα κάποιων στυγνών οικονομικών δυνάμεων που δεν έχουν ποτέ μετακινηθεί […]
»[…] Η παλιωμένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία είναι δυνατόν να διαφοροποιείται η αξία του νομίσματος και στη συνέχεια να αφήνεται στις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης ο ρόλος του καθορισμού των συνεπακόλουθων διευθετήσεων, ανήκε σε μια εποχή των 50 ή 100 χρόνων πριν, τότε δηλαδή που τα συνδικάτα ήταν ανίσχυρα και η σκοτεινή Θεά Οικονομία μπορούσε να σπέρνει καταστροφές πάνω στη μεγαλόπρεπη οδό της Προόδου δίχως να συναντάει εμπόδια, και μάλιστα κάτω από γενική επιδοκιμασία […]».
 
Ο ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Στο μεταπολεμικό τοπίο οι συσχετισμοί μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών είχαν τροποποιηθεί. Η Αγγλία έχασε πλέον και ουσιαστικά και τυπικά την πρωτοκαθεδρία της, ενώ αναμφισβήτητα η κυρίαρχη ιμπεριαλιστική δύναμη είναι πλέον οι ΗΠΑ. Η ηγεμονία τους επικυρώνεται και από τη ρίψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Η Γερμανία μπορεί να έχει υποστεί μιαν οδυνηρή ήττα, αλλά αυτός που σπεύδει να τη στηρίξει οικονομικά και να ανορθώσει την οικονομία της δεν είναι άλλος από τις ΗΠΑ μέσω του σχεδίου Μάρσαλ. Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν ένα σχέδιο οικονομικής και πολιτικής διείσδυσης των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Η παροχή οικονομικής βοήθειας σε χώρες της Ευρώπης απέβλεπε στη σταθεροποίηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ενόψει του «σοβιετικού κινδύνου», στην εξασφάλιση νέων αγορών για το αμερικανικό κεφάλαιο και τη δημιουργία αμερικανικών δορυφόρων.
Οι χώρες, νικήτριες και ηττημένες, υιοθετούν η μία μετά την άλλη το μοντέλο του λεγόμενου κράτους πρόνοιας. Το κεϋνσιανό μοντέλο βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Ας δούμε τώρα μερικούς χαρακτηριστικούς σταθμούς αυτής της μεταπολεμικής πορείας του καπιταλισμού:
Τον Ιούλιο του 1944, σαράντα τέσσερα κράτη συγκεντρώθηκαν στο Μπρέτον Γουντς, στο Νιου Χάμσαϊρ, προκειμένου να θέσουν τα θεμέλια ενός νέου σταθερού οικονομικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος ιδρύθηκε το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα. Καθώς ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος εξελισσόταν, οι καπιταλιστικές δυνάμεις που μάχονταν κατά του «Άξονα» έπρεπε να λειτουργούν σε πολλά επίπεδα: να ασκούν πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Γερμανών κι εν γένει του φασιστικού τόξου, να συμμαχούν με τη Σοβιετική Ένωση αλλά παράλληλα να την υπονομεύουν, να συμμαχούν μεταξύ τους αλλά ταυτόχρονα να λαμβάνουν τα μέτρα τους, ώστε μέσα από τον πόλεμο να βγουν πιο δυνατές από τα υπόλοιπα καπιταλιστικά κράτη. Έτσι, πορεύονταν εν μέσω πολιτικών και οικονομικών αντιθέσεων.
            Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των αντιθέσεων το καλοκαίρι του 1941 υπογράφεται μια συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Αγγλίας που έγινε γνωστή ως «Χάρτα του Ατλαντικού». Η «Χάρτα» αυτή προέβλεπε το δικαίωμα όλων των κρατών να έχουν ίση πρόσβαση στο εμπόριο και στις πρώτες ύλες, προέβλεπε την πλήρη ελευθερία των θαλάσσιων μεταφορών και δέσμευε τους υπογράφοντες να εγκαθιδρύσουν ένα πλατύτερο και αποτελεσματικότερο σύστημα γενικής ασφάλειας. Η συμφωνία αυτή ήταν αποτέλεσμα των αντιθέσεων των δύο δυνάμεων, αφού από τη μία, με δεδομένο το εμπορικό μπλοκ που εξασφάλιζε προνομιακές σχέσεις για το βρετανικό καπιταλισμό, η Αγγλία θιγόταν από τη «Χάρτα», ενώ από την άλλη, ο Τσώρτσιλ έπρεπε να στηριχτεί στην οικονομική και στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ, αν ήθελε να βγει νικητής από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Η «Χάρτα» έμεινε τελικά ανενεργή λόγω της εξέλιξης του Β΄ παγκόσμιου πολέμου.
Προς το τέλος του Β΄ παγκόσμιου πολέμου τα δύο ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη από την πλευρά των νικητών, οι ΗΠΑ και η Αγγλία παίρνουν πρωτοβουλία για τη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς (1944), η οποία θα έθετε ορισμένους από τους μεταπολεμικούς κανόνες της καπιταλιστικής διαχείρισης σε διεθνές επίπεδο. Από τη μια οι ΗΠΑ έχοντας τη βιομηχανική υπεροχή απαιτούσαν ελεύθερο εμπόριο και ανοικτές ξένες αγορές όσο το δυνατόν ταχύτερα. Από την άλλη, αν και οι Βρετανοί ήταν υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου, ανησυχούσαν για την «ανεπάρκεια δολαρίων», την πιθανή απώλεια της εγχώριας οικονομικής αυτονομίας που θα εμπόδιζε μια πολιτική πλήρους απασχόλησης κ.ά. Τελικά, το αποτέλεσμα της διάσκεψης στην οποία συμμετείχαν 44 κράτη προέβλεπε 1) την ίδρυση και καθιέρωση ενός νομισματικού συστήματος που θα χρησιμοποιούσε ως διεθνές ρευστοποιητικό μέσο το χρυσό και ως κύριο νόμισμα του καπιταλιστικού κόσμου το δολάριο και 2) την ίδρυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο θα ρύθμιζε τη μετατρεψιμότητα των νομισμάτων και τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Έχοντας μια περίοδο προσαρμογής μέχρι το 1952, τα κράτη-μέλη αποφάσισαν να μη χρησιμοποιήσουν συναλλαγματικούς περιορισμούς ή μεροληπτικά εμπορικά μέτρα. Επίσης, συμφώνησαν να καταβάλλουν συνεισφορές οι οποίες θα χωρίζονταν σε δύο μέρη: το 25% θα ήταν σε χρυσό ή δολάρια και το υπόλοιπο 75% θα ήταν στο εθνικό τους νόμισμα. Ο όγκος του καταβαλλόμενου ποσού θα καθοριζόταν με βάση το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν τους και το ρόλο τους στο διεθνές εμπόριο. Εν συνεχεία, το βάρος της ψήφου στο ΔΝΤ θα καθοριζόταν ανάλογα με το ύψος των συνεισφορών, κάτι που πρακτικά σήμαινε ηγεμονία των ΗΠΑ. Από τα συσσωρευμένα κεφάλαια που προέρχονταν από τις εισφορές θα μπορούσε κάποιο κράτος να δανειστεί προκειμένου να επιλύσει βραχυπρόθεσμα προβλήματα που προέκυπταν από το ισοζύγιο πληρωμών του. Σε περίπτωση που τα προβλήματα είχαν μακροχρόνιο χαρακτήρα, προβλεπόταν η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.
Η συμφωνία του Μπρέτον Γουντς και ένα εκ των παραγώγων του –το ΔΝΤ– εξέφραζαν τους συσχετισμούς δυνάμεων σε εκείνη την ιστορική φάση, τα συμφέροντα των μονοπωλίων, τη συνεργασία ανάμεσα στους καπιταλιστές απέναντι στο σοσιαλισμό και τη λήψη μέτρων προκειμένου η καπιταλιστική κρίση του 1929 να μην επαναληφθεί.
Με την ένταξή τους στο ΔΝΤ τα κράτη παρέδωσαν μέρος των κυριαρχικών οικονομικών δικαιωμάτων τους, σχετικά με τον καθορισμό των επιτοκίων τους με αντάλλαγμα τους συλλογικούς όρους «συναλλαγματικής σταθερότητας, κανονικών συναλλαγματικών ρυθμίσεων, αποφυγής ανταγωνιστικών συναλλαγματικών υποτιμήσεων και ενός φιλελεύθερου συστήματος διεθνών πληρωμών». Όλα αυτά αποτύπωναν δυο αντιφατικές τάσεις:  ήταν ένα μέρος του νέου τρόπου διαχείρισης του καπιταλισμού σε διεθνές επίπεδο, ένα μέρος του ρυθμιζόμενου καπιταλισμού, αλλά και μια απάντηση στον προστατευτισμό της δεκαετίας του 1930.
Όταν το 1944 στη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς αποφασίστηκε η ίδρυση του ΔΝΤ, κατατέθηκαν και σκέψεις για την ίδρυση ενός ακόμη οργανισμού. της Διεθνούς Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, της γνωστής Παγκόσμιας Τράπεζας. Η ΠΤ ξεκίνησε τη λειτουργία της τον Ιούνιο του 1946. Επίσημοι σκοποί της ΠΤ ήταν: η συμβολή στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων των κρατών-μελών και κυρίως των λιγότερων αναπτυγμένων και η τοποθέτηση ιδιωτικού κεφαλαίου σε αυτά με εγγύηση των επενδύσεων ή με συμμετοχή της Τράπεζας. Στην πραγματικότητα και πέρα από τους διακηρυγμένους στόχους, η ΠΤ έγινε μέσο διευκόλυνσης της εξαγωγής κεφαλαίων των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων. Ταυτόχρονα, η παροχή δανείων σε υπανάπτυκτες χώρες εξαρτιόταν και εξαρτάται συχνά από την άσκηση συγκεκριμένης πολιτικής, τέτοιας που εξασφαλίζει κέρδη στα ξένα μονοπώλια. Σήμερα συμμετέχουν στην ΠΤ οι ίδιες χώρες με αυτές του ΔΝΤ.
Η ΠΤ ήταν εξ αρχής και σε μεγάλο βαθμό δημιούργημα των ΗΠΑ. Η πλειονότητα των πρώτων ανώτατων στελεχών ήταν Αμερικανοί και οι ΗΠΑ κάλυπταν το μεγαλύτερο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου. Ο σκοπός της ΠΤ να ενισχύσει τις πιο φτωχές χώρες φαντάζει σχεδόν ανθρωπιστικός, αν δε δούμε «πίσω από τις γραμμές». Κάνοντας, λοιπόν, μια δεύτερη ανάγνωση κατανοούμε πως η «φιλανθρωπική» κατεύθυνση της ΠΤ ήταν ένα κατασκεύασμα. Επιδίωξή της ήταν το άνοιγμα νέων αγορών, παρθένων σχετικά, στις οποίες τα ιμπεριαλιστικά κράτη και πρωταρχικά οι ΗΠΑ θα εξασφάλιζαν μια σειρά προνομίων. Δεύτερη επιδίωξή της, όταν ακόμη υπήρχαν οι σοσιαλιστικές χώρες, ήταν η αποτροπή κοινωνικών εκρήξεων και επαναστάσεων που θα οδηγούσαν τις φτωχές χώρες στο σοσιαλιστικό δρόμο. Όπως πολύ χαρακτηριστικά δήλωσε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Φόστερ Ντάλες, απαντώντας σε όσους αντιδρούσαν στη χορήγηση δανείων στον τρίτο κόσμο, «ίσως από τραπεζικής άποψης το σωστό θα ήταν να περάσουμε τη Νότια Αμερική από το στίφτη, όμως θα μας βγει τελικά κόκκινη»[47]. Με άλλα λόγια, υπογράμμιζε ότι χρειάζεται μια πολιτική που δε θα οξύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις, γιατί κάτι τέτοιο θα μετέτρεπε τη Νότια Αμερική σε σοσιαλιστική ζώνη. Όπως και στην περίπτωση του ΔΝΤ, οι συμμετέχοντες δε βρίσκονται σε ισότιμη θέση. Η ισχύς της ψήφου καθορίζεται από την οικονομική δύναμη της συμμετέχουσας χώρας. 
Το 1947 οι ΗΠΑ κάλεσαν στη Γενεύη είκοσι οκτώ χώρες προκειμένου να γίνουν διαπραγματεύσεις που θα οδηγούσαν στη μείωση των δασμών και άλλων ειδών εμπορικών περιορισμών, όπως οι ποσοστώσεις των εισαγωγών. Τελικά, τον Οκτώβριο του 1947 υπογράφεται από είκοσι τρεις χώρες η πολυμερής Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT). Το προοίμιο των οκτώ πρώτων άρθρων αναφέρει: «Είκοσι τρεις κυβερνήσεις, αναγνωρίζοντας ότι οι σχέσεις τους στους τομείς του εμπορίου και της οικονομικής προσπάθειας θα πρέπει να κατευθύνονται από τη βλέψη προς την ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου […] προχωρούν σε κοινές και αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες με στόχο τη σημαντική μείωση των δασμών  και άλλων εμποδίων στο εμπόριο, καθώς και την εξάλειψη της επιλεκτικής μεταχείρισης στο διεθνές εμπόριο […]»[48].
Η GATT αποτέλεσε και τη βάση για τη δημιουργία του ΠΟΕ. Η ίδρυση του ΠΟΕ έγινε την 1η Ιανουαρίου του 1995. Η Γερουσία των ΗΠΑ επικύρωσε τη συμφωνία του ΠΟΕ υπό την προϋπόθεση ότι οι ΗΠΑ θα μπορούν να αγνοήσουν και να αρνηθούν οποιονδήποτε κανονισμό του, τον οποίο θα θεωρούσαν ότι «δουλεύει» κατά των συμφερόντων των ΗΠΑ. Στη συνέχεια έγινε χρήση του όρου που έθεσε η Γερουσία, όταν οι ΗΠΑ επέβαλλαν δασμούς στην εισαγωγή του χάλυβα το 2002.
Οι ΗΠΑ χρησιμοποιώντας εκβιασμούς έχουν αναγκάσει χώρες να προσχωρήσουν στον ΠΟΕ. Η Ταιβάν και η Σιγκαπούρη, ενώ αρνούνταν να ανοίξουν τις αγορές τους στο κερδοσκοπικό κεφάλαιο, κάτι που τις είχε προστατεύσει από την υποτίμηση του νομίσματός τους, κατόπιν απειλών των ΗΠΑ βάσει των οποίων θα τους αρνούνταν την πρόσβαση στην αγορά τους, υποχρεώθηκαν να προσχωρήσουν στον ΠΟΕ.
Η άρση των προστατευτικών μέτρων δεν ευνοεί απαραίτητα τα μη ισχυρά καπιταλιστικά κράτη. Σύμφωνα με την Έκθεση Εμπορίου και Ανάπτυξης (UNCTAD) οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν επωφελήθηκαν από την αυξανόμενη απελευθέρωση του εμπορίου. Οι τιμές των προϊόντων που εξάγουν αυτές οι χώρες ακολουθούσαν πτωτική τάση με αποτέλεσμα αυτές οι χώρες να ανταγωνίζονται μεταξύ τους προκειμένου να μειώσουν και άλλο τους μισθούς των εργαζομένων.
            O ΟΟΣΑ αποτέλεσε τη συνέχεια του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας που μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε την ευθύνη συντονισμού του σχεδίου Μάρσαλ στο οποίο θα αναφερθούμε στο κεφάλαιο Δ΄. Στις 14 Δεκεμβρίου του 1960, είκοσι χώρες υπέγραψαν τη συνθήκη ίδρυσης του ΟΟΣΑ που αφορούσε σε διατλαντική οικονομική συνεργασία. Σήμερα και μετά την προσχώρηση ακόμη 10 χωρών, ο ΟΟΣΑ απαρτίζεται από τις 30 περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου.
Ο ΟΟΣΑ είναι  γνωστός για τις μελέτες που εκπονεί για την ανάπτυξη και εφαρμογή πολιτικών σε διάφορους τομείς, αλλά και για τις στατιστικές μελέτες του. Συνολικά, το ιδιαίτερο βάρος του ΟΟΣΑ έγκειται στο ότι παρέχει στις κράτη- μέλη του το πλαίσιο για τη συζήτηση και ανάπτυξη οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών που καθορίζουν την εξέλιξη διάφορων καίριων τομέων σε παγκόσμιο επίπεδο και με μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.
Το 1996 θέτει μερικές βασικές αρχές για την οικονομική πολιτική: «Αύξηση της ελαστικότητας του ωραρίου εργασίας. Δημιουργία ενός κλίματος ευνοϊκού για τις επιχειρήσεις. Αύξηση της ελαστικότητας του εργατικού κόστους, μέσω της κατάργησης των υποχρεώσεων που εμποδίζουν τους μισθούς να αντικατοπτρίζουν τις τοπικές συνθήκες και το επίπεδο εξειδίκευσης του καθενός. Αναθεώρηση των διατάξεων των σχετικών με την ασφάλεια  της απασχόλησης που συγκρατούν την επέκτασή της στον ιδιωτικό τομέα»[49].
Στις 17 και 18 Οκτωβρίου του 2005 πραγματοποιήθηκε διήμερο φόρουμ του ΟΟΣΑ υπό τον τίτλο «Γήρανση και πολιτικές απασχόλησης». Το βασικό θέμα της συζήτησης ήταν επί της ουσίας ο τρόπος εύρεσης για την προώθηση της «ελαστικής συνταξιοδότησης» με επέκταση του χρόνου παραμονής στην εργασία. Τα θέματα της ημερήσιας διάταξης είχαν ως εξής:1) την τιμωρία της πρόωρης αποχώρησης από την εργασία, κάνοντας ελκυστικότερους τους όρους εργασίας για τις μεγαλύτερες ηλικίες, 2) την αλλαγή των «περιχαρακωμένων» τοποθετήσεων  των εργοδοτών και των εργαζομένων για την πρόωρη σύνταξη, 3) της αποδοχή της «απασχολησιμότητας» για μεγάλες ηλικίες εργαζομένων.
«Το να ζεις περισσότερο, σημαίνει να δουλεύεις περισσότερο», ήταν ο τίτλος του Δελτίου του ΟΟΣΑ, στο οποίο παρουσιάζονταν η εξέλιξη του εργατικού δυναμικού στις χώρες-μέλη του οργανισμού, έπειτα από τις σχετικές συζητήσεις οι υπουργοί των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ στην απόφαση για την ενθάρρυνση των μεγάλης ηλικίας εργαζομένων να παραμένουν περισσότερο χρόνο στην εργασία τους. Στο κείμενο των συμπερασμάτων τα υπάρχοντα όρια συνταξιοδότησης θεωρήθηκαν ξεπερασμένα. Παράλληλα, γίνεται λόγος για ελαστική συνταξιοδότηση, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι ο εργαζόμενος θα παραμένει στη δουλειά του μέχρι που οι δυνάμεις του θα τον εγκαταλείπουν πλήρως ή μέχρι τη στιγμή που θα κρίνεται από τον εργοδότη ακατάλληλος. Αποφασίστηκε πως το κίνητρο για την παραμονή στην εργασία θα είναι το ύψος της σύνταξης. Αυτό σημαίνει πως εφόσον κάποιος έχει δουλειά, θα παίρνει μια αξιοπρεπή σύνταξη μόνο αν έχει αντέξει κι έχει δουλέψει μέχρι τα βαθιά γεράματά του. Έτσι, αποφασίστηκε να τεθεί τέρμα στην αποχώρηση των εργαζομένων πριν τα 65 χρόνια, στις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, τα προγράμματα εθελούσιας εξόδου, στις συντάξεις αναπηρίας και στα μεγάλα επιδόματα ανεργίας.
Η ΕΕ δεν είναι μια ένωση ισότιμων κρατών, όπως συχνά διατείνονται οι απολογητές της, η οποία προέκυψε από κάποιους οραματιστές όπως το Ζαν Μονέ, το λεγόμενο «πατέρα της Ευρώπης»[50]. Η ΕΕ είναι ένας διακρατικός οργανισμός που εκφράζει τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και στον οποίο επιβάλλονται οι θέσεις των πιο ισχυρών από αυτά, παρά το γεγονός ότι συχνά υπάρχουν τριβές, προϊόν των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Η ΕΕ είναι από γεννησιμιού της ένας ιμπεριαλιστικός οργανισμός που δεν αφήνει αυταπάτες για το ρόλο που παίζει, ούτε για το αν μπορεί να μεταλλαχθεί.
            Ας δούμε τα βασικά στάδια εξέλιξης αυτής της ιμπεριαλιστικής ένωσης.
Τον Απρίλιο του 1951 ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα. Τη συμφωνία ίδρυσής της υπογράφουν έξι κράτη: η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Η συνθήκη προέβλεπε την εξάλειψη των δασμών και των ποσοστώσεων στις εισαγωγές και την παροχή επιχορηγήσεων για την οικονομία άνθρακα και χάλυβα. Την κίνηση αυτή υπαγόρευε η ανάγκη του ευρωπαϊκού κεφαλαίου να σταθεί απέναντι στα άλλα δύο ιμπεριαλιστικά κέντρα, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, η ανάγκη για διεύρυνση της οικονομικής επιφάνειας αυτών των έξι ισχυρών καπιταλιστικών οικονομιών μέσω της κατάργησης των όποιων προστατευτικών μέτρων υπήρχαν, αλλά και η ανάγκη μιας πολιτικής και οικονομικής απάντησης στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.
            Το Μάιο του 1957 αυτά τα έξι κράτη υπογράφουν τη συνθήκη της Ρώμης. Η Μ. Βρετανία, ενώ είχε προσκληθεί, αρνείται να συμμετάσχει κι έτσι ιδρύεται η ΕΟΚ και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Euratom), δυο οργανισμοί που μέχρι το 1967 λειτουργούν ξεχωριστά. Το πλαίσιο που τίθεται προβλέπει την κατάργηση των φραγμών στην πορεία προς τη φιλελευθεροποίηση των συναλλαγών με τις βαθμιαίες μειώσεις δασμολογίων και ποσοστώσεων. Η εθνική κυριαρχία θεωρείται πλέον ένα «ξεπερασμένο δόγμα του χθες». Το 1973 τη συμφωνία ίδρυσης της ΕΟΚ υπογράφουν ακόμη τρία κράτη: η Αγγλία, η Ιρλανδία και η Δανία. Το 1981 η Ελλάδα γίνεται το δέκατο μέλος της ΕΟΚ, το 1985 ακολουθεί νέα διεύρυνση με την Πορτογαλία και την Ισπανία και τα κράτη-μέλη φτάνουν τα δώδεκα. Μέχρι και σήμερα η διεύρυνση συνεχίζεται και με άλλες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου.
           
Ο ΚΕΫΝΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Πώς εφαρμόστηκε στην πράξη το κεϋνσιανό μοντέλο εντός της ευρωπαϊκής επικράτειας; Ας δούμε μερικές περιπτώσεις. Στη Βρετανία, το 1946, με το νόμο για την Εθνική Ασφάλιση, το δικαίωμα πρόσβασης στις παροχές της κοινωνικής πρόνοιας απέρρεε από την ιδιότητα  του πολίτη και η ασφάλιση χρηματοδοτούνταν από τη γενική φορολογία. Το δικαίωμα ήταν καθολικό. Έτσι, αποσυνδέθηκε η σχέση ανάμεσα στις αγορές και τις παροχές. Στη Γαλλία ένας εκ των πυλώνων της νέας μορφής διαχείρισης υπήρξαν ο κεντρικός κρατικός σχεδιασμός. Όπως έλεγε ο Σαρλ ντε Γκολ «η λειτουργία και η διαχείριση των κύριων πηγών του κοινού πλούτου αποβαίνει προς όφελος όλων κι όχι κάποιων μεμονωμένων προσώπων»[51]. Στην Ιταλία στις δεκαετίες του 1950 και 1960, το κράτος ήλεγχε περίπου το 20-30% της κρατικής βιομηχανίας. Στη Γερμανία τη δεκαετία του 1950, το γερμανικό κράτος απορροφούσε γύρω στο 35% του ΑΕΠ σε φόρους, που τους χρησιμοποιούσε προκειμένου να επηρεάσει τη συνολική ζήτηση. Επίσης το κράτος καθόριζε σε μεγάλο βαθμό το πού θα κατευθύνονταν οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις. Επίσης, το 1/3 της παραγωγής σιδηρομεταλλεύματος, το 1/4 του γαιάνθρακα, πάνω από τα 2/3 της παραγωγής αλουμινίου, το 1/4 της παραγωγής των ναυπηγείων και η μισή παραγωγή αυτοκινήτων μέχρι το 1960 ανήκε στο κράτος. Στη Σουηδία που κατά πολλούς αποτέλεσε το κράτος πρότυπο του κεϋνσιανού μοντέλου, υπήρξε ένα ευρύτατο πρόγραμμα προγραμμάτων και κοινωνικών παροχών που αφορούσε μεγάλο φάσμα υπηρεσιών και πόρων (παιδεία, υγεία, φύλαξη παιδιών κ.λπ.).
 
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 1974 ΚΑΙ Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ
Το 1974 η διεθνής καπιταλιστική οικονομία γνώρισε την πρώτη γενικευμένη ύφεση μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Μέχρι τότε ήταν διάχυτη η άποψη πως ο καπιταλισμός είχε βρει το φάρμακο για την υπέρβαση των κρίσεων. Το διάστημα 1974-1975 η πτώση της παραγωγής ήταν εντυπωσιακή στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Ιαπωνία, στη Δ. Γερμανία, στη Γαλλία, στη Μ. Βρετανία, στην Ιταλία, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο κ.α. Το 1975-1976 οι άνεργοι στον καπιταλιστικό κόσμο έφτασαν τα 17.000.0000. Επίσης σημειώθηκε αύξηση του κόστους ζωής και έμεινε σημαντικά μεγάλο στοκ απούλητων εμπορευμάτων. Το 1975, για πρώτη φορά από την αρχή της μακράς φάσης της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης, ο όγκος των εξαγωγών μειώθηκε. Ο ΟΟΣΑ εκτιμούσε πως αυτή η πτώση για το σύνολο του παγκόσμιου εμπορίου έφτασε το 7%. Η κρίση μέσω των αστικών αναλύσεων αποδόθηκε στους σεΐχηδες του πετρελαίου, στα συνδικάτα και στις υπερβολικές αυξήσεις μισθών. Ωστόσο, η κρίση ήταν μια τυπική κρίση υπερπαραγωγής και κατάληξη μιας κλασικής φάσης της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Πτώση του ποσοστού κέρδους υπήρξε στις ΗΠΑ, στην Αγγλία, στην Ιαπωνία.
Με την «περίοδο των παχιών αγελάδων» του καπιταλισμού μετά τη λήξη του Β’ παγκόσμιου πολέμου, οι αστοί αναλυτές είχαν πιστέψει βρέθηκε το φάρμακο για τη νόσο των κρίσεων. Όμως ήλθε η δεκαετία του 1970 να τους διαψεύσει. Από το 1973 το ποσοστό κέρδους [η σχέση υπεραξίας προς το μεταβλητό και το σταθερό κεφάλαιο δηλ. ΠΚ= υ/(μ+σ)] σημείωσε πτωτική τάση. Οι καπιταλιστές για να αντιρροπήσουν αυτή την τάση πρόβαλλαν νέα οικονομικά δόγματα. Υποστήριξαν την αποκατάσταση του ελεύθερου ανταγωνισμού, τον περιορισμό του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και εν γένει στο δημόσιο τομέα, την ιδιωτικοποίηση οικονομικών λειτουργιών και μονάδων που βρίσκονται στην ευθύνη του κράτους, τη μείωση των κοινωνικών παροχών, την κατάργηση των εργατικών δικαιωμάτων, την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Γνωστοί θεωρητικοί του νεοφιλελεύθερου διαχειριστικού παραδείγματος υπήρξαν οι Χάγεκ και Φρήντμαν, ενώ η πιο γνωστή δεξαμενή σκέψης του νεοφιλελευθερισμού ήταν η σχολή του Σικάγου. Οι υπηρεσίες των Χάγεκ και Φρήντμαν εκτιμήθηκαν δεόντως από το σύστημα το οποίο τους απένειμε βραβείο νόμπελ οικονομίας (το 1974 στο Χάγιεκ και το 1976 στο Φρήντμαν).
Στο πιο δημοφιλές βιβλίο του Φρήντμαν Capitalism and Freedom (1962) κατατίθενται τα βασικά δόγματα του νεοφιλελευθερισμού: α) οι κυβερνήσεις πρέπει να καταργήσουν όλους τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που εμποδίζουν τη συσσώρευση κερδών, β) οφείλουν να πουλήσουν τη δημόσια περιουσία σε ιδιωτικές εταιρείες, ώστε να την εκμεταλλευτούν επικερδώς και γ) να προβούν σε δραματικές περικοπές στη χρηματοδότηση των κοινωνικών προγραμμάτων.
Αυτός που με απαράμιλλη κυνικότητα συστηματοποίησε τις βασικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού ήταν ο Χάγιεκ. Στο έργο του Το Σύνταγμα της Ελευθερίας (1960) εξαπολύει γενική επίθεση στις κατακτήσεις των εργαζομένων. Όσον αφορά στο εργατικό κίνημα ο Φρήντμαν υπερέβη εαυτόν υποστηρίζοντας πως: α) τα συνδικάτα είναι εξαιρετικά προνομιούχοι θεσμοί και χαίρουν ασυλίας, β) η δράση των συνδικάτων εμποδίζει την ελεύθερη διαπραγμάτευση των μισθών και η απαίτηση για υψηλούς μισθούς από την πλευρά των συνδικάτων είναι μια πράξη ανελευθερίας και συμβάλλει στην ανεργία και την άνοδο του πληθωρισμού, γ) υψηλοί μισθοί και φορολογία εμποδίζουν την ανάπτυξη, δ) πρέπει οι κινητοποιήσεις να απαγορευτούν, ε) πρέπει να καταργηθούν οι συλλογικές συμβάσεις.
Όσον αφορά στην κοινωνική ασφάλιση ο Χάγιεκ διαπιστώνει πως α) η διεκδίκηση της κοινωνικής ασφάλιση κάνει κακό στο…γενικό καλό, β) ο δημόσιος τομέας εμποδίζει την ανάπτυξη, γ) η κοινωνική ασφάλιση δεν ευνοεί τη δημοκρατία, δ) απαιτείται η μείωση των εργοδοτικών εισφορών, ε) η παροχή υπηρεσιών υγείας περιορίζει την ελευθερία των γιατρών, στ) η κοινωνική ασφάλιση πρέπει αν αντικατασταθεί με ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (που μάλιστα δεν προσδιορίζεται το ύψος του ενώ διευκρινίζεται ότι αφορά μόνο σε ένα τμήμα των εργαζομένων).
Ο Φρήντμαν εκτός από τις κυνικές οικονομικές του απόψεις φρόντισε να δείξει στην πράξη τα πιστεύω του και με πολιτικές πράξεις. Έτσι, μετά το αιματηρό πραξικόπημα του Πινοτσέτ στη Χιλή, ο Φρήντμαν διετέλεσε σύμβουλος του δικτάτορα. Αδιαφορώντας πλήρως για τη σφαγή του λαού της Χιλής (το αντίθετο θα ήταν παράδοξο) βοήθησε το δικτατορικό καθεστώς να εφαρμόσει το πρώτο συγκροτημένο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Με τη γνωστή του ωμότητα δήλωσε χαρακτηριστικά:
 
«Ένας δικτάτορας μπορεί να κυβερνήσει με φιλελεύθερο τρόπο, όπως ακριβώς μια δημοκρατία μπορεί να κυβερνήσει χωρίς τον ελάχιστο φιλελευθερισμό. Η προσωπική μου προτίμηση είναι μάλλον προς μία φιλελεύθερη δικτατορία παρά προς μία φιλελεύθερη δημοκρατική κυβέρνηση που θα έχει βαθύ έλλειμμα φιλελευθερισμού».
 
Το σύνθημα των εκπροσώπων του νεοφιλελευθερισμού για ελάχιστο κράτος που έμοιαζε ριζοσπαστικό και ρηξικέλευθο, δεν ήταν παρά ένα μεγάλο ψέμα. Αυτό που υπονοούσαν ήταν την πλήρη ασυδοσία των μονοπωλίων, χωρίς κανένα κρατικό και κοινωνικό έλεγχο. Όταν, όμως, χρειάστηκε εν μέσω κρίσης το κράτος να παρέμβει αυτό έγινε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο. Το (καπιταλιστικό) κράτος ήταν αυτό που με κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις έδωσε οξυγόνο στους τραπεζίτες, αποδεικνύοντας τον κίβδηλο χαρακτήρα του συνθήματος για ελάχιστο κράτος.
Ο νεοφιλελευθερισμός είχε και έχει καθαρά αντεπαναστατικό χαρακτήρα. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Γκι Σορμάν, εκλαϊκευτής των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού «οι όροι “συντηρητική επανάσταση” και “φιλελεύθερη επανάσταση” που χρησιμοποιούνται συχνά μετά το 1980, είναι μεταφορές περιορισμένες να εξηγήσουν την ευρύτητα και την καθολικότητα της μεταβολής των νοοτροπιών». Και συνεχίζει με νόημα: «Όμως, ολόκληρη η φιλελεύθερη προσπάθεια συνίσταται στην αποφυγή της επανάστασης […]».
Η άσκηση της νέας διαχειριστικής πολιτικής ξεκινά μεθοδευμένα με την πολιτική της Θάτσερ στην Αγγλία (1979) και του Ρέιγκαν στις ΗΠΑ (1980), αλλά και του Πινοτσέτ στη Χιλή (1973) στην οποία καθοδηγητικό ρόλο είχε η σχολή του Σικάγου, όπως ήδη έχουμε αναφέρει.
Η Θάτσερ έβαλε ως αρχικό σκοπό το τσάκισμα του εργατικού κινήματος της Αγγλίας. Η πιο οξυμένη σύγκρουση ήταν αυτή με τους ανθρακωρύχους το 1984 όταν αποφασίζεται πανεθνική απεργία, κατόπιν της απόφασης να κλείσουν 20 ορυχεία και να περιοριστεί η ετήσια παραγωγή άνθρακα. Μετά την απεργία ακολούθησαν εκτεταμένες συγκρούσεις με την αστυνομία και ένας απεργός δολοφονήθηκε από τις δυνάμεις καταστολής. Επί της πρωθυπουργίας της η Θάτσερ ιδιωτικοποίησε τις μεγάλες κρατικές βιομηχανίες, μείωσε τον ανώτατο συντελεστή φόρου εισοδήματος στο μισό, χτύπησε το θεσμό της εργατικής στέγης με αποτέλεσμα την αύξηση των αστέγων και το 1982 ο αριθμός των ανέργων είχε διπλασιαστεί. Ο Ρέηγκαν σε μια παρόμοια πολιτική με αυτή της Θάτσερ μείωσε τον ανώτατο συντελεστή φόρου εισοδήματος από 70% το 1980 στο 28% το 1986. Οι μη αμυντικές δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν από το 4,7 επί του ΑΕΠ το 1980, στο 3,1% το 1988. Άσκησε μια καθαρόαιμη αντικομμουνιστική πολιτική υποχρεώνοντας τη Σοβιετική Ένωση σε ένα κυνήγι εξοπλισμών κι επιχειρώντας με αυτό τον τρόπο να την εξουθενώσει οικονομικά. Επί Ρέηγκαν οι άνεργοι, οι άστεγοι και οι εξαθλιωμένοι αυξήθηκαν με γεωμετρική πρόοδο.
Οι αρνητικές εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες, η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος και γενικότερα η υποχώρηση των λαϊκών κινημάτων, διευκόλυναν την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
Θα πρέπει, επίσης, να διευκρινίσουμε πως η διατύπωση των νεοφιλελεύθερων δογμάτων και η άσκηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής δεν εκπορεύτηκε μόνο από τα κλασικά συντηρητικά κόμματα αλλά και από τον άλλο εκφραστή των συμφερόντων των αστικών τάξεων, τη σοσιαλδημοκρατία, που όχι λίγες φορές αποδείχτηκε βασιλικότερη του βασιλέως. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά πως το δρόμο της καπιταλιστικής επίθεσης στην Αγγλία, τον είχαν διανοίξει οι Εργατικοί, αφού στις 28 Σεπτεμβρίου του 1976 ανακοινώθηκε στη συνδιάσκεψη του Εργατικού Κόμματος από τον τότε πρωθυπουργό Κάλαχαν, η εγκατάλειψη της κεϋνσιανής πολιτικής:
 
«Η ευχάριστη εποχή που μας έλεγαν ότι θα συνεχιζόταν για πάντα, κατά την οποία μια απόφαση του υπουργού Οικονομικών θα εγγυόταν την πλήρη απασχόληση, με περικοπή των φόρων και με ελλειμματικές δαπάνες – αυτή η ευχάριστη εποχή έχει παρέλθει… ποια είναι η αιτία της ανεργίας; Για να το πούμε πολύ απλά και με σαφήνεια: Προκαλείται, επειδή πληρώνουμε στους εαυτούς μας περισσότερα από την αξία αυτών που παράγουμε. Δεν υπάρχουν αποδιοπομπαίοι τράγοι… Άλλοτε πιστεύαμε ότι θα μπορούσαμε να βγούμε από την ύφεση και να αυξήσουμε την απασχόληση, αν περικόπταμε τους φόρους και προωθούσαμε τις κυβερνητικές δαπάνες. Σας λέω με κάθε ειλικρίνεια ότι αυτή η επιλογή δεν υπάρχει πια».
 
Ο θεωρητικός Άντονι Γκίντενς, η πολιτική του Μπλερ και του Κλίντον αλλά και του «δικού» μας ΠΑΣΟΚ και πολλών άλλων ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, είναι ακλόνητες αποδείξεις για το ρόλο του έτερου πόλου του αστικού πολιτικού στερεώματος. Πολλές φορές για να μην πούμε κατά κανόνα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν πιο συνεπή στην εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών από ότι τα δίδυμα πολιτικά τους αδέλφια.
 
Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Ο ιμπεριαλισμός στην παρούσα φάση του διατηρεί τα χαρακτηριστικά που είχε από τη γέννησή του, αλλά εμπλουτίζεται και με νέα. Κωδικοποιημένα, λοιπόν, τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο ιμπεριαλισμό είναι:
  • Η άμεση ή σχεδόν άμεση και συγχρονισμένη εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και η μεγάλη σημασία της πληροφορικής και των μικροτσίπ στην παραγωγή. Τα ρομπότ σταδιακά αντικαθιστούν τμήματα της εργατικής τάξης στην παραγωγή, ενώ οι «εκτυπωτές» τρισδιάστατων αντικειμένων υπόσχονται μια νέα επανάσταση στην παραγωγή.
  • Η αύξηση της ταχύτητας κίνησης του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων.
  • Η υιοθέτηση του λεγόμενου μεταφορντικού ή τογιοτικού μοντέλου στη παραγωγή.
  • Η μεγάλη βαρύτητα του χρηματοπιστωτικού τομέα και η ενδυνάμωση του σε σχέση με τους υπόλοιπους τομείς της καπιταλιστικής οικονομίας. Σε συνάρτηση με αυτό μεγάλη σημασία έχει αποκτήσει και η έκταση του δανεισμού, ατομικού, δημόσιου και ιδιωτικών επιχειρήσεων.
  • Η μαζική τοποθέτηση  των πιο ισχυρών κεφαλαίων σε χώρες κυρίως της Ασίας κι εν γένει σε χώρες με χαμηλά ημερομίσθια και αποσαρθρωμένες εργασιακές σχέσεις.
  • Ο νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας βάσει του οποίου οι ισχυρότερες οικονομικά χώρες επικεντρώνουν κυρίως στον έλεγχο και τη διαχείριση του παγκόσμιου καπιταλισμού και την παραγωγή τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, ενώ από την άλλη οι υπόλοιποι επιφορτίζονται με την παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων, αγροτικών και πρώτων υλών. Φαίνεται, όμως, ότι τα τελευταία χρόνια οι χώρες του λεγόμενου Τρίτου κόσμου αναλαμβάνουν την παραγωγή και προϊόντων τεχνολογίας. 
  • Η άνοδος νέων «παικτών» στην παγκόσμια πολιτική και οικονομική «σκακιέρα», είτε με τη μορφή κρατών είτε με τη μορφή κρατικών μπλοκ. Για παράδειγμα η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, η Βραζιλία, φαίνεται ότι μπαίνουν δυναμικά στο παιχνίδι διεκδικώντας «αυτό που τους ανήκει».
  • Η σύγκρουση των επιλογών για τη στήριξη των εθνικών νομισμάτων ανάμεσα στους ιμπεριαλιστικούς γίγαντες. Φαίνεται πως το βασικό παιχνίδι παίζεται ανάμεσα σε ευρώ και δολάριο με διαφορετικές στρατηγικές επιλογές: ενός σκληρού κι ενός ευλύγιστου νομίσματος.
  • Η πλήρης απαξίωση του προηγούμενου μοντέλου διαχείρισης (κεϋνσιανισμός) και  η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου τρόπου διαχείρισης.
  • Η ιδιωτικοποίηση όλων των τομέων της κοινωνικής ζωής: παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση, πολιτισμός, βρίσκονται σχεδόν ολοκληρωτικά κάτω από τον έλεγχο ιδιωτικών κεφαλαίων με σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή της εργατικής τάξης.
  • Η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων.
  • Η ένταση της εξάρτησης των εξαρτημένων χωρών και η εμφάνιση μορφών νεοαποικιοκρατίας.
  • Ο πολιτικός έλεγχος χωρών από τον ιμπεριαλισμό με κάθε τρόπο: τη στήριξη ή μη συγκεκριμένων κυβερνήσεων, την επιβολή δικτατοριών, τη στρατιωτική εισβολή, τη δημιουργία και χρηματοδότηση πολιτικών κινήσεων και κομμάτων κ.α. 
  • Η δημιουργία τοπικών πολέμων.
  • Η εφαρμογή σκληρών κατασταλτικών μέτρων όχι μόνο σε εθνοκρατικό επίπεδο, αλλά και σε διακρατικό και ο αποφασιστικός περιορισμός των αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων.
 
Για τις νέες τεχνολογίες
Στον 20ο και 21ο αιώνα συντελέστηκαν θεαματικές αλλαγές όσον αφορά στη διείσδυση των νέων τεχνολογιών και την οργάνωση της παραγωγής. Οι αλλαγές αυτές αναμένεται όχι μόνο να συνεχιστούν αλλά να είναι ακόμη πιο εντυπωσιακές.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τις τελευταίες έρευνες η αυτοματοποίηση και η ρομποτοποίηση τείνουν να πετάξουν εκτός παιχνιδιού τα ανθρώπινα χέρια σχεδόν στις μισές θέσεις εργασίας από 700 διαφορετικά επαγγέλματα στα επόμενα 10-20 χρόνια.
Ο αντιπρόεδρος της Rolls-Royce Holdings, μιας από τις μεγαλύτερες κατασκευάστριες εταιρίες πλοίων παγκοσμίως θεωρεί ότι πια ο κόσμος έχει αρχίσει να αποδέχεται την προοπτική αυτόνομων συστημάτων σε αυτοκίνητα ή τραίνα χωρίς οδηγό. Και ισχυρίζεται ότι «η μετάβαση στα μη επανδρωμένα φορτηγά πλοία θα έρθει σταδιακά, αρχικά μέσα σε χωρικά ύδατα κρατών και όχι σε διεθνή, με πλοία που θα μεταφέρουν φορτία δυνητικά μη επικίνδυνα». Αυτό, λοιπόν, θα είναι το πρώτο στάδιο εφαρμογής. Ο καπετάνιος δεν θα βρίσκεται στην γέφυρα του καραβιού, αλλά κάπου στην ξηρά. Μέσω της τεχνολογίας θα λαμβάνει πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο από το πλοίο του μέσα από έναν ασφαλή – απόρρητο – σύνδεσμο επικοινωνίας. Πάμπολλες κάμερες στο πλεούμενο θα δίνουν εικόνα όλων των χώρων καθώς και του πλοίου σε σχέση με το περιβάλλον του. Η προοπτική των μη επανδρωμένων πλοίων – φαντασμάτων, όμως, ξεσηκώνει ήδη τεράστιες αντιδράσεις. Από την ναυτιλιακή βιομηχανία εξαρτώνται σε παγκόσμια κλίμακα πάνω από 1,2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Τυχόν μαζικές απώλειες θα ήταν τεράστιο πλήγμα διεθνώς, αυξάνοντας αυτόματα τους δείκτες ανεργίας. Η ναυτιλία υπολογίζει ότι το 44% του συνολικού κόστους στα φορτηγά πλοία σχετίζεται με το πλήρωμα. Αφαιρώντας αυτό το… βαρίδι του πληρώματος, το κόστος συρρικνώνεται σχεδόν κατά το ήμισυ. Ως κερασάκι στην τούρτα, υπολογίζουν και μια ακόμα παράμετρο: Ότι χωρίς να απαιτούνται χώροι διαβίωσης ανθρώπων πάνω στο πλοίο και με τα νέας γενιάς συστήματα πλοήγησης, η αποδοτικότητα του κάθε καραβιού θα αυξηθεί κατά 20%. Επίσης προβλέπει ότι και η εκπομπή ρύπων από το κάθε πλοίο θα μειωθεί, ίσως και 20%. Πρόκειται για ένα πρότζεκτ στο οποίο η ΕΕ έχει ήδη επενδύσει 4,8 εκατομμύρια δολάρια κι έχει σαν αντικείμενο να εξετάσει μέχρι ποιο βαθμό μπορούν να αυτοματοποιηθούν όλες οι λειτουργίες ενός πλοίου. Ο συντονιστής του MUNIN, Γιαν Ρόντσεθ υπολογίζει ότι ο βραχυπρόθεσμος στόχος είναι να μειωθεί το πλήρωμα σε έναν ελάχιστο αριθμό ίσως και ενός μόνο ανθρώπου, ώσπου εν τέλει να περάσουμε στα εξ” ολοκλήρου αυτοματοποιημένα πλοία χωρίς καθόλου πλήρωμα, πράγμα που κατά την γνώμη του «θα εξαλείψει τα θαλάσσια ατυχήματα κάθε είδους».
Σήμερα, τα υλικά που βρίσκονται στην υπηρεσία της νέας τεχνολογίας δίνουν στο εκτυπωμένο αντικείμενο τη δυνατότητα να περιέχει κινητά μέρη και να είναι όσο εύκαμπτο ή σκληρό επιθυμεί ο σχεδιαστής του. Ακόμα και η …σοκολάτα μπορεί να είναι το βασικό υλικό κατασκευής που χρησιμοποιεί ένας τρισδιάστατος εκτυπωτής το 2013. Η αρχή έγινε όταν εταιρείες βρήκαν τον τρόπο να χρησιμοποιήσουν ανθεκτικά υλικά όπως το μέταλλο και το πλαστικό για να κατασκευάσουν μηχανικά μέρη και όχι μόνο πρωτότυπα μοντέλα τους. Η πραγματική επανάσταση, όμως, ήταν η στροφή στη δημιουργία νέων υλικών όπως νανοσύνθετων στοιχείων, διαφορετικών μειγμάτων πλαστικού και ενισχυμένων μετάλλων. Τα νέα ριζοσπαστικά υλικά μπορούν να μιμηθούν τις ιδιότητες δυνατότερων υλικών, όπως το ατσάλι. Ήδη, η εξέλιξη στις δυνατότητες της τεχνολογίας 3D printing ώθησε εταιρείες όπως η Jaguar και η Textron (ελικόπτερα Bell) να την χρησιμοποιούν για πιο γρήγορη ανάπτυξη και παραγωγή προϊόντων. Σκεφτείτε μόνο τους τρόπους που η τρισδιάστατη εκτύπωση μπορεί να επηρεάσει την καθημερινότητά μας στο σύντομο μέλλον!
Τομείς που μπορούν να έχουν εφαρμογή οι 3D υπολογιστές είναι: η οδοντιατρική, η προσθετική άκρων, οι ανάγκες του σπιτιού, η τεχνολογία διαστήματος,
τα αξεσουάρ μόδας/κοσμήματα, το ηλεκτρονικό εμπόριο, η μεταμόσχευση οργάνων, η αυτοκινητοβιομηχανία, το Χόλιγουντ. 
 

Το Urbee 2. Αυτοκίνητο κατασκευασμένο σε τρισδιάστατο εκτυπωτή.
Οι πρώτοι ατομικοί τρισδιάστατοι εκτυπωτές έχουν κυκλοφορήσει και κοστίζουν γύρω στα 1000 με 1500 ευρώ. Οι τιμές, βέβαια, αναμένεται να πέσουν, όσο η ζήτηση αυξάνεται. Μόλις πριν από μερικά χρόνια, η τιμή πώλησης ήταν στα 78000 ευρώ! Και αν μπορούμε να φτιάξουμε κάτι στο σπίτι, λογικό είναι να μπορεί να μας κοστίσει και φθηνότερα από το να το αγοράσουμε ή να παραγγείλουμε την κατασκευή του. Είναι, δηλαδή, επόμενο να σκεφτούμε ότι για κάποια από τα προϊόντα που σήμερα παράγονται μαζικά σε μεγάλες βιομηχανίες, δεν θα ισχύει το ίδιο στο μέλλον. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι πολλοί εκείνοι που τολμούν να προβλέψουν ότι θα αντικατασταθεί η βιομηχανική παραγωγή. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι θα συνεχίσει να υπάρχει, λειτουργώντας παράλληλα με την οικιακή. Πέρα από το οικονομικό όφελος, μια ενδεχόμενη επικράτηση του μοντέλου παραγωγής από το σπίτι ή έστω από μικρά, τοπικά και δημόσια κέντρα σε κάθε γειτονιά θα επιφέρει και άλλες σημαντικές αλλαγές. Στη θεωρία, κάθε προϊόν μπορεί να κατασκευάζεται με βάση τα δικά μας εξατομικευμένα γούστα και τις προδιαγραφές που επιθυμούμε. Κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις και οι βιομηχανίες σε κάθε τομέα θα αναγκαστούν να αλλάξουν τις στρατηγικές και τη λειτουργία τους. Οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές δίνουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία σε νέους επιχειρηματίες και νεοσύστατες εταιρείες να μετατρέψουν μια ιδέα σε σχέδιο και από εκεί σε προϊόν που φτάνει στο καταναλωτικό κοινό, σχεδόν άμεσα και με κόστος πολύ χαμηλότερο από το σημερινό. Η αγορά μπορεί να κατακλυστεί από νέα προϊόντα που δεν έβρισκαν τον “δρόμο” για το σπίτι μας. Οι πιο αισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι η ατομική δημιουργικότητα και η φαντασία του κοινού θα γνωρίσουν μέρες άνθισης και οι καινοτόμες ιδέες θα είναι καθημερινές και άμεσα εφαρμόσιμες. Πολλοί αναλυτές προβλέπουν ότι η άνοδος της τρισδιάστατης εκτύπωσης θα έχει επιπτώσεις στην Κίνα. Η χώρα της Ασίας έχει καθιερωθεί ως η υπερδύναμη μαζικής παραγωγής και κατασκευής προϊόντων. Με την είσοδο, όμως των τρισδιάστατων εκτυπωτών στο “παιχνίδι”, εταιρείες ανά το παγκόσμιο θα μπορούν να κατασκευάζουν φθηνά και γρήγορα τα προϊόντα που χρειάζονται, χωρίς να εξαρτώνται από τον κινέζικο γίγαντα. Βέβαια, η ζήτηση από το εσωτερικό της Κίνας είναι ούτως ή άλλως τεράστια, αλλά η μείωση στις εξαγωγές εικάζεται ότι δεν θα είναι αμελητέα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας εκτιμά ότι η αγορά τρισδιάστατων εκτυπώσεων θα φτάσει τα 6,5 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2019.
 
Το τογιοτικό μοντέλο
Οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις καθώς η αέναη επιδίωξη του κέρδους από την πλευρά του κεφαλαίου άλλαξαν στη συνέχεια και την οργάνωση του μοντέλου παραγωγής. Το φορντικό μοντέλο χωρίς να καταργηθεί πλήρως δίνει σταδιακά τη θέση του σε αυτό που ονομάστηκε μεταφορντισμός. Τα αποτελέσματα και η φιλοσοφία των Iαπώνων δημιούργησαν ένα πολύ πιο ευέλικτο σύστημα, που αναδιοργάνωσε την παραγωγή, προσφέροντας μεγάλη αποτελεσματικότητα και υψηλή κερδοφορία. Αυτό το μοντέλο, γνωστό ως «Τογιοτισμός», έχει ως βασικά χαρακτηριστικά: α) την αυτονόμηση των τμημάτων παραγωγής, β) τη χρήση υπεργολάβων, γ) την κατάργηση του επιστάτη δίνοντας μιαν επίφαση δημοκρατικότητας στους εργασιακούς χώρους και στη θέση του η δημιουργία διαφόρων μορφών συλλογικής διεύθυνσης όπως π.χ. οι ομάδες εργασίας. Στην πραγματικότητα ο εργάτης χρήζεται ως συνυπεύθυνος για την πορεία της επιχείρησης και δημιουργείται ένα κλίμα κοινότητας συμφερόντων ανάμεσα στον εργάτη και στον καπιταλιστική δ) τη δημιουργία του λεγόμενου “κρυφού εργοστάσιου”. Σαν “κρυφό εργοστάσιο” εννοείται η “παράλληλη” διοίκηση του εργοστασίου, μια δεύτερη γραμμή ελέγχου, με αντικείμενο τους εργάτες και την διαδικασία παραγωγής. “Κρυφό εργοστάσιο” είναι η διαδικασία ελέγχου των ελλειμμάτων, των ακούσιων διακοπών της παραγωγής, των ελαττωματικών εξαρτημάτων ή και τελικών προϊόντων, των ασθενειών και των ανησυχιών των εργατών. Η σημασία αυτού του “κρυφού εργοστάσιου” δεν είναι μικρή: υπολογίζεται πως στις βιομηχανίες αυτοκινήτων και ηλεκτρονικών εξασφαλίζει το 40% του συνολικού κέρδους. ε) την οργάνωση της παραγωγής που αλλάζει έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις αρχές πελάτη - προμηθευτή. Η μια επιχειρησιακή μονάδα, τμήμα παραγωγής ή υπηρεσίας, τμήμα ή ομάδα εργασίας, είναι πελάτης ή προμηθευτής του άλλου. Καθώς ο λογαριασμός σπρώχνεται προς τα κάτω, από τις μονάδες της επιχείρησης στα τμήματα και από τα τμήματα στις ομάδες εργασίας και τελικά στον ξεχωριστό εργάτη, προκύπτει τελικά μια επιχειρησιακή μορφή “ελεύθερης αγοράς”. Η αποκέντρωση της παραγωγής είναι, κατά κάποιον τρόπο, το χωροταξικό ισοδύναμο αυτής της μορφής “ελεύθερης αγοράς”. Η πραγματοποίηση αυτής της σχέσης πελάτη - προμηθευτή, ή με άλλα λόγια η πραγματοποίηση ενός “εσωτερικού” ανταγωνισμού ανάμεσα σε ομάδες εργασίας, τμήματα, κλπ, έχει άμεση συνέπεια στο κόστος της παραγωγής. Εάν κάποιος μπει στον πειρασμό να συγκρίνει τις τιμές κάποιων εξαρτημάτων στην αγορά με τις “τιμές” των ίδιων μέσα στην επιχείρηση, αν δηλαδή προσπαθήσει να συγκρίνει οικονομικά μεγέθη κόστους στις δύο εκφάνσεις της μορφής “ελεύθερη αγορά” έξω και μέσα στην επιχείρηση, τότε θα διαπιστώσει πως:
 - η μεταφορά αυτού του μοντέλου μέσα στην επιχείρηση πετυχαίνει μια μόνιμη πίεση για την άνοδο της παραγωγικότητας και την μείωση του κόστους, ενώ παράλληλα
- η αποθήκευση, το στοκάρισμα προϊόντων ή εξαρτημάτων, αποκτάει σαν στρατηγική επιλογή ευελιξία.
Μορφές μονοπωλιακών ενώσεων[52]
«Τα κλάστερ εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1950. Κλάστερ είναι η σύμπλεξη βιομηχανικού, χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, επιστήμης και κράτους για την αποδοτική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και όλης της παραγωγικής δραστηριότητας της κοινωνίας. […] Αποτελεί γεωγραφική συγκέντρωση επιχειρήσεων που συνενώνει: α) ανταγωνιστικές ή/και ομοειδείς πολυεθνικές επιχειρήσεις, σε έναν ή περισσότερους κλάδους, τους προμηθευτές και παρόχους υπηρεσιών, β) ένα ή πολλά πανεπιστημιακά-ερευνητικά κέντρα και συχνά επαγγελματικά εκπαιδευτικά ιδρύματα διαφόρων βαθμίδων, γ) χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καθώς και δ) περιφερειακούς – κρατικούς δημόσιους φορείς ή επαγγελματικές ενώσεις. Πολλές φορές τμήματα γιγάντιων πολυεθνικών αυτονομούνται σε αυτοτελείς πολυεθνικές εταιρίες σε διαφορετικούς κλάδους για να επανενωθούν στο πλαίσιο του κλάστερ σε ανώτερο επίπεδο με σχέση παραγωγού-προμηθευτή ή και συνεργάτη-ανταγωνιστή. Ιδιαίτερο γνώρισμα του κλάστερ είναι η συγκρότηση σε τοπική-περιφερειακή βάση. Αξιοποιεί το έθνος-κράτος, αλλά το υπονομεύει ταυτόχρονα, εφορμώντας στην παγκόσμια αγορά με ορμητήριο το «τοπικό κράτος».
»Στο πλαίσιο του κλάστερ, η πανεπιστημιακή έρευνα συνενώνεται με τη διαδικασία έρευνας και ανάπτυξης της επιχείρησης υποτάσσοντας τις μεθόδους της επιστήμης και τους στόχους της στην «καινοτομία», στο εμπορικό μυστικό, στην πατέντα και στο γρήγορο κέρδος. Η επιστημονική έρευνα μετατρέπεται σε βιομηχανική διαδικασία, μεταβάλλοντας, όμως, θεμελιακά τον προσανατολισμό και τις μεθόδους της επιστήμης, από τη γενική κατανόηση των πλευρών ενός φαινομένου στη «στενή» αξιοποίησή του για την παραγωγή ενός εμπορικά αξιοποιήσιμου προϊόντος. Το πανεπιστήμιο παρέχει στο κλάστερ υψηλά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, βασική έρευνα και ένα φόρουμ επιστημονικής αναζήτησης και ανταλλαγής ιδεών με σκοπό την παραγωγή τελικών προϊόντων. Στη διαδικασία αυτή είναι που υπάρχει και ο μεγαλύτερος δείκτης συνεργασίας των κατά τα άλλα ανταγωνιστικών πολυεθνικών, οι οποίες επωφελούνται από κοινές υποδομές και ροές ανθρώπινου δυναμικού και ιδεών, που δεν μπορούν να δημιουργήσουν στο εσωτερικό τους.
»Στο σύστημα της παραγωγικότητας και άρα της παραγωγής υπεραξίας, στο κλάστερ συνδυάζονται πιο αποδοτικά οι μορφές απόλυτης και σχετικής υπεραξίας. Συνδυάζονται πιο αποδοτικά η χειρωνακτική, ανειδίκευτη ή εργοστασιακή εργασία με την υψηλής ειδίκευσης επιστημονική εργασία, πάντα με καθοριστικό το ρόλο της δεύτερης, καθώς η παραγωγή εμπορευμάτων με υψηλή περιεκτικότητα σύνθετης, επιστημονικής εργασίας αποδίδει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους.
»Το κλάστερ αποτελεί μορφή παραγωγικής συγκρότησης που αντιστοιχεί στο ανώτατο, μέχρι στιγμής, επίπεδο κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Η βιομηχανική επανάσταση προκάλεσε την πρώτο κύμα κοινωνικοποίησης της παραγωγής μέσα στο εργοστάσιο. Στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού η κοινωνικοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής ανεβαίνει ποιοτικά, ενώ κοινωνικοποιείται και η διαδικασία καινοτομίας (Λένιν), με τα πρώτα τμήματα έρευνας και ανάπτυξης στις μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, η βιομηχανική παραγωγή πλησιάζει σχεδόν στο ανώτατο, μέχρι στιγμής, στάδιο αυτοματοποίησής της, ενώ η διαδικασία ανάπτυξης προϊόντων και υπηρεσιών κοινωνικοποιείται σε τέτοιο βαθμό ώστε να σπάει τα όρια μεμονωμένων μονοπωλιακών επιχειρήσεων ή ακόμη και πολυκλαδικών πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων […]
»Το κλάστερ αντιπροσωπεύει την τάση για υπέρβαση της ίδιας της μεμονωμένης καπιταλιστικής επιχείρησης, αφού επιβάλλει την οργανική συνεργασία -και όχι μία απλή συμφωνία για το μοίρασμα της αγοράς- μεταξύ ανταγωνιζόμενων εταιριών […]».
 
Οι ανισότητες
Τη ραγδαία αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ πλούσιων και φτωχών από την απαρχές της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έως σήμερα επισημαίνει σε νέα έκθεση της για τη φτώχεια η μη κυβερνητική οργάνωση Oxfam. Είναι χαρακτηριστικό, ότι από την αρχή της κρίσης έως σήμερα ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων έχει υπερδιπλασιαστεί στους 1.645. Όπως προειδοποιεί η οργάνωση, το χάσμα μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών διευρύνεται διαρκώς. "Η αυξανόμενη ανισότητα είναι επικίνδυνη και μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στη βία και σε επικίνδυνες συνθήκες διαβίωσης" σημειώνει η Oxfam. Οι 85 πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο κατέχουν πλούτο ισοδύναμο με αυτό του φτωχότερου ημίσεος της ανθρωπότητας, και γίνονται σταθερά ακόμη πιο ζάπλουτοι, κερδίζοντας... 668 εκατ. δολάρια (523 εκατ. ευρώ) ημερησίως(!) Επίσης, ο συνδυασμένος πλούτος των σημερινών δισεκατομμυριούχων έχει αυξηθεί κατά 124% τα τελευταία τέσσερα χρόνια στα 5,4 τρισεκατομμύρια δολάρια (3,91 τρισεκ. ευρώ). Σημειώνεται ότι οι άνδρες παραμένουν κυρίαρχοι όσον αφορά τη συγκέντρωση πλούτου. Μόνο τρεις από τους 30 πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου ανήκουν στο λεγόμενο "ασθενές φύλο", ενώ μόνο 23 από τις 500 μεγαλύτερες εταιρείες παγκοσμίως έχουν επικεφαλής τους γυναίκες. Αλλά ακόμα και αυτές οι 23 "εκλεκτές", είναι πιθανό να αμείβονται λιγότερο ενώ κάνουν την ίδια δουλειά με τους άνδρες συναδέλφους τους. Τέλος, ο μεξικανός μεγιστάνας Κάρλος Σλιμ το 2014 κατάφερε να ανακτήσει τον τίτλο του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο. Ωστόσο, ο αριθμός των Μεξικανών που ζουν σε συνθήκες φτώχειας έχει αυξηθεί κατά 3% από το 2010.
            Σύμφωνα με τα στοιχεία της Credit Suisse, για το 2013, το 0,7% των ενηλίκων του πλανήτη ελέγχει το 41% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το φτωχότερο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού που ανέρχεται στα 3,2 δις κατέχουν μόνο το 3%. Τα έτη 2011 και 2012 τα πράγματα ήταν καλύτερα για τους φτωχούς. Να σημειωθεί ακόμη πως ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στους θανάτους από πείνα είναι 3,6 δευτερόλεπτα και 1,5 εκατομμύριο παιδιά κάτω των 5 ετών πεθαίνουν από ασιτία κάθε χρόνο.
 
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΜΟΝΟΠΩΛΙΩΝ
 
Μονοπώλια υπάρχουν στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Κύπρο. Μονοπώλια υπάρχουν και στις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Έχουν, όμως, όλα τα μονοπώλια την ίδια οικονομική βαρύτητα; Το ερώτημα είναι κρίσιμο γιατί το μέγεθος της οικονομικής δύναμης είναι αυτό που καθορίζει και τους κανόνες του «παιχνιδιού» στη διεθνή σκακιέρα. Δεν μπορούν όλοι οι «παίκτες» να «παίξουν» με τους ίδιους όρους. Οι πιο δυνατοί είναι αυτοί που μπορούν να κάνουν περισσότερες κινήσεις, να συνάψουν πιο εύκολα συμμαχίες, να τραβήξουν τους πιο αδύνατους με το μέρος τους με ανταλλάγματα που βαθαίνουν την οικονομική και πολιτική εξάρτηση (και που συνήθως είναι ψίχουλα). Οι ισχυρότεροι είναι αυτοί που καθορίζουν τις μονοπωλιακές τιμές και σε τελική ανάλυση είναι αυτοί που αποφασίζουν πού, πότε και πώς θα παρέμβουν στρατιωτικά. Θα παρουσιάσουμε, λοιπόν, ορισμένα στοιχεία που δείχνουν το ποιος κατέχει τη δύναμη για να πράξει όλα τα παραπάνω.
            Κατ’ αρχάς παραθέτουμε έναν πίνακα ιδιαίτερα εντυπωσιακό στον οποίο καταγράφεται το ΑΕΠ των ισχυρότερων καπιταλιστικών χωρών καθώς και τα ετήσια έσοδα μεγάλων μονοπωλίων. Η σύγκριση οδηγεί σ ένα απρόσμενο (;) αποτέλεσμα: σειρά πολυεθνικών έχουν έσοδα πολύ υψηλότερα από το ΑΕΠ πολλών χωρών. 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Πίνακας 1[53]
ΟΙ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (στοιχεία 1999 σε χιλιάδες δολάρια)
ΧΩΡΑ/ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ/ ΕΤΗΣΙΑ ΕΣΟΔΑ ΧΩΡΑ/ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ/ ΕΤΗΣΙΑ ΕΣΟΔΑ
1 ΗΠΑ 8.510.674.800 16 Int. Business Machines 87.548.000
2 Ιαπωνία 3.782.945.700 40 Σιγκαπούρη 84.378.600
3 Γερμανία 2.141.677.600 17 BP Amoco 83.566.000
4 Γαλλία 1.453.203.100 18 Citigroup 82.005.000
5 Ηνωμένο Βασίλειο 1.387.439.800 41 Αίγυπτος 81.528.200
6 Ιταλία 1.169.266.000 19 Volkswagen 80.072.700
7 Κίνα 960.785.100 20 Nippon Life Insurance 78.515.100
8 Βραζιλία 776.828.620 42 Ιρλανδία 78.324.200
9 Καναδάς 598.862.500 21 Siemens 75.337.000
10 Ισπανία 554.885.100 43 Χιλή 74.318.000
11 Μεξικό 424.524.000 22 Allianz 74.178.200
12 Ινδία 420.305.400 23 Hitachi 71.858.500
13 Ολλανδία 378.198.700 44 Μαλαισία 67.484.500
14 Αυστραλία 363.909.800 24 Matsusita Electric Industrial 65.555.600
15 Αργεντινή 339.806.830 25 Nissho Iwai 65.393.200
16 Κορέα 310.111.800 45 Φιλιππίνες 64.526.200
17 Ρωσία 283.824.200 46 Πακιστάν 64.129.300
18 Ελβετία 262.646.000 47 Περού 64.054.860
19 Ταϊβάν 258.867.600 26 U.S. Postal Service 62.726.000
20 Βέλγιο 251.365.300 27 ING Group 62.492.400
21 Σουηδία 226.886.900 28 AT&T 63.391.000
22 Αυστρία 212.461.700 29 Philip Morris 61.751.000
23 Τουρκία 196.982.100 30 Sony 60.052.700
24 Βιρμανία 189.754.400 48 Λιβύη 59.500.000
1 General Motors 176.558.000 31 Deutsche Bank 58.585.100
25 Δανία 174.103.300 32 Boeing 57.993.000
2 Wal-Mart Stores 166.809.000 33 Dai-ichi Mutual Life Insurance 55.104.700
26 Χονγκ Κονγκ 166.495.800 34 Honda Motor 54.773.500
3 Exxon Mobil 163.881.000 35 Assicurazioni Generali 53.723.200
4 Ford Motor 162.558.000 36 Nissan Motor 53.679.900
5 Daimler Crysler 159.986.000 49 Δημοκρατία της Τσεχίας 53.250.000
27 Πολωνία 148.958.000 50 Νέα Ζηλανδία 52.713.500
28 Νορβηγία 145.892.600 37 E.ON 52.227.700
29 Σαουδική Αραβία 125.840.100 38 Toshiba 51.634.900
30 Φινλανδία 125.412.400 39 Bank of America Corp. 51.392.000
31 Ελλάδα 120.753.500 40 Fiat 51.331.700
6 Mitsui 118.555.000 41 Nestle 46.694.100
32 Ιράν 118.509.800 42 SBC
Comunica-tions
49.489.000
7 Mitsubishi 117.766.000 43 Credit Suisse 49.362.000
33 Ταϊλάνδη 117.038.600 44 Hewlett-Packard 48.253.000
34 Νότια Αφρική 116.324.200 51 Ουγγαρία 47.829.300
8 Toyota Motor 115.671.000 52 Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα 47.233.900
9 General Electric 111.630.000 45 Fujitsu 47.195.900
10 Itochu 109.069.000 46 Metro 46.663.600
35 Πορτογαλία 107.788.900 53 Αλγερία 46.601.600
11 Royal Dutch/
Shell Group
105.366.000 47 Sumitomo Life  Insurance 46.445.100
12 Sumitomo 97.701.600 48 Tokyo Electric Power 45.725.700
36 Βενεζουέλα 95.016.400 49 Kroger 45.351.600
13 Nippon Telegraph & Telephone 93.591.700 50 Total Fina Elf 44.990.300
14 Marubeni 91.807.400 51 NEC 44.828.000
37 Ισραήλ 91.317.100 52 State Farm Insurance Cos. 44.637.200
38 Κολομβία 90.406.300 53 Vivendi 44.397.800
39 Ινδονησία 88.551.500 54 Μπαγκλαντές 43.800.000
15 AXA 87.645.700 54 Unilever 43.679.900
             
 
 
            Παραθέτουμε στη συνέχεια έναν πίνακα που δείχνει ότι η οικονομική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο είναι συγκεντρωμένη στα τρία ιμπεριαλιστικά κέντρα σε ποσοστό που προσεγγίζει το 50% ή σε κάθε περίπτωση είναι άνω του 40%, ενώ ο πληθυσμός τους είναι κάτω του 20%.
 
Πίνακας 2
Η συμμετοχή των τριών κέντρων του ιμπεριαλισμού στο Παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε ποσοστά
  1950 1990 2000 2015 (πρόβλεψη)
ΗΠΑ 29,8 21,5 20,7 18,0
ΙΑΠΩΝΙΑ 3,0 8,9 7,7 6,3
Δ. ΕΥΡΩΠΗ 26,7 23,2 20,7 17,2
Πηγή: Ποπώφ Νικόλα, Το κεφάλαιο έναντι του καπιταλισμού, σελ. 390, Σόφια, 2004
 
Όσον αφορά στην κατανομή των πολυεθνικών σε όλο τον κόσμο, αυτή σίγουρα δεν είναι ομοιόμορφη. Από τις 100 μεγαλύτερες πολυεθνικές οι 72 ανήκουν σε πέντε μόνο χώρες: τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιαπωνία[54].
Ίσως το πλήθος των 100 πολυεθνικών να μη φαίνεται αρκετό για να βγάλουμε συμπέρασμα. Ας δούμε, λοιπόν, τι ισχύει για τις 500 μεγαλύτερες στον παρακάτω πίνακα:
 
Πίνακας 3
Συμμετοχή των χωρών του G-7 για το έτος 1998
ΗΠΑ 185
Ιαπωνία 100
Γερμανία  42
Γαλλία  39
Βρετανία  38
Ιταλία  11
Καναδάς  12
Σύνολο 427
Ποσοστό  85,4%
Πηγή: Bergensen, Albert & John Sonnett, The Global 500, American Behavioral Scientist, 44, 10: 1602-1615, 2001
 
            Oι 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του καταλόγου Global ήλεγχαν μέχρι το 2000 το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και οι 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του Fortune το 42% του αμερικανικού ΑΕΠ[55].
Αν τώρα δούμε τις 1000 μεγαλύτερες πολυεθνικές στον κόσμο θα διαπιστώσουμε πως το 2000, ήλεγχαν τα 4/5 της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής[56].
Επιπλέον, οι πολυεθνικές ελέγχουν το 80% της καλλιεργήσιμης γης στον κόσμο, το 63% της μεταλλωρυχείας και το 50% της εξόρυξης και διύλισης του πετρελαίου. Μεταξύ 1972 και 1992 οι άμεσες ξένες επενδύσεις των πολυεθνικών επιχειρήσεων επταπλασιάστηκαν, ενώ η απασχόληση σε αυτές ούτε καν διπλασιάστηκε[57].
Ωστόσο, θα μπορούσε να τεθεί ένα ερώτημα: τι σημαίνει ότι κάποιες πολυεθνικές ανήκουν σε κάποια κράτη; Πώς μπορεί να αποδοθεί εθνική ταυτότητα σε μια πολυεθνική που απλώνει τα πλοκάμια της σε όλο τον κόσμο; Για την απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα έχουν προταθεί ορισμένα κριτήρια: 1) σε ποια χώρα απευθύνεται ο κύριος όγκος του ενεργητικού της εταιρείας και διαμένει το μεγαλύτερο τμήμα των εργαζομένων, 2) ποιος κατέχει και ελέγχει τα τοπικά παραρτήματα και στο πλαίσιο ποιας χώρας δραστηριοποιείται η μητρική εταιρεία, 3) η εθνικότητα των ανώτατων στελεχών της μητρικής εταιρείας, καθώς και των ανθρώπων που παίρνουν την απόφαση στα παραρτήματα που υπάρχουν στις χώρες υποδοχής, 4) ποια είναι η νόμιμη εθνικότητα της μητρικής επιχείρησης δηλαδή, ποιο είναι το κράτος στο οποίο θα απευθυνθεί ο οργανισμός για πολιτική υποστήριξη και διπλωματική προστασία και 5) ποιο κράτος είναι εκείνο που μέσω των φορολογικών μηχανισμών μπορεί να φορολογήσει την πολυεθνική με βάση τις συνολικές της αποδόσεις[58].
Εφαρμόζοντας αυτά τα κριτήρια προκύπτει ότι οι πολυεθνικές εταιρείες δεν καταλύουν τους δεσμούς τους με τη χώρα προέλευσής τους: «Με την έννοια αυτή, η Ford παραμένει μια αμερικανική εταιρεία και η Siemens μια γερμανική εταιρεία, δεδομένου ότι και οι αποφάσεις για τη στρατηγική των εταιρειών (π.χ. εμπορικές πολιτικές, επίπεδα δανεισμού, σημαντικές συμφωνίες) λαμβάνονται από τα κεντρικά, ενώ οι θυγατρικές αναλαμβάνουν να τις εφαρμόσουν λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαιτερότητες των τοπικών κοινωνιών» [59] (η υπογράμμιση δική μας). 
Ας δούμε, όμως, στον παρακάτω πίνακα, τη σχέση ανάμεσα στις πιο ισχυρές πολυεθνικές και τις ιμπεριαλιστικές χώρες:
 
Πίνακας 4
Εθνική προέλευση των πιο ισχυρών πολυεθνικών
Χώρα προέλευσης  
ΗΠΑ Κατέχει 240 από τις 500 ισχυρότερες πολυεθνικές
Βρετανία Βρίσκεται στη δεύτερη θέση ως προς το μέγεθος κεφαλαιοποίησης. Αριθμεί 34 εταιρείες με αξία 1 τρισ. δολ.
Γαλλία Κατέχει μόνο 1 εταιρεία στις 50 πρώτες, αλλά είναι τέταρτη όσον αφορά στην κεφαλαιοποίηση
Καναδάς Είναι πέμπτος στην κεφαλαιοποίηση και έχει 22 εταιρείες από τις 100 ισχυρότερες
Γερμανία Βρίσκεται στην έκτη θέση ως προς το μέγεθος της κεφαλαιοποίηση
Πηγή: Οικονομική Καθημερινή, 1/6/2003
 
Αποτέλεσμα της παραπάνω ισχύος είναι και η συμμετοχή στο σύνολο των παγκόσμιων εξαγωγών για το έτος 2001. Ο παρακάτω πίνακας είναι ενδεικτικός:
 
Πίνακας 5
Ποσοστό συμμετοχής στο σύνολο των παγκόσμιων εξαγωγών
ΗΠΑ 12,0
Γερμανία  9,3
Ιαπωνία  6,6
Γαλλία  4,8
Βρετανία  4,4
Ιταλία  4,0
Ολλανδία  3,5
Καναδάς  4,3
Βέλγιο/Λουξεμβούργο  3,2
Κίνα  4,4
Ν. Κορέα  2,5
Σιγκαπούρη  2,0
Ισπανία  1,9
Σύνολο 62,9
Σύνολο G-7 45,4
Πηγή: UNCTAD 2003
 
            Η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης δε θα μπορούσε να αφήσει απ’ έξω τις τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό τομέα: «Στη δεκαετία του ’90, οι δέκα μεγαλύτεροι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί στις ΗΠΑ συγκέντρωναν το 10% των συνολικών αποθεμάτων του κλάδου. το 2008, όμως, έφθασαν το 60%. Πριν από την κρίση, οι δέκα μεγαλύτερες τράπεζες  σε παγκόσμιο επίπεδο συγκέντρωναν, το 2006, το 59% των παγκόσμιων τραπεζικών αποθεμάτων. αλλά το 2009 έφθασαν στο 70%»[60].
Τα 500 μεγαλύτερα υπερεθνικά κοντσέρν(*) στις χώρες G7 για το 2011
ΗΠΑ 132
Ιαπωνία 68
Γερμανία 32
Γαλλία 32
Μ. Βρετανία 26
Καναδάς 11
Ιταλία 9
Πηγή: Fortune Magazine, 23/7/12
(*) κοντσέρν: μια μορφή μονοπωλιακής ένωσης που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία μιας ομάδας μονοπωλητών πάνω σε πολλές επιχειρήσεις, διαμέσου της ισχυρότερης επιχείρησης που κρατά το πακέτο ελέγχου των μετοχών.
 
          Μια νομική έκφραση της δύναμης των μονοπωλίων, ευρωπαϊκών και αμερικανικών, αποτελεί η ΤΤΙΡ. Το 1998 επιχειρήθηκε η δημιουργία της Πολυμερούς Συμφωνία για τις Επενδύσεις η οποία ακυρώθηκε, αλλά επανέρχεται σήμερα με την επωνυμία Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων ή αλλιώς TTIP. Συγκεκριμένα στις 13 Φεβρουαρίου 2013 ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπάι ανακοινώνουν ότι ξεκινούν οι διαδικασίες διαπραγμάτευσης μιας Διατλαντικής Συμφωνίας για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις (ΤΤΙΡ). Η συμφωνία πραγματοποιήθηκε αρχικά εν κρυπτώ ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ και προβλέπει την ελάττωση των δασμών, την άρση κάθε είδους φραγμού για το εμπόριο, ενώ επιτρέπεται στις ιδιωτικές επιχειρήσεις να επιτίθενται στις εθνικές νομοθεσίες και τα ρυθμιστικά πλαίσια, όταν κρίνεται ότι δυσχεραίνεται από αυτά ο ανταγωνισμός όπως γράφεται στο άρθρο 4 της συμφωνίας «Οι υποχρεώσεις της συμφωνίας θα αφορούν όλα τα επίπεδα των δημόσιων εξουσιών ». Δηλαδή, θα εφαρμόζεται όχι μόνο σε επίπεδο κεντρικού κράτους, αλλά και σε κάθε δημόσια αρχή : περιφέρειες, δήμους κτλ. Μια δημοτική ρύθμιση θα μπορεί πλέον να προσβληθεί νομικά όχι σε ένα ελληνικό διοικητικό δικαστήριο, αλλά ενώπιον διεθνούς διαιτητικού δικαστηρίου. Για μια τέτοια ενέργεια, θα αρκεί κάποιος επενδυτής να θεωρήσει ότι η δημοτική απόφαση περιορίζει το « δικαίωμά [του] να επενδύσει όσα επιθυμεί, όπου επιθυμεί, όταν επιθυμεί και όπως επιθυμεί και να αντλήσει το όφελος που επιθυμεί». Έτσι, επιχειρείται η δημιουργία μιας τεράστιας αγοράς 800 εκατομμυρίων ανθρώπων χωρίς καθόλου εμπόδια για τα μονοπώλια, ενώ συγχρόνως δίνεται μια οικονομική απάντηση στην Κίνα και Ινδία.
*  *  *  *
Ο John Perkins (πρώην οικονομικός δολοφόνος) για το πώς παρεμβαίνουν οι ιμπεριαλιστές σε νεοεκλεγμένες κυβερνήσεις:
Μόλις ένας πρόεδρος ανέβει στην εξουσία σε μια υπανάπτυκτη χώρα, δέχεται την επίσκεψη ενός οικονομικού εκτελεστή και η συνάντηση εξελίσσεται κάπως έτσι: «Κύριε πρόεδρε, στην τσέπη αυτή έχω δύο εκατομμύρια δολάρια για εσάς και την οικογένειά σας, αν δεχτείτε να παίξετε το παιχνίδι μας». Μετά βάζει το χέρι του στη δεξιά τσέπη και λέει: «Εδώ έχω ένα όπλο και μια σφαίρα με το όνομά σας αν δεν παίξετε το παιχνίδι. Σκεφτείτε καλά τι θα κάνετε και να έχετε υπόψη σας τι συνέβη σε όσους αρνήθηκαν».
 
 
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 2008
Πριν να δούμε τα χαρακτηριστικά της κρίσης του 2008, αξίζει να θυμηθούμε το μηχανισμό της κρίσης. Καθώς αναπτύσσεται ο καπιταλισμός καταγράφεται η εξής τάση: το ποσοστό του σταθερού κεφαλαίου (κτίρια, τεχνολογικός και ο εν γένει εξοπλισμός, πρώτες ύλες) τείνει να αυξάνεται περισσότερο σε σχέση με το ποσοστό του μεταβλητού κεφαλαίου (μισθοί). Όμως υπεραξία παράγεται μόνον από τους εργάτες και ουδόλως από τα μηχανήματα. Έτσι, με τη μειούμενη εργατική δύναμη λόγω της εισόδου των νέων τεχνολογιών και των απολύσεων, σημειώνεται και μείωση του ποσού της υπεραξίας σε σχέση με το συνολικό κόστος του επενδυμένου κεφαλαίου. Το ποσοστό κέρδος εν τέλει πέφτει και η κρίση ξεκινά. Βεβαίως, αυτό είναι ένα απλοποιημένο σχήμα για την ερμηνεία της κρίσης. Για παράδειγμα, ο Μαρξ αναλύοντας την έννοια του ποσοστού κέρδους αναφέρθηκε και σε παράγοντες που δρουν αντίρροπα στην πτώση του και για αυτό μιλάμε για τάση και όχι για ένα νόμο με γραμμική πορεία. Συγκεκριμένα, αναφέρει ως τέτοιους παράγοντες: 1) την άνοδο του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας, 2) τη συμπίεση του μισθού της εργασίας κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης, 3) το φτήναιμα των στοιχείων του καθαρού κεφαλαίου, 4) το σχετικό υπερπληθυσμό, 5) το εξωτερικό εμπόριο, 6) τη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Βλέπε αναλυτικότερα Μαρξ Καρλ, Το Κεφάλαιο, τ.3, σ. 293-304, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978.
            Ας δούμε τώρα μερικά στοιχεία για την πτώση του ποσοστού κέρδους για την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία.
Ποσοστό κέρδους στη μεταποίηση και τον ιδιωτικό τομέα, 1970-2007
  1970-79 1980-90 1991-00 2001-07
ΗΠΑ, ιδιωτικός τομέας εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα 0,105 0,098 0,108 0,1
ΗΠΑ, μεταποίηση 0,134 0,118 0,164 0,141
Γερμανία, ιδιωτικός τομέας εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα 0,132 0,128 0,094 0,095
ΗΠΑ, μεταποίηση 0,124 0,104 0,052 0,122
Ιαπωνία, ιδιωτικός τομέας εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα 0,126 0,119 0,085 0,086
ΗΠΑ, μεταποίηση 0,297 0,198 0,103 0,083
 
Η κρίση του 2008 συνδυάστηκε με την υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτό δε σημαίνει πως αυτή η υπερδιόγκωση ερμηνεύει την κρίση, αλλά μπορεί να εξηγήσει τη σφοδρότητα με την οποία ξέσπασε. Πριν την εκδήλωση της κρίσης, συσσωρεύονται τεράστια κέρδη που προέρχονται από την απόσπαση της υπεραξίας. Όσο ο όγκος του κεφαλαίου που συσσωρεύεται αυξάνει, τόσο δυσκολότερη γίνεται η αξιοποίησή του, αφού υπάρχει σε αυτό ένα φυσικό όριο. Η υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου εκφράζεται με την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων και με την επένδυση στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Πολλές φορές η δραστηριότητα στο χρηματοπιστωτικό τομέα αποκτά καθαρά το χαρακτήρα τζόγου π.χ. υπάρχει μια μορφή στοιχηματισμού για το να μια μετοχή θα ανέβει ή θα κατέβει ή αν μια χώρα χρεοκοπήσει. Επιπλέον, πραγματοποιείται η «πιστωτική επέκταση» που δεν είναι άλλο από το δανεισμό των νοικοκυριών.
Όταν, λοιπόν, οι καπιταλιστές εκτιμάνε ότι μέσω του δευτερογενούς τομέα και την παραγωγή των προϊόντων δεν μπορούν να εξασφαλίσουν το επιθυμητό ποσοστό κέρδους, τότε αποφασίζουν να στραφούν προς το πλασματικό κεφάλαιο (πρόκειται για τον όρο που χρησιμοποίησε ο Μαρξ προκειμένου να περιγράψει τις κερδοσκοπικές επενδύσεις σε μετοχές, ομόλογα και κάθε είδους χρηματοπιστωτικού προϊόντος). Οι τράπεζες διατηρούν χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού, οι εργαζόμενοι δανείζονται για αγορά κατοικίας, για διακοπές, για αγορά καταναλωτικών αγαθών, για κοινωνικές υποχρεώσεις όπως ο γάμος. Ταυτόχρονα η αύξηση των τιμών μετοχών και των περιουσιακών στοιχείων οδηγούν τους εργαζόμενους στην αγορά μετοχών ή περιουσιακών στοιχείων και η φούσκα διογκώνεται. Συγχρόνως, οι μισθοί συμπιέζονται κι έτσι η αντίφαση  οξύνεται. Να σημειωθεί χαρακτηριστικά πως το 2010 σύμφωνα με την «Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών», ενώ το παγκόσμιο ΑΕΠ ανερχόταν στα 62 τρις δολάρια, η συνολική αξία των παντός είδους χρηματοπιστωτικών παραγώγων ανήλθε στα 1020 τρις δολάρια, δηλαδή η αναλογία παγκόσμιου ΑΕΠ προς χρηματοπιστωτικά παράγωγα έφτασε το 1 προς 16. Τελικά, ανεξάρτητα από τη μορφή που πήρε η κρίση του 2008, πρόκειται για μια κρίση υπερσυσσώρευσης.
            Το 2009:
α) Η παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 6,3%.
β) Το παγκόσμιο εμπόριο μειώθηκε κατά 12%.
γ) Η ανεργία αυξήθηκε κατά 2,5.
δ) Οι διεθνείς ροές κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 6%.
            Ας δούμε τώρα ποιος ευνοείται και ποιος πληρώνει την κρίση.
1) Το συνολικό ποσό που πήραν οι τράπεζες από το 2009 ανέρχεται σε 44,719 δις ευρώ, σύμφωνα με τα κυβερνητικά στοιχεία.
2) Μέσα στο 2009 οι 500 μεγαλύτεροι μονοπωλιακοί όμιλοι των ΗΠΑ αύξησαν τα κέρδη τους κατά 335% ενώ απέλυσαν 821.000 εργαζόμενους. Μια χρονιά αργότερα, οι 36 μεγαλύτεροι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί της Γουολ Στριτ αντάμειψαν τα στελέχη τους με 144 δις δολάρια, ενώ την προηγούμενη χρονιά δόθηκαν 136 δις.
3) Πρόσφατα αποφασίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να προσφερθούν περισσότερα από 300 δισ. ευρώ στους μονοπωλιακούς ομίλους για τη στήριξη της κερδοφορίας τους, υιοθετώντας την πρόταση του προέδρου της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, στο πλαίσιο της προσπάθειας τόνωσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
            Όσον αφορά στη φύση της κρίσης αποκαλυπτικός υπήρξε ο Ουίλιαμ Μπάφετ, ένας εκ των πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο πουν δήλωσε χαρακτηριστικά:
 
«Συντελείται ένας ταξικός πόλεμος, ναι, αλλά είναι η δική μου τάξη, η τάξη των πλουσίων, που εξαπολύει τον πόλεμο και κερδίζουμε. Εργάστηκα σε μια οικονομία που επιβραβεύει κάποιον που σώζει ζωές στο πεδίο της μάχης με ένα μετάλλιο, επιβραβεύει τους δασκάλους με ένα ευχαριστήριο σημείωμα από τους γονείς, αλλά όσους ανιχνεύουν τις τάσεις των μετοχών τους επιβραβεύει με δισεκατομμύρια»[61].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αντί επιλόγου, παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από τον Τσε που αφορά στον ιμπεριαλισμό και την επανάσταση:
 
«Όλη μας η δράση είναι μια πολεμική κραυγή ενάντια στον ιμπεριαλισμό και ένα σάλπισμα για την ενότητα των λαών ενάντια στο μεγάλο εχθρό του ανθρώπινου γένους: τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Οπουδήποτε και να μας αιφνιδιάσει ο θάνατος, τον καλωσορίζουμε, αρκεί αυτή η πολεμική μας κραυγή να έχει βρει άξιο αποδέκτη και άλλο χέρι να απλωθεί να αδράξει το όπλο μας και άλλοι άνθρωποι να έρθουν να συνοδέψουν τα μοιρολόγια με τις ριπές των αυτόματων και με νέες κραυγές πολέμου και νίκης»[62].
 
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ashton t. s., η βιομηχανικη επανασταση, τόπος, 2007.
Κοριά Μπενζαμίν, Ο εργάτης και το χρονόμετρο, Τεϊλορισμός-Φορντισμός και μαζική παραγωγή, Κομμούνα, 1985.
Κρεμμύδας Βασίλης, Εισαγωγή στην Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης (16ος-20ος ΑΙΩΝΑΣ), τυπωθήτω, 2004.
Λένιν Β.Ι., Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Άπαντα, τ. 27, Σύγχρονη Εποχή, 1988.
Λιόσης Βασίλης, Ιμπεριαλισμός και εξάρτηση, Η προσέγγιση του Λένιν, η περίπτωση της Ελλάδας και κριτική του σχήματος της αλληλεξάρτησης, ΚΨΜ, 2012.
Μπο Μισέλ, Η ιστορία του καπιταλισμού, από το 1500 ως σήμερα, Μαλλιάρης-Παιδεία, 1987.
Οικονομική σχολη πανεπιστημίου λομονοσοφ μοσχας, πολιτικη οικονομια, τ. 1-3, GUTENBERG, 1980.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

[1]. Τα σχετικά στοιχεία για την ανάπτυξη του καπιταλισμού εντός φεουδαρχίας έχουν ληφθεί από το συλλογικό έργο, Οικονομική Σχολή Πανεπιστημίου Λομονόσοφ Μόσχας, Πολιτική Οικονομία, εκδοση υπουργείου παιδείας της ΕΣΣΔ, τ. 1, σελ. 138-161, εκδ. Gutenberg, 1978.
[2]. Μαρξ Καρλ, ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, τ. 1, σελ. 647, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987.
[3]. Το κείμενο αναφέρεται στο Beaud Michel, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ, ΑΠΟ ΤΟ 1500 ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ, σελ. 39, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Α΄ έκδοση, 1987.
[4]. Μεγάλο μέρος του κειμένου για την αναγκαστική μετατροπή των χωρικών σε εργάτες αντιγράφηκε από το http://seisaxthia.wordpress.com/2015/01/07/%CE%B7-%CE%B5%CF%86%CE%B5%CF%8D%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D-%CF%80%CF%8E%CF%82-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CF%85%CF%84/
[5]. Ό.π., σελ. 16-17.
[6]. Αναφέρεται στο Beaud Michel, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ, ΑΠΟ ΤΟ 1500 ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ, σελ. 36, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Α΄ έκδοση, 1987.
[7]. Μαρξ Καρλ, Συμβολή στην κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Hegel, σελ. 16, εκδ. Παπαζήσης, 1978.
[8]. Αναφέρεται στο: Δεληκωνσταντή Κωνσταντίνου, «Ο ΛΟΥΘΗΡΟΣ ΚΑΙ “Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΚΩΝ”», σελ. 26-27, στο ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΛΟΥΘΗΡΟΣ, Η Διαμαρτυρία που έγινε εκκλησία, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20 ΙΟΥΛΙΟΥ 2000.
[9]. Ένγκελς Φ., Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη (Εισαγωγή στην αγγλική έκδοση), Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τ.2, σελ. 109-110
[10]. Weber Max, Η ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ, σελ. 53, εκδ. Κάλβος, χ.χ.
[11]. ENGELS FR., Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ, τ. Α΄, Εισαγωγικό σημείωμα, E. J. HOBSBAWM, σελ. 12, εκδ. Μπάυρον, 1985.
[12]. Κρεμμύδας Βασίλης, Εισαγωγή στην Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης (16ος-20ος ΑΙΩΝΑΣ), Β΄ ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ, σελ. 136-137, εκδ. τυπωθήτω, 2004.
[13]. Ο Σέσιλ Ρόουντς υπήρξε τυχοδιώκτης και παράγοντας του αποικιακού επεκτατισμού της Αγγλίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Ανέλαβε στη Ν. Αφρική τη μονοπωλιακή εκμετάλλευση της εξόρυξης διαμαντιών. Στα 1890 ο Ρόουντς έγινε πρωθυπουργός στην αποικία Καπ. Η περιοχή στην οποία δρούσε η εταιρεία του Ρόουντς πήρε το όνομα Ροδεσία, προκειμένου να τιμηθεί ο εμπνευστής και οργανωτής της κατάκτησής της (τα στοιχεία από Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια ιστορία, τ. Ζ1, σε διάφορα σημεία, εκδ. Μέλισσα, 1960).
[14]. Αναφέρεται στο Michel Beaud, Η ιστορία του καπιταλισμού, σ. 231, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, 1987
[15]. Μαρξ Καρλ, Το Κεφάλαιο, Ανάπτυξη των εσωτερικών αντιφάσεων του νόμου, τ. 3, σ. 336-337, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1978.
[16]. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Γενικός νόμος κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, τ. 1, σ. 649, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1978.
[17]. Βλ.  αναλυτικότερα, Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 3, σ. 550, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1978.
[18]. Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο, τ. 3, σ. 550, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1978.
[19]. Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο, τ. 3, σ. 553, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1978.
[20]. Μπο Μισέλ, Η ιστορία του καπιταλισμού, Από το 1500 ως σήμερα, σελ. 262, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, 1987.
[21]. Αναφέρεται στο: Ferguson Niall, Α΄ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, Β΄ τόμος, σελ. 680-681, εκδ. Ιωλκός, 2008.
[22]. Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 392, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[23].  Λένιν Β. Ι.,  Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 392-393, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[24].  Λένιν Β. Ι.,  Ο ιμπεριαλισμός… Άπαντα, τ. 27, σ. 393, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[25]. Βλ. αναλυτικότερα, Λένιν,  Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 403-413, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[26]. Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός… Άπαντα, τ. 27, σ. 403, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[27]. Κάουτσκι Καρλ (1854-1938): Υπήρξε ένας εκ των βασικών ηγετών της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και της Β΄ Διεθνούς. Στην πρώτη του φάση ήταν μαρξιστής, αλλά στη συνέχεια έγινε θεωρητικός και ηγέτης της πιο επικίνδυνης παραλλαγής του οπορτουνισμού, του κεντρισμού. Ενώ στην περίοδο του Α΄ παγκόσμιου πολέμου χρησιμοποιούσε επαναστατική φρασεολογία, προωθούσε στην ουσία σοσιαλσωβινιστικές απόψεις, δηλαδή απόψεις που εξέφραζαν τα συμφέροντα της γερμανικής αστικής τάξης. Μετά τη ρώσικη επανάσταση τάχθηκε ανοικτά ενάντιά της.
[28]. Λένιν, Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 394, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[29]. Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 394-395, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[30]. Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 395, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[31]. Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 395, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[32]. Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 395, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[33]. Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 396, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[34]. Η θεωρία του υπεριμπεριαλισμού επανήλθε, σχεδόν 100 χρόνια μετά, μέσα από τα σχήματα της «παγκοσμιοποίησης». Ο Τζορτζ Σόρος, για παράδειγμα, έχει διατυπώσει σκέψεις αντίστοιχες με αυτές του Κάουτσκι. Δες αναλυτικότερα Λιόσης Βασίλης, «“Παγκοσμιοποίηση”: πραγματικότητα ή ιδεολογικό κατασκεύασμα;», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τ. 2, 2002.
[35]. Αναφέρεται στο Λένιν Β. Ι.,  Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 397-398, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[36]. Βλ. αναλυτικότερα, Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 398-403, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[37]. Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 403, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[38] .Αναφέρεται στο Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 417, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[39]. Λένιν Β. Ι.,  Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 418, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[40].  Λένιν Β. Ι.,  Ο ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τ. 27, σ. 389, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[41]. Λένιν, Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, Συλλογή άρθρων του Λένιν για το εθνικό ζήτημα, σ. 110, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1992.
[42]. Βλ. αναλυτικότερα Λένιν, Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, Συλλογή άρθρων του Λένιν για το εθνικό ζήτημα, σ. 114-115, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1992.
[43]. Λένιν Β.Ι., Άπαντα, Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού, τ. 30, σ. 112, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[44]. Τα στοιχεία από Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, σελ. 245-249, εκδ. Μέλισσα, 1963.
[45]. Είχε ιδρυθεί από τον Τέλμαν και ήταν οργάνωση αυτοάμυνας των εργατών.
[46]. Σφήκας Θανάσης, Η συνθήκη των Βερσαλλιών, στο: Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, Οι αιτίες, Η φρίκη, Ο μεσοπόλεμος, Ε Ιστορικά, σελ. 107-108, χ.χ.
[47]. La Feber, W. (1993), America, Russia and the Cold War, 1945-1992, New York: McGraw Hill, p.177.
[48]. GATT, General Agreement on Tarriffs and Trade as Amended through 1996 Multilaterals Project of the Fletcher School of Law and Diplomacy, Βοστόνη, Μασαχουσέτη: Tufts University. Αναφέρεται στο Peet Richard, Ανόσια τριάδα, το ΔΝΤ, η παγκόσμια τράπεζα και ο ΠΟΕ, σ.3341, εκδ. Λιβάνη, 2010.
[49]. Accelerer la mise en oeuvre: le chomage dans la zone de l’ OCDE, 1950-1997, ΟΟΣΑ, Παρίσι, 1996. Αναφέρεται στο Halimi Serge, Ιδεολογήματα και αυθαιρεσίες των οικονομικών αναλύσεων του ΟΟΣΑ  στο Σενάρια για την παγκοσμιοποίηση, Φεβρουάριος 1998, τεύχος 13, σ.37, ελληνική έκδοση του Le Monde Diplomatique 
[50]. Βλ. αναλυτικότερα Berend Ivan, Οικονομική Ιστορία του Ευρωπαϊκού 20ου αιώνα, Τα οικονομικά καθεστώτα από το Laissez-Faire στην Παγκοσμιοποίηση, σ.289-291, εκδ. Gutenberg, 2009.
[51]. Αναφέρεται στο: Μπερμάν Σερί, ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, Η σοσιαλδημοκρατία και η Ευρώπη του 20ού αιώνα, σελ. 379, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ, 2014.
[52]. Εκτενή αποσπάσματα για τα κλάστερ έχουν χρησιμοποιηθεί από το κείμενο των Νικήτα Γεράνη, Κώστα Μάρκου, Θοδωρή Μουγιάκου «Κλάστερ: τα μονοπώλια του ολοκληρωτικού καπιταλισμού» στο: http://kommon.gr/viii/30-clusters. Οφείλουμε να σημειώσουμε πως παρά τη διαφωνία μας για τη χρήση του όρου «ολοκληρωτικός καπιταλισμός», το άρθρο είναι αρκούντως διαφβτιστικό για το τι είναι τα κλάστερ.
[53]. Ξανθάκης Χρήστος, «Εταιρείες σα χώρες», Ελευθεροτυπία, 29/7/2001.
[54]. Παπαβασιλείου Δάνης, «Ο παγκόσμιος χάρτης των πολυεθνικών μονοπωλίων», Ριζοσπάστης, 2/11/2008.
[55]. Λίτσης Μωυσής, «Τέρατα ή πηγή ανάπτυξης;», Αφιέρωμα Ελευθεροτυπίας με τον τίτλο Πολυεθνικές, Ποιος κυβερνά αυτό τον πλανήτη;, σ. 3,  22/4/2000.
[56] . Economist, 29/1/2000.
[57].  Λίτσης Μωυσής, «Τέρατα ή πηγή ανάπτυξης;», Αφιέρωμα Ελευθεροτυπίας με τον τίτλο Πολυεθνικές, Ποιος κυβερνά αυτό τον πλανήτη;, σ. 7, 22/4/2000.
[58]. Τα κριτήρια αυτά τα έχει προτείνει ο Yao-Su Hu και αναφέρονται στο Σακελλαρόπουλος Σπύρος, Ο Μύθος της Παγκοσμιοποίησης και η Πραγματικότητα του Ιμπεριαλισμού, σ.58-59, εκδ. Gutenberg, 2004.
[59]. Σακελλαρόπουλος Σπύρος, Ο Μύθος της Παγκοσμιοποίησης και η Πραγματικότητα του Ιμπεριαλισμού, σ.59, εκδ. Gutenberg, 2004.
[60]. Χωραφάς Βαγγέλης, «Η παγκόσμια οικονομική κρίση και η κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Monthly  Review, Νο 64, Απρίλιος 2010, σ. 5.
[61]. Βήμα, 17 Ιουνίου 2012
[62]. Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Κείμενα, σελ. 191, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1988.

Δείτε μαγνητοσκοπομένη τη διάλεξη: http://info-war.gr/2015/03/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B9/
επιστροφή στην κορυφή